RSS

Category Archives: Αστέρης Ν. Μαυρουδής

Αστέρης Μαυρουδής, «Τάκα τούκα νε µπιντούα»

«Σ’ αυτόν το σάβντα δε θα πας».
Η φωνή του βάρεσε σαν ταμπούρλο.
Είχα γουρλώσει τα μάτια σαν να ’βλεπα σατανά. Θα πάω, είπα μέσα μου. Αυτόν το γάμο δεν τον χάνω.
Τα όχτσα τα είχαμε στο μαντρί. Νερό στις ποτίστρες έβαλα. Έμεναν τα γελάδια.
Στο νου μου η μακαρίτισσα η μάικα μου, που μου ’λεγε να μορφωθώ και να φύγω απ’ το χωριό. Μέχρι την πρώτη πήγα. Τα γράμματα δε μ’ άρεσαν. Μας μάθαιναν ελληνικά, μα μιλούσαμε κισδερβενιώτικα. Μόνο άμα τραγουδούσαμε μας καταλάβαιναν οι Τούρκοι, γιατί τούρκικα τραγουδούσαμε.
Το χωριό μας φτωχό, μα είχε και παραλήδες. Παραλής ήταν και ο ενίστε. Τη Γεσθημανή θα ’παιρνε. Την πρώτη μου αγάπη.
Ήταν τότε που τη συνάντησα να πλένει ρούχα, να πιω νερό στη βρύση πήγα, κι ακούμπησα το χέρι της. Με κοίταξε. «Εσένα θα σε πάρω», της είπα, και χαμογέλασε.
Με πρόλαβαν στα προξενιά. Από τα δέκα την αρραβώνιασαν, να τη χωρίσω δεν μπόρεσα.
Καιγόμουν κι έλιωνα.
«Σύνελθε», με φώναξε η σεστρά μου.
Ξουρίστηκα, έβαλα τα καλά μου και «Τάκα τούκα νε μπιντούα, πάω στα γελάδια», είπα. Παραξενεμένη η αδερφή μου με κοίταξε.
Ενίστε ήταν ένας Πανικίδης, φίλος από μικρός, ώσπου αρραβωνιάστηκε τη Γεσθημανή. Τότε χωρίσαμε. Ο καθένας κοίταξε τις δουλειές του.
Δεύτερη μέρα γάμος γινόταν. Δεύτερη μέρα Σάββατο κι ακόμα δεν την είδε. Οκτώβρης ήτανε, λουκουμάδες μας στείλανε για πρόσκληση. Να ευχηθούμε έπρεπε. Δε βγήκε ευχή απ’ το στόμα μου, και τον πέταξα το λουκουμά, να μη με φαρμακώσει. Σε λίγο πέρασαν από μπροστά μου τα νυφικά και τ’ αρνί – δώρο του γαμπρού.
Σάββατο βράδυ κι ο γαμπρός ξουριζόταν με ζουρνάδες.
Τους άκουγα από μακριά. Δεν ξέρω πώς έφτασα εκεί.
Παίζαν το «Berber oglan» και χόρευαν καρσιλαμάδες, μα εγώ δεν άκουγα καλά και τα μάτια μου ήταν θολωμένα.
Πλησίασα το γαμπρό.
Χαμογέλασε.
Δεύτερη μέρα Σάββατο κι ακόμα δεν την είδε.
Δε θα την ξανάβλεπε. Πλησίασα και του ’κοψα τον γκίρλε.

Γλωσσάρι: τάκα τούκα νε μπιντούα=έτσι εδώ δεν γίνεται, σάβντα=γάμος, όχτσα=πρόβατα, ενίστε=γαμπρός, σεστρά=αδελφή,γκίρλε=λαιμός, berber oglan=ο γιος του κουρέα=τραγούδι ξυρίσματος του γαμπρού στο Κίσδερβεν.

Αστέρης Μαυρουδής, «Τάκα τούκα νε µπιντούα», από τη συλλογή διηγημάτων Η ατυχία, Κέδρος 2017

 


.

.

 

 

Tags:

Αστέρης Ν. Μαυρουδής, Η πρώτη μέρα

Τον καιρό εκείνο ο δάσκαλος ήταν φόβητρο. Αυτός κι ο Σκουφάς ο δικηγόρος στο Ζαγκλιβέρι. Δάσκαλο είχαμε το Σοφοκλή, Θεός σχωρέσ’ τον. Πολύ καλός, μας έκαμνε θεατρικές παραστάσεις, γυμναστικές επιδείξεις, έπαιζε βιολί και του αρέσαν τα παστά. «Αύριο να με φέρεις ένα ληστή». Τα ληστιά ήταν παστά λιμνίσια ψάρια. «Δε σε φέρνω». «Να με φέρ’ς, γινατατζή, άλλ’ φορά δε σε δέρνου». Άμα δεν είχε όρεξη για ξυλιές ή μάθημα, έπιανε το βιολί. Έπαιζε τρεις νότες τσιφτετέλι συνέχεια το ίδιο. «Άλλαξι, κύριε, σκουπό, όλο του ίδιο παί’ειζ». Έπιανε άλλο τόνο και έπαιζε το ίδιο. Στο τέλος έπαιρνε χειροκρότημα και έκαμνε υποκλίσεις. Και γελούσαμε όλοι, και ο δάσκαλος μαζί μας. Πώς να περάσει ο χρόνος στο χωριό; Κάτι τέτοιες στιγμές ήταν βάλσαμο για τις ψυχές μας και ξεχνούσαμε τη φτώχεια.
Πρώτη μέρα θα πήγαινα σκολειό. Χτύπησε το καμπανούδι και ξεκίνησα. Το κάλεσμα στο σκολειό γινόταν με καμπανούλα. Με το κοντό παντελονάκι και την καινούργια σάκα. Νηπιαγωγεία και τέτοια δεν είχαμε.
Έφτασα τρομοκρατημένος απ’ αυτά που μας φοβέριζαν μικροί-μεγάλοι: «Δε θα πας στο σκολειό, θα σε κανονίσει ο δάσκαλος». Εκεί μαζεμένοι και άλλοι που πήγαιναν για πρώτη φορά. Πολλές φωνές, τρεξίματα, παιχνίδια, και να… το μικρό καμπανάκι χτύπησε. Ουρλιαχτά από τους μαθητές που έτρεξαν να μπουν στη γραμμή. Οχ, είπα μέσα μου, τους μαζεύουν, τους βάζουν στη σειρά και τους δέρνουν. Καλά, δεν τους φτάνει το ξύλο που τρων σπίτι τους; σκέφτηκα. Οι παλιοί μπήκαν αμέσως στη σειρά. Οι υπόλοιποι μείναμε πίσω απορώντας και τρομοκρατημένοι. Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο.
Βγήκε ο Σοφοκλής με μια βέργα στο χέρι. Οχ, ξανασκέφτηκα, αυτός ήρθε προετοιμασμένος. Είχα ακούσει τόσο πολλά, είχα δει χέρια πρησμένα από τις βέργες. Έκανα λίγα βήματα πίσω.
«Αυτοί που πάνε πρώτη να ’ρθουν και να κάνουν εδώ μια σειρά».
Πριτς, σκέφτηκα και το ’βαλα στα πόδια.
Στο δρόμο νόμιζα πως ο Σοφοκλής με κυνηγούσε και ένιωθα τα πόδια μου να χτυπάνε στον πισινό μου.
Όταν έφτασα στο σπίτι της γιαγιάς μου, κοίταξα πίσω και ησύχασα. Δε με κυνηγούσε κανείς. Περίμενα λίγο να πάρω ανάσα και φώναξα τη γιαγιά μου.
«Καλά, βρε πιδί μ’, δεν έ’εις σκολειό;»
«Όχι, ήταν πρώτη μέρα και μας διώξαν νωρίς».
Τις υπόλοιπες μέρες απορούσα πώς βρήκα αμέσως τη δικαιολογία.
Την άλλη μέρα πήγα κανονικά. Πρώτα όμως διαπίστωσα ότι δεν τους είχαν δείρει. Κάναμε και γυμναστική. Δε μας έφτανε η δουλειά στα χωράφια.
Εκεί άκουσα για πρώτη φορά από το Σοφοκλή να λέει το παράγγελμα «Στροοοοοφή πααααλαμών».
Εγώ ο έρμος άκουσα στροφή παλαβών. Κοίταξα αυθόρμητα γύρω μου να δω ποιος παλαβός θα κάνει στροφή.

Αστέρης Μαυρουδής, Η πρώτη μέρα, από τη συλλογή διηγημάτων Η ατυχία, Κέδρος 2017

Φωτό: Robert Doisneau, Εξώφυλλο: Κώστας Σιαφάκας

 

Αστέρης Ν. Μαυρουδής, H κλεψιά

Στη βρύση ήταν μαζεμένα τα παλληκάρια του χωριού. Ξεχώριζαν ο Αρμένης, γεροδεμένος επιστάτης, στο εργοστάσιο δούλευε. Ήταν και ο Αλέκος ο Σπάργιας, δυο μέτρα άντρας.
«Μπαξίσι, μπαξίσι!» φώναξαν όλα τα παλληκάρια.
Ο γαμπρός αιφνιδιάστηκε. Δεν ήταν δυνατόν να φύγει νύφη από το χωριό χωρίς μπαξίσι. Έπεσαν όμως σε σφιχτό γαμπρό και σέρτικο. Αρβανίτης, όνομα και πράμα. Όσο ήταν νοικοκυραίοι άλλο τόσο σφιχτοί ήταν.
«Δεν έχει μπαξίσι», είπε ο γαμπρός, και τράβηξε το γκέμι για να φύγει.
Οι νέοι μπήκαν μπροστά στο άλογο. Είχε μαζευτεί κόσμος. Οι ντόπιοι, γνωρίζοντας το έθιμο, πήγαν για τις διαπραγματεύσεις. Ο γαμπρός κρατούσε απάντηση το καμουτσίκι. Σφύριξε το καμουτσίκι, και έπεσε στη πλάτη του αλόγου. Χλιμίντρισε και σηκώθηκε στα δύο πόδια. Τα παλληκάρια το κρατούσαν γερά. Το καμουτσίκι ξανασηκώθηκε και αυλάκωσε το πρόσωπο του Αλέκου. Κατά λάθος, επίτηδες, δεν ξέρω, αλλά ο Αλέκος σκούπιζε το αίμα που ανάβλυζε από το πρόσωπο. Με ένα σάλτο ανέβηκε στο κάρο και κατέβασε τον γαμπρό. (Γάμος)

Το γλέντι και το κέφι αμείωτο. Ο Χατζής ήθελε να κάνει πρόποση. Έκανε να σηκωθεί, μα παραπάτησε. Το κρασί χύθηκε όλο στο γαμπριάτικο κουστούμι.
«Πρόσεχε, ρε μπατζανάκ, το γαμπριάτικο κουστούμι… αν δε μπορείς, να μη πίνεις». Ο Χατζής σηκώθηκε αμίλητος και προχώρησε προς το καφενείο.
«Έλα, βρε Χατζή, μη θυμώνεις!»
«Άσ’ τον να ξεθυμάνει, θα ξανάρθει!», φώναξε ο γαμπρός.
Σε λίγο η Αναστασία φώναξε «φωτιά, φωτιά!». Μπροστά από το καφενείο έβγαινε καπνός και ακουγόταν φασαρία. Έτρεξαν όλοι και βρέθηκαν σε ένα περίεργο θέαμα. Ο Χατζής είχε φύγει σιωπηλός, άνοιξε το καφενείο του, πήρε ένα πετόνι πετρέλαιο και βγήκε. Άνοιξε το γραμμόφωνο και έβαλε το τραγούδι «νε ολούρ». Το άνοιξε, τέρμα στο καλντερίμι στη παλιά βρύση, έβγαλε το καινούργιο του σακάκι, έβγαλε το παντελόνι του, έμεινε με το κοντοβράκι, έριξε απάνω πετρέλαιο και τα’ βαλε φωτιά. Οι φλόγες ξεπήδησαν και καπνός γέμισε τη γειτονιά. Κι αυτός μερακλωμένος, πειραγμένος, με το κοντοβράκι, έβαλε το «νε ολούρ» και χόρευε γύρω γύρω από το καμένο του κοστούμι. (Μετά τον γάμο)

Αστέρης Ν. Μαυρουδής, «H κλεψιά», Διηγήματα, σελ. 19, σελ. 24, αποσπάσματα από τα διηγήματα Γάμος και Μετά τον γάμο,  Εκδόσεις Θερμαϊκός, 2014

.

GAMOS 5

.

.