RSS

Category Archives: Μ. Kαραγάτσης

Image

Μ. Καραγάτσης, Η μεγάλη Χίμαιρα

Μ. Καραγάτσης, Η μεγάλη Χίμαιρα

Από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα τ’ αγιάζι σιγοπνέει μέσα στην κάμαρα, φτάνει αδύναμο ως το κρεβάτι και δροσίζει τ΄ ολόγυμνο κορμί της. Ανακουφίστηκε, την έπιασε κάτι σαν αποκάρωμα∙ κι αποκοιμήθηκε. Μα δεν ήταν ύπνος αυτός. Ήταν μια κακή νάρκη, ένα λάφιασμα. Κάθε τόσο τα όνειρα την ανατάραζαν, τη στριφογύριζαν στο κρεβάτι με μοχθηρία, ώσπου το κορμί της κουράστηκε να παλεύει με τους ίσκιους. Απόμεινε μπρουμυτισμένη. Ο νυχτερινός αγέρας γίνηκε χίλια χέρια, μύρια πονηρά δάχτυλα που τη χάιδευαν στο ριζάφτι, στο μάκρος της ραχοκοκαλιάς, με περίτεχνα παιχνιδίσματα, να χαλαρώσουν το σφίξιμο των μερών της. Αυτό της άρεσε. Χαμογέλασε, μες στον ύπνο της∙ και χάθηκε σ’ ένα γκρεμό, σ’ ένα πέσιμο απέραντο, ιλιγγιακό. Στο βάθος του γκρεμού ήταν ένας άντρας. Δεν τον είδε∙ δεν πρόφτασε να τον δει. Ώσπου να γυρίσει, αυτός είχε κιόλας έρθει από πίσω της∙ την άρπαξε στα δυνατά της χέρια, κόλλησε το κορμί του στο κορμί της και την έσφιξε τόσο, που η ανάσα της κόπηκε σε λόξυγκα ηδονής.

Sonia Marialuce Possentini 59 Είδε κι άλλα όνειρα, πολλά, ανακατωμένα και παράλογα. Μόλις τα ’βλεπε, αμέσως τα ξεχνούσε. Περνούσαν, το ’να πίσω απ’ τ’ άλλο, σαν μια ανόητη κι ανιαρή κινηματογραφική ταινία, που δεν εντυπώνει την παραμικρή εικόνα στη μνήμη. Μα κάθε τόσο ο άντρας του γκρεμού ξαναγύριζε. Πεταγόταν αναπάντεχα, τη στιγμή που ούτε υποψιαζόταν την παρουσία του. Ερχόταν πάντοτε από πίσω της, μουλωχτός και θεληματικός, για να την αγκαλιάσει με δύναμη κυρίαρχη και να τη ρίξει σ’ ηδονική εξουθένωση. Αυτό γίνηκε πολλές φορές, αμέτρητες, κι ολοένα μέσα στον ακαθόριστο συρφετό των ονειρικών εικόνων. Ήρθε όμως η στιγμή που όλος αυτός ο μπερδεμένος όγκος των ονείρων άρχισε να παίρνει μορφή πιο συγκεκριμένη.

Βρισκόταν, λέει, κάτω στο λιμάνι. Είναι νύχτα, φυσάει νοτιάς χλιαρός, ψιλοβρέχει. Στέκεται, λέει, στον ντόκο και κοιτάζει ένα βαπόρι, που σιγολικνίζεται πάνω στα θολά νερά. Είν’ ένα βαπόρι σκοτεινό κι ακαθόριστο, κάτι σα θεριό κόσμου φανταστικού, με φτερούγες αναδιπλωμένες και ράμφος γρυπό. Ουρλιάζει, λέει, τα βαπόρι, σαν να του ξερίζωναν τα σπλάχνα. Πάνω στη γέφυρα ο Μηνάς στέκεται ακίνητος, στητός, με θειαφένια μορφή και μάτια θολά∙ μάτια από γυαλί άψυχο, που δεν κοιτούν πουθενά. Sonia MariaLuce Possentini 30Τα μακριά κέρινα δάχτυλά του είναι γαντζωμένα στην κουπαστή. Είναι αλύγιστα, κοκαλωμένα, σαν δάχτυλα ανθρώπου που πριν ξεψυχήσει αρπάζεται απ’ τα ξέφτια της ζωής του κόσμου τούτου. Η Μαρίνα απλώνει τα χέρια προς τον Μηνά. « Mη φύγεις! Μη φύγεις!» θέλει να του πει. Μα όσο κι αν προσπαθεί, φωνή δεν βγαίνει από το στόμα της. (…) Στέκεται, κοιτάζει ολόγυρα∙ και βλέπει την Αννούλα να βρίσκεται πλάι της. Φοράει το γαλάζιο φορεματάκι με τ’ ασημένια φτερά, το καπέλο με το χρυσό ράμφος. Είναι μια μικρή Χίμαιρα, που χαμογελάει βαριεστημένα. Και να, η μικρή Χίμαιρα προχωρεί στην άκρη της προκυμαίας∙ να, μ’ ένα ελαφρό πήδημα πέφτει στο νερό. «Αννούλα! Παιδί μου! Θα πνιγείς! » θέλει να φωνάξει. Θέλει, μα δεν μπορεί. Θέλει να τρέξει, να σώσει την κόρη της. Θέλει, μα δεν μπορεί. Η φωνή της είναι παγωμένη, τα πόδια της μαρμαρωμένα. Αλλά για ποιο λόγο να τρέξει; H Αννούλα έπεσε στη θάλασσα δίχως να βουλιάξει. Περπατάει πάνω στο νερό, όπως θα περπατούσε πάνω στο χώμα.

.

Μ. Καραγάτσης,  Η μεγάλη Χίμαιρα, σελ. 284-286 (αποσπασματικά), Εκδόσεις της Εστίας, 33η έκδοση, 2004

.

.

Πίνακες : Sonia Marialuce Possentini

 

Tags: