RSS

Category Archives: Αλμπέρ Καμύ

Αλμπέρ Καμύ, Ο ξένος

Ο εισαγγελέας τότε στράφηκε προς τους ενόρκους και δήλωσε: «O ίδιος άνθρωπος που την επομένη του θανάτου της μητέρας του ρίχτηκε στην πιο αισχρή ακολασία, ο ίδιος σκότωσε δι’ ασήμαντον αφορμήν για να ξεκαθαρίσει μια αχαρακτήριστη υπόθεση ηθικής». Ύστερα κάθισε. Ο δικηγόρος μου όμως, χάνοντας την υπομονή του, φώναξε σηκώνοντας τα χέρια, έτσι που τα μανίκια του, καθώς έπεσαν, άφησαν να φανούν οι δίπλες από ένα κολαρισμένο πουκάμισο: «Μα επιτέλους, κατηγορείται επειδή κήδεψε τη μητέρα του ή επειδή σκότωσε άνθρωπο;» Το ακροατήριο γέλασε. Όμως ο εισαγγελέας σηκώθηκε πάλι, τυλίχτηκε στην τήβεννό του και δήλωσε ότι θα ’πρεπε κάποιος να έχει την αφέλεια του αξιότιμου κυρίου συνηγόρου για να μην αντιλαμβάνεται ότι ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο φαινομενικά άσχετα γεγονότα υπήρχε μια βαθιά, συγκλονιστική, ουσιαστική σχέση. «Μάλιστα», βροντοφώναξε, «κατηγορώ τον άνθρωπο αυτόν ότι κήδεψε μια μάνα με καρδιά εγκληματία». Τούτη η δήλωση φάνηκε να δημιουργεί μεγάλη εντύπωση στο ακροατήριο. Ο δικηγόρος μου σήκωσε τους ώμους και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του. Όμως κι εκείνος φαινόταν κλονισμένος, και κατάλαβε ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά για μένα. Η δίκη διακόπηκε. Βγαίνοντας από το δικαστικό μέγαρο για ν’ ανέβω στην κλούβα, αναγνώρισα για μια στιγμή τη μυρωδιά και το χρώμα της καλοκαιριάτικης βραδιάς. Μέσα στο σκοτάδι της κινητής φυλακής μου, ξαναβρήκα έναν έναν, σαν απ’ τα κατάβαθα της κούρασής μου, όλους τους γνώριμους ήχους μιας πόλης που αγαπούσα και μιας συγκεκριμένης ώρας που μ’ έκανε άλλοτε να νιώθω ευχαρίστηση.

Οι φωνές των εφημεριδοπωλών μες στη χαλαρή κιόλας ατμόσφαιρα, τα τελευταία πουλιά στο πάρκο, οι φωνές των πλανόδιων πωλητών με τα σάντουιτς, το παραπονιάρικο τρίξιμο των τραμ στις στροφές της πάνω πόλης και τούτη η βουή του ουρανού πριν γείρει η νύχτα πάνω στο λιμάνι, όλ’ αυτά ανασυγκροτούσαν μέσα μου μια τυφλή διαδρομή, μια διαδρομή που γνώριζα καλά πριν μπω φυλακή. Ναι, ήταν εκείνη η ώρα που πριν από πολύ καιρό μ’ έκανε να νιώθω αγαλλίαση. Τότε, με περίμενε πάντα ένας ύπνος ελαφρύς, δίχως όνειρα. Κι όμως κάτι είχε αλλάξει, αφού, προσμένοντας την άλλη μέρα, ξαναβρήκα πάλι το κελί μου. Θαρρείς κι εκείνοι οι γνώριμοι δρόμοι, οι χαραγμένοι στους καλοκαιριάτικους ουρανούς, οδηγούσαν τόσο σε φυλακές όσο και σε αθώους ύπνους. .

Αλμπέρ Καμύ, Ο ξένος, σελ. 105-106, μτφρ.: Nίκη Καρακίτσου-Nτουζέ, Μαρία Κασαμπάλογλου-Ρομπλέν, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1998

Φωτό:Laura Barchi

.
.

 

Αλμπέρ Καμύ, Η πτώση

 Όταν θα είμαστε όλοι ένοχοι, τότε θα έχουμε δημοκρατία. Χωρίς να λογαριάσουμε, αγαπητέ φίλε, ότι πρέπει να εκδικηθούμε, επειδή είμαστε υποχρεωμένοι να πεθάνουμε μόνοι. Ο θάνατος είναι μοναχικός, ενώ η δουλεία συλλογική. Έχουν κι άλλοι το μερτικό τους, και μάλιστα την ίδια στιγμή μ’ εμάς, αυτό είναι το σημαντικό. Όλοι ενωμένοι, επιτέλους, αλλά γονατιστοί και με το κεφάλι σκυμμένο. Μήπως δεν είναι καλό να ζω επίσης κατ’ εικόνα και ομοίωση της κοινωνίας; Για να γίνει αυτό, δεν θα ’πρεπε η κοινωνία να μου μοιάζει; Η απειλή, η ατίμωση, η αστυνομία είναι τα ιερά μυστήρια τούτης της ομοιότητας. Περιφρονημένος, παγιδευμένος, καταπιεσμένος, θα μπορώ τότε να δείξω όλες τις ικανότητές μου, ν’ απολαύσω τον εαυτό μου όπως είναι, να είμαι επιτέλους φυσικός. Να γιατί, φίλτατε, αφού τίμησα επίσημα την ελευθερία, αποφάσισα στα κρυφά ότι έπρεπε να την παραδώσω χωρίς καθυστέρηση σε οποιονδήποτε. Και, κάθε φορά που μου δίνεται η ευκαιρία, κάνω κήρυγμα στην εκκλησία μου, στο Μέξικο Σίτι, προσκαλώ τον καλό λαό να υποταχτεί και να επιδιώξει ταπεινά τις ανέσεις της δουλείας, έστω κι αν χρειάζεται να την παρουσιάσω σαν τη γνήσια ελευθερία. Μα δεν είμαι τρελός, συνειδητοποιώ ότι η σκλαβιά δεν πρόκειται να’ ρθει αύριο. Θα είναι ένα από τα αγαθά του μέλλοντος, αυτό είν’ όλο.

Ως τότε, πρέπει να τα βολέψω με το παρόν και να αναζητήσω μια λύση, προσωρινή τουλάχιστον. Χρειάστηκε λοιπόν να βρω έναν άλλο τρόπο, για να μοιραστούμε όλοι μας την κρίση και να βαραίνει έτσι λιγότερο πάνω στους ώμους μου. Τον βρήκα αυτόν τον τρόπο. Ανοίξτε λίγο το παράθυρό σας, παρακαλώ, κάνει φοβερή ζέστη εδώ μέσα. Όχι πάρα πολύ, γιατί κρυώνω. Η ιδέα μου είναι απλή και συνάμα γόνιμη. Πώς να τους βάλω όλους να βράσουν στο ίδιο καζάνι για να ’χω το δικαίωμα να στεγνώσω εγώ στον ήλιο; Ν’ ανέβω στο βήμα, όπως πολλοί λαμπροί συγκαιρινοί μου, και να καταραστώ την ανθρωπότητα; Πολύ επικίνδυνο αυτό! Κάποια μέρα ή κάποια νύχτα, το γέλιο ξεσπάει απροειδοποίητα. Η δικαστική απόφαση που βγάζετε για τους άλλους στρέφεται τελικά εναντίον σας, σας έρχεται κατάμουτρα και προκαλεί ζημιές. Και τι έγινε; θα πείτε. Ε, λοιπόν, να η μεγαλοφυής ιδέα. Ανακάλυψα ότι, προσμένοντας τον ερχομό των αφεντάδων με τις βέργες τους, οφείλουμε, όπως ο Κοπέρνικος, να αναστρέψουμε το συλλογισμό για να θριαμβεύσουμε. Αφού δεν γινόταν να καταδικάσουμε τους άλλους, χωρίς αμέσως να κρίνουμε τον εαυτό μας, θα ’πρεπε να ρίξουμε όλα τα βάρη πάνω μας, για να έχουμε το δικαίωμα να κρίνουμε τους άλλους. Αφού κάθε δικαστής καταλήγει μια μέρα μετανοητής, θα ’πρεπε να πάρουμε το δρόμο από την αντίθετη κατεύθυνση και να γίνουμε πρώτα μετανοητές, για να καταλήξουμε τελικά σε δικαστές. Με παρακολουθείτε; Eντάξει. Για να γίνω ωστόσο πιο σαφής θα σας δείξω πώς δουλεύω.

Αλμπέρ Καμύ, Η πτώση, μτφρ: N. Καρακίτσου-Ντουζέ, Μ. Κασαμπάλογλου-Ρομπλέν, σελ. 106-107, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2010

Φωτό: Rene Maltete

.

.

