RSS

Αστέρης Ν. Μαυρουδής, Η πρώτη μέρα

13 Apr

Τον καιρό εκείνο ο δάσκαλος ήταν φόβητρο. Αυτός κι ο Σκουφάς ο δικηγόρος στο Ζαγκλιβέρι. Δάσκαλο είχαμε το Σοφοκλή, Θεός σχωρέσ’ τον. Πολύ καλός, μας έκαμνε θεατρικές παραστάσεις, γυμναστικές επιδείξεις, έπαιζε βιολί και του αρέσαν τα παστά. «Αύριο να με φέρεις ένα ληστή». Τα ληστιά ήταν παστά λιμνίσια ψάρια. «Δε σε φέρνω». «Να με φέρ’ς, γινατατζή, άλλ’ φορά δε σε δέρνου». Άμα δεν είχε όρεξη για ξυλιές ή μάθημα, έπιανε το βιολί. Έπαιζε τρεις νότες τσιφτετέλι συνέχεια το ίδιο. «Άλλαξι, κύριε, σκουπό, όλο του ίδιο παί’ειζ». Έπιανε άλλο τόνο και έπαιζε το ίδιο. Στο τέλος έπαιρνε χειροκρότημα και έκαμνε υποκλίσεις. Και γελούσαμε όλοι, και ο δάσκαλος μαζί μας. Πώς να περάσει ο χρόνος στο χωριό; Κάτι τέτοιες στιγμές ήταν βάλσαμο για τις ψυχές μας και ξεχνούσαμε τη φτώχεια.
Πρώτη μέρα θα πήγαινα σκολειό. Χτύπησε το καμπανούδι και ξεκίνησα. Το κάλεσμα στο σκολειό γινόταν με καμπανούλα. Με το κοντό παντελονάκι και την καινούργια σάκα. Νηπιαγωγεία και τέτοια δεν είχαμε.
Έφτασα τρομοκρατημένος απ’ αυτά που μας φοβέριζαν μικροί-μεγάλοι: «Δε θα πας στο σκολειό, θα σε κανονίσει ο δάσκαλος». Εκεί μαζεμένοι και άλλοι που πήγαιναν για πρώτη φορά. Πολλές φωνές, τρεξίματα, παιχνίδια, και να… το μικρό καμπανάκι χτύπησε. Ουρλιαχτά από τους μαθητές που έτρεξαν να μπουν στη γραμμή. Οχ, είπα μέσα μου, τους μαζεύουν, τους βάζουν στη σειρά και τους δέρνουν. Καλά, δεν τους φτάνει το ξύλο που τρων σπίτι τους; σκέφτηκα. Οι παλιοί μπήκαν αμέσως στη σειρά. Οι υπόλοιποι μείναμε πίσω απορώντας και τρομοκρατημένοι. Κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο.
Βγήκε ο Σοφοκλής με μια βέργα στο χέρι. Οχ, ξανασκέφτηκα, αυτός ήρθε προετοιμασμένος. Είχα ακούσει τόσο πολλά, είχα δει χέρια πρησμένα από τις βέργες. Έκανα λίγα βήματα πίσω.
«Αυτοί που πάνε πρώτη να ’ρθουν και να κάνουν εδώ μια σειρά».
Πριτς, σκέφτηκα και το ’βαλα στα πόδια.
Στο δρόμο νόμιζα πως ο Σοφοκλής με κυνηγούσε και ένιωθα τα πόδια μου να χτυπάνε στον πισινό μου.
Όταν έφτασα στο σπίτι της γιαγιάς μου, κοίταξα πίσω και ησύχασα. Δε με κυνηγούσε κανείς. Περίμενα λίγο να πάρω ανάσα και φώναξα τη γιαγιά μου.
«Καλά, βρε πιδί μ’, δεν έ’εις σκολειό;»
«Όχι, ήταν πρώτη μέρα και μας διώξαν νωρίς».
Τις υπόλοιπες μέρες απορούσα πώς βρήκα αμέσως τη δικαιολογία.
Την άλλη μέρα πήγα κανονικά. Πρώτα όμως διαπίστωσα ότι δεν τους είχαν δείρει. Κάναμε και γυμναστική. Δε μας έφτανε η δουλειά στα χωράφια.
Εκεί άκουσα για πρώτη φορά από το Σοφοκλή να λέει το παράγγελμα «Στροοοοοφή πααααλαμών».
Εγώ ο έρμος άκουσα στροφή παλαβών. Κοίταξα αυθόρμητα γύρω μου να δω ποιος παλαβός θα κάνει στροφή.

Αστέρης Μαυρουδής, Η πρώτη μέρα, από τη συλλογή διηγημάτων Η ατυχία, Κέδρος 2017

Φωτό: Robert Doisneau, Εξώφυλλο: Κώστας Σιαφάκας

 

Leave a comment