Έτρωγε τη σούπα του εξίσου τσαπατσούλικα με το πώς βγήκε στη σκηνή του θεάτρου, σκέφτηκα, παρατηρώντας όχι εκείνον αλλά τη συγγραφέα Τζίνι Μπίλροτ, η οποία φυσικά παρατηρούσε τον ηθοποιό ως ηθοποιό του Μπουργκ και φαινόταν να τα ρουφάει όλα όσα έπαιρνε βιαστικά με το κουτάλι και έλεγε ο ηθοποιός ως ηθοποιός του Μπουργκ και να τα θεωρεί πέρα για πέρα ασυνήθιστα, εξαιρετικά, απαράμιλλα. Τώρα, λοιπόν, καθόμουν απέναντι από τη Βιεννέζα Βιρτζίνια Γουλφ, αυτή την ακαλαίσθητη δημιουργό ποίησης και πεζογραφίας, η οποία, αυτό φάνηκε ξαφνικά καθαρά, σε όλη της τη ζωή λούστηκε μόνο με το μικροαστικό της κιτς, καθώς σκέφτομαι.
Και ένα τέτοιο πρόσωπο τολμά να λέει χωρίς περιστροφές ότι γράφει καλύτερα από τη Βιρτζίνια Γουλφ, την οποία, από τότε που μαθήτευσα στη συγγραφική σκέψη, τη θαύμαζα πάντοτε ως την καλύτερη απ’ όλες τις ποιήτριες, τολμά να λέει ότι η ίδια, η Μπίλροτ, προχώρησε στα μυθιστορήματά της πιο πέρα από τα Κύματα, πιο πέρα απ’ το Ορλάντο, πιο πέρα από το Μέχρι το φάρο. Στο Κιλμπ έδειξε η Τζίνι άλλη μία φορά την κόσμια πλευρά της, σκέφτηκα τώρα, καθώς καθόμουν απέναντί της και αναθεμάτιζα αυτό το καλλιτεχνικό δείπνο, που ξάφνου πραγματικά και με την πιο αληθινή σημασία της λέξης το μετέτρεψε ο ηθοποιός του Μπουργκ σε καλλιτεχνικό νυχτερινό συμπόσιο, και το ένιωθα τόσο γκροτέσκο και αποκρουστικό όσο πραγματικά ήταν, σκέφτομαι.
Thomas Bernhard, Ξύλευση, ένας ερεθισμός, σελ. 128-129, μτφρ.: Βασίλης Τομανάς, Εκδόσεις Εξάντας, 1996.
Πίνακας: Stefan Caltia