 

Αλμπέρ Καμύ, Η πτώση

7 Νοεμβρίου 1913 – 4 Ιανουάριου 1960

beth-concebalink.jpgTo μεγάλο εμπόδιο για να ξεφύγουμε από την κρίση δεν είναι τάχα το γεγονός ότι πρώτοι εμείς καταδικάζουμε τον εαυτό μας; Πρέπει λοιπόν να επεκτείνουμε την καταδίκη σε όλους, αδιακρίτως, ώστε να την κάνουμε κάπως πιο ήπια. Καμιά δικαιολογία, ποτέ, και για κανέναν, αυτή είναι η αρχή μου, η αφετηρία μου. Αρνούμαι την καλή πρόθεση, το έντιμο λάθος, το στραβοπάτημα, τα ελαφρυντικά. Εγώ δεν συγχωρώ, δεν δίνω άφεση αμαρτιών. Κάνω απλώς την πρόσθεση και ύστερα λέω: «Μας κάνουν τόσα. Είστε διεστραμμένος, σάτυρος, μυθομανής, παιδεραστής, καλλιτέχνης, κ.λπ.» Έτσι. Νέτα σκέτα. Στη φιλοσοφία, όπως και στην πολιτική, είμαι συνεπώς υπέρ της θεωρίας που αρνείται την αθωότητα για τον άνθρωπο και υπέρ της κάθε πρακτικής που τον αντιμετωπίζει ως ένοχο. Βλέπετε στο πρόσωπό μου, φίλτατε, έναν φωτισμένο υπέρμαχο της δουλείας. Δίχως αυτήν, για να λέμε την αλήθεια, δεν υπάρχει οριστική λύση. Αυτό το κατάλαβα πολύ γρήγορα. Άλλοτε, είχα μόνον την ελευθερία στο στόμα. Στο πρόγευμα την άπλωνα πάνω στο ψωμί μου, τη μασούλαγα όλη μέρα, έφερνα στον κόσμο μια ολόδροση ανάσα ελευθερίας. Βομβάρδιζα με τούτη την κυρίαρχη λέξη όποιον διαφωνούσε μαζί μου, την είχα βάλει στην υπηρεσία των πόθων και της δύναμής μου.

Την ψιθύριζα στο κρεβάτι, στο αυτί των αποκοιμισμένων φιλενάδων μου, και τούτη η λέξη με βοηθούσε να τις αφήνω στα κρύα του λουτρού. Την τρύπωνα συχνά… Μα τι κάνω, εξάπτομαι και χάνω το μέτρο. Τέλος πάντων, μου έτυχε να κάνω και πιο αφιλοκερδή χρήση της ελευθερίας, και μάλιστα, δείτε κι εσείς ο ίδιος την αφέλειά μου, να την υπερασπιστώ κιόλας δυο τρεις φορές, δίχως να φτάσω ασφαλώς, ίσαμε το σημείο να πεθάνω γι’ αυτήν, διακινδυνεύοντας όμως για χάρη της. Πρέπει να μου συγχωρήσετε αυτές τις απερισκεψίες, δεν ήξερα τι έκανα. Δεν ήξερα πως η ελευθερία δεν είναι ανταμοιβή, ούτε παράσημο που το γιορτάζουν με σαμπάνια. Ούτε και δώρο, άλλωστε, κουτί με λιχουδιές που σε κάνουν να γλείφεσαι. Ω, όχι, κάθε άλλο, είναι αγγαρεία, ένας μαραθώνιος πολύ μοναχικός, πολύ εξαντλητικός. Χωρίς σαμπάνια, χωρίς φίλους να σηκώνουν το ποτήρι τους και να σε κοιτάζουν με τρυφερότητα. Μόνος σε μια θλιβερή αίθουσα, μόνος στο εδώλιο μπροστά στους δικαστές και μόνος για ν’ αποφασίσεις μπροστά στον εαυτό σου ή μπροστά στην κρίση των άλλων. Μετά από κάθε ελευθερία υπάρχει μια δικαστική απόφαση. Να γιατί η ελευθερία είναι πολύ βαριά να τη σηκώσεις, ιδιαίτερα όταν υποφέρεις από πυρετό ή όταν έχεις στεναχώριες ή όταν δεν αγαπάς κανέναν.

Αλμπέρ Καμύ, Η πτώση, σελ. 102-103, μτφρ.: Nίκη Καρακίτσου-Ντουζέ, Μαρία Κασαμπάρογλου-Ρομπλέν, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2004

Artwork: Beth Conκlin

.

.

 
Image

Αλμπέρ Καμύ, Ο ξένος

Αλμπέρ Καμύ, Ο ξένος

«Σήμερα η μαμά πέθανε. Ή μπορεί χτες, δεν ξέρω».

Albert Camus (από τον «Ξένο»)

Πίνακας: Alan Macdonald

http://thestorygirlbookreviews.blogspot.be/2011/07/short-story-spotlight-wall-by-jean-paul.html

 

Tags: ,