(…) γιατί ο άνθρωπος παντού και πάντα, οποιοσδήποτε κι αν είναι, αγαπάει να κάνει κείνο που θέλει κι όχι κείνο που του υπαγορεύει το μυαλό και συμφέρον. Και μπορεί πολλές φορές να θέλει κάτι ενάντια στο ατομικό του συμφέρον και κάποτε πρέπει να θέλει κάτι τέτοιο (αυτό πια είναι δική μου ιδέα). Η ατομική, η ελεύθερη κι ανεξάρτητη βούληση, το ατομικό καπρίτσιο, ακόμη κι όταν φτάνει στα όρια της τρέλας, όλ’ αυτά είναι η παραλειπόμενη, η πιο ωφέλιμη ωφέλεια που δεν χωράει σε καμία ταξινόμηση και που απ’ αυτή όλα τα συστήματα κι οι θεωρίες σκορπίζονται πάντα κατά διαβόλου. Κι από πού το πήραν όλοι αυτοί οι σοφοί πως ο άνθρωπος έχει ανάγκη από κάποια κανονική, κάποια ενάρετη βούληση; Από τι φαντάστηκαν πως ο άνθρωπος έχει ανάγκη εξάπαντος από μια λογικά συμφέρουσα βούληση; Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από μια μονάχα ανεξάρτητη βούληση, οτιδήποτε κι αν του στοίχιζε αυτή η ανεξαρτησία και σ’ οτιδήποτε κι αν τον οδηγούσε. Και μόνον ο Θεός ξέρει ποια θα ’ναι αυτή η βούληση.
Ποτέ πριν δεν είχε το πρόσωπο της κυρίας Σωσά τόσο κοντά, διακριτό σε όλες του τις λεπτομέρειες: μπόρεσε να διακρίνει τις κοντές τριχούλες που ξεχώριζαν από το πλέγμα της ξανθιάς, με μια μεταλλική απόχρωση κοκκινωπού, κοτσίδας της που ήταν απλά τυλιγμένη γύρω από το κεφάλι, και μόνο δυο παλάμες χώριζαν το πρόσωπό του από το δικό της με την παράξενη αλλά γι’ αυτόν από τόσο παλιά οικεία διαμόρφωσή του, που τον τραβούσε όσο τίποτε στον κόσμο: μια διαμόρφωση ξένη και γεμάτη χαρακτήρα (γιατί μόνο το ξένο μάς φαίνεται να έχει χαρακτήρα), διαμόρφωση βόρειας εξωτικότητας και μυστηριώδης, που προκαλούσε για διερεύνηση, καθώς τα χαρακτηριστικά και οι αναλογίες της δεν ήταν εύκολο να προσδιοριστούν. Το κυριότερο ήταν η προβολή των υψηλών μήλων του προσώπου: απωθούσαν από το προσκήνιο τα ασυνήθιστα επίπεδα και ασυνήθιστα μακριά το ένα από το άλλο τοποθετημένα μάτια της και τα πίεζαν λίγο σε μια λοξότητα, ενώ ταυτόχρονα ήταν η αιτία για την απαλή κοιλότητα των παρειών, η οποία με τη σειρά της δημιουργούσε έμμεσα τον ελαφρά ανασηκωμένο πλούτο των χειλιών. Ύστερα όμως ήταν ακριβώς τα μάτια τα ίδια, εκείνα τα στενά και (έτσι τα έβλεπε ο Χανς Κάστορπ) απλώς μαγευτικά σχηματισμένα τσερκέζικα μάτια, των οποίων το χρώμα ήταν το γκρίζο-μπλε ή μπλε-γκρίζο μακρινών βουνών και τα οποία πότε-πότε, σε ένα συγκεκριμένο πλάγιο κοίταγμα, που σκοπός του δεν ήταν η όραση, μπορούσαν και σκοτείνιαζαν με γλυκύ τρόπο τελείως σε ένα θολό-νυκτώδες βλέμμα – τα μάτια της Κλάβντιας, που τον είχαν κοιτάξει αδιάκριτα και κάπως σκοτεινά από πολύ κοντά και που έμοιαζαν σε θέση, χρώμα, έκφραση, τόