RSS

Daily Archives: 15/04/2017

Μαρία Ρασσιά, Επιδόρπιο


Στον κήπο καθόταν η οικογένεια, το τραπέζι στρωμένο γιορτινά, ανάμεσα στις κλαίουσες και στις μηλιές. Ο πατέρας χαμογελούσε ικανοποιημένος. Ο αμνός στήθηκε και ψήθηκε καθώς έπρεπε. Ο καπνός ανέβαινε σαν λόγχη στον ουρανό και μαύρα πουλιά γυρόφερναν και χαλούσαν την σκιά του. Μετά, ο σκελετός του αμνού κείτονταν στην πιατέλα, αποσυναρμολογημένος και σκοτεινός, η μητέρα τότε, έπλυνε τα μήλα, τα σκούπισε και πρόσφερε ένα σε κάθε έναν· συνοδεία με το κρασί. Εκείνη αλλεργική σε κάθε καρπό με κόκκινη φλοίδα. Ο πατέρας εκθείαζε τον αμνό, τρυφερός και μοσχομυριστός έλεγε, από το χορτάρι που τράφηκε στη μικρή ζωή του· και έτριβε την κοιλιά του κι έδειχνε ευχαριστημένος. Την ώρα που η μητέρα ετοίμαζε το επιδόρπιο, φωνές και λυγμοί ακούστηκαν. Έτρεξε στον κήπο. Ο Κάιν κρεμόταν στην κλαίουσα, εκεί στον κήπο, που τον χειμώνα είναι όλα άσπρα από το χιόνι και οι καρποί πεθαίνουν.

Artwork: Marcelo Monreal

.

 

Tags:

Γιώργος Πολ. Παπαδάκης, Εκείνο το μικρό αρνί

Βρισκόμουν σε ένα λιβάδι και περπατούσα ανέμελα και ανάλαφρα, όπως τότε που ήμουν παιδί. Τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα επακολουθούσε. Δεν σας ζητώ να με πιστέψετε, αλλά οφείλω να καταθέσω το περιστατικό που μου άλλαξε τη ζωή. Κατά τη διάρκεια του περιπάτου μου αντάμωσα ένα μικρό αρνί. Στάθηκα ακίνητος και του χαμογέλασα. Το αρνί ήρθε και έκατσε δίπλα μου. Ήταν χαριτωμένο, όπως εκείνα τα μικρά αρνάκια στις εικόνες ή στα κινούμενα σχέδια: σγουρό μαλλί, υγρά μάτια, λεπτά ποδαράκια. Με κοίταξε με τα δυο του μάτια, και το ευθύβολο βλέμμα του με χτύπησε . Ομολογώ πως, αν και αυτή του η κίνηση με ξάφνιασε, αυτό δεν ήταν τίποτε μπροστά σε ό,τι θα επακολουθούσε. Αφού με μια δυο κινήσεις του κεφαλιού βεβαιώθηκε ότι δεν ήταν κανείς κοντά μου… μίλησε. Με ρώτησε το όνομα μου. Γνωρίζω ότι φαίνεται απίστευτο και ότι πιστεύετε πως είναι κάποιο είδος αστείου ή κάτι τέτοιο. Δεν είναι όμως, έτσι έγινε. «Πως σε λένε;» μου είπε και περίμενε υπομονετικά να απαντήσω. Εγώ, όμως, δεν είχα πια φωνή. Είχα χάσει τη δική μου. Θα ήταν μάλλον από το σοκ της έκπληξης, αφού δεν είχα ξανασυναντήσει αρνί που να μιλάει. Ξαναπροσπάθησα αλλά εις μάτην, μονάχα άναρθρες κραυγές βγήκαν από το στόμα μου.

Αντιλαμβάνεστε την ταραχή μου. Το αρνί τότε έσκυψε και με άγγιξε με το μουσούδι του στο μπράτσο. Ένοιωσα τα υγρά του ρουθούνια και, μέσα από αυτά, με διαπέρασε ένα ενεργειακό ρεύμα, δεν ξέρω πώς αλλιώς να σας το περιγράψω. Μια με ακουμπούσε και μια με κοίταζε στα μάτια. «Καταλαβαίνω την έκπληξη σου», μου είπε, «αλλά δεν μπορώ να σου πω περισσότερα, μόνον ένα: σε αγαπώ». Δάκρυα γέμισαν τα μάτια μου εκεί που δεν το περίμενα. Βρισκόμουν με ένα αρνί που με χάιδευε με τη μουσούδα του και μου μιλούσε, κι εγώ είχα χάσει τη λαλιά μου κι έκλαιγα.
Ξέρω, ξέρω… κάποιοι από εσάς θα με περάσουν για τρελό. Δεν έχω όμως άλλα επιχειρήματα να παραθέσω πέραν από αυτή μου την εμπειρία. Το χάιδεψα στο κεφάλι, και τα δάχτυλα μου βυθίστηκαν στα σγουρά του μαλλιά. Άκουσα την καρδιά του να χτυπάει κι, όσο την άκουγα, τόσο περισσότερο ένοιωθα πως ο χτύπος της είχε συγχρονιστεί μ’ εκείνον της δικής μου.

Τουπ, Τουπ, Τουπ! σαν ρολόγια ακριβείας. Αν τρελάθηκα, τότε μπορώ να σας ομολογήσω πως η τρέλα αυτή μού έδωσε ανείπωτη χαρά. Μια χαρά που δεν είχα ξανανοιώσει ποτέ. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως γιατί ένοιωσα, πρώτη φορά, ότι έχω έναν φίλο. Ο φίλος μου το αρνί προχώρησε κι άλλο, κι έβαλε το κεφάλι του στην αγκαλιά μου. Το  έσφιξα δυνατά κι ακούμπησα πάνω του το κεφάλι μου . «Σε αγαπώ», του είπα, ή μάλλον το σκέφτηκα, γιατί δε μπορούσα να μιλήσω. Αυτήν τη φορά δεν είπε κάτι, αλλά ένοιωσα την ίδια ενέργεια να με διαπερνά ξανά ολόκληρο. Κάτσαμε έτσι μια ολόκληρη ώρα. Δεν μου ξαναμίλησε, αλλά ούτε κι εγώ προσπάθησα να μιλήσω. Τότε ήταν που κατάλαβα ότι τα λόγια κάποιες φορές είναι περιττά. Όταν αποφάσισα πως έπρεπε να φύγει, έσκυψα, έπιασα με τα δυο μου χέρια το κεφάλι του και το κοίταξα στα μάτια. Δακρύσαμε κι οι δύο στιγμιαία και αποχαιρετιστήκαμε.

Το είδα να φεύγει μακριά, κι εγώ έμεινα καθισμένος στο γρασίδι να το παρατηρώ.
Έβλεπα τη φιγούρα του να σβήνει στον ορίζοντα ακίνητος και σιωπηλός σαν το τοπίο. Μόνο ο ήλιος ψηλά άλλαζε θέση σιωπηλά, κι αυτό πολύ αργά για να το αντιληφθεί κανείς. Έκατσα εκεί πολλές ώρες. Οι δύο άνθρωποι που τους μετέφερα αργότερα την εμπειρία μου ανησύχησαν πολύ για εμένα και μου επέστησαν την προσοχή σε ό,τι αφορά την ψυχική και σωματική μου υγεία. Γνώριζαν ότι δούλευα πολύ και, φυσικά, συσχέτισαν την εμπειρία μου με κάποιο είδος παραίσθησης ή παραζάλης ή, τέλος πάντων, κάποιο οξύ περιστατικό που χρίζει παρακολούθησης. Όταν αντιλήφθηκα ότι ήταν μάταιο να επιμείνω, δεν ξαναμίλησα γι’ αυτό το θέμα, και το κράτησα μέσα μου για πάντα. Από τότε δεν μπόρεσα να ξαναδώ τον κόσμο με τα ίδια μάτια. Η φωνή του αρνιού αντηχούσε μέσα μου: «Σε αγαπώ».
Αν κι έχουν περάσει πενήντα χρόνια από τότε, κάθε φορά που έρχομαι σε αυτό το λιβάδι, βρίσκω πάντα το ίδιο μέρος που πρωτοσυνάντησα το αρνί εκείνο. Κάθομαι κάτω και το περιμένω. Δεν ξαναγύρισε. Όμως ακόμα βλέπω τα αχνάρια του στη γη να μου θυμίζουν την παρουσία του. Εκείνο το αρνί μού άλλαξε όλη τη ζωή.

Artwork:Maggie Taylor

.

 

 

Tags:

Ισμήνη Γεωργίου Λιόση, Το δείπνο

Προχωρούν με την πείνα στο στόμα, και την περιέργεια. Η πρόσκληση είναι, από ένα σπίτι έξω από την πόλη. Δεν έχουν ξαναπάει. Ο άγνωστος φίλος, οικοδεσπότης, είναι ένα συγγραφέας-θαυματοποιός, γνωστός από τα φανταστικά έργα του, έλλογα και άλεκτα, κυρίως όμως, για τον κλασαυχενισμό και τις ιδιορρυθμίες του. Το σπίτι βρίσκεται ανάμεσα σε ψηλούς ιβίσκους, φτέρες και ακακίες. Παλαιό σπίτι, απ’ έξω λίγο θλιβερό, βαμμένο μωβ με σκούρα κόκκινα παράθυρα.Τους υποδέχεται μία γυναίκα στα άσπρα, με μαύρο κότσο στερεωμένο σε λευκό γαρύφαλλο. Σιωπηλή τους οδηγεί σε μία μεγάλη σάλα. Το τραπέζι είναι στρωμένο με χρυσαφί τραπεζομάντηλο για σαράντα άτομα. Οι σαράντα καλεσμένοι είναι καθισμένοι γύρω από το μεγάλο τραπέζι, φορώντας λευκές σκευές. Όπως, λες, σε αρχαίο θέατρο οι πρωταγωνιστές με προσωπίδες. Είναι υποχρεωτικό φαίνεται, αλλά γιατί και πώς θα δειπνήσουν; Ακούγεται Μπαχ.

Στο τραπέζι, η μεγάλη οβάλ πιατέλα με τα πολυάριθμα, χρωματιστά αυγά είναι το μοναδικό πιάτο… Δύο ημίγυμνα, κορίτσι και αγόρι, με ξανθές κοτσίδες, εναποθέτουν στο τραπέζι το τεράστιο, σκεπαστό σκεύος, που θα πρέπει να είναι το ψητό αρνί, καθώς και μαύρο κρασί σε γυάλινες κανάτες, και από ένα μπολ εμπρός σε κάθε καλεσμένο. Εντός του, ένα νεραντζάκι γλυκό λάμπει σαν μεγάλο σκουροπράσινο σμαράγδι. Περίεργο δείπνο. Όταν επιτέλους ανοίγεται η σκεπαστή πιατέλα, το αρνί ξαπλωμένο μέσα της, είναι ζωντανό, με το λευκό μαλλιαρό του ένδυμα και ένα γαλάζιο φιόγκο γύρω από το λαιμό. Τα μάτια του είναι ροζ. Σαν μόλις να ξύπνησε. Τρεκλίζοντας, σηκώνεται και κρύβεται κάτω από το τραπέζι, στα πόδια των συνδαιτυμόνων. Η γυναίκα με τα άσπρα παροτρύνει τους καλεσμένους να τσουγκρίσουν τα αυγά τους, ο ένας στο καλυμμένο πρόσωπο του άλλου. Σπάζοντας, από τα αυγά πετάγονται πουλιά, άλλα γνωστά και άλλα παραδείσια, μη γνωστά.

Οι καλεσμένοι διασκεδάζουν. Παίζουν με τα πουλιά. Τα φώτα αίφνης σβήνουν και όταν ανάβουν εκ νέου, οι ενεοί καλεσμένοι βλέπουν ένα τραπέζι γεμάτο εδέσματα. Μανιτάρια ψημένα, σαλάτες όλων των ειδών, από ρεβίθια, ρέβες, άσπρες μελιτζάνες, ζιγγίβερη, θαλασσινά. Ακόμη και ρύζια, κόκκινα, μαύρα, άγρια, εξωτικά. Επίσης κομμένα φρούτα, τυριά και μία αχνιστή σούπα με μικρά κομματάκια από κρέας. Η γυναίκα τούς λέει πως είναι ανθρώπινο, μετά γελάει και λέει πως είναι ψέμα. Είναι, λέει, γίδινο το κρέας.
–Τώρα μπορούμε να φάμε, αποφαίνεται.
Το αρνάκι, κάτω από το τραπέζι, μασουλάει από ένα πανέρι φρέσκα φύλλα χορταρικών.
Στην cloaka maxima της πόλης την επαύριον, θα κυλούν μαγεμένα περιττώματα.
Ο οικοδεσπότης δεν παρουσιάζεται κατά την διάρκεια της συνάντησης.
Είναι κλεισμένος στο γραφείο του και, γράφει μανιωδώς στον υπολογιστή του το δείπνο, με επίτιμο καλεσμένο
το αρνί.

Αrtwork: Diego Max

.

 

Tags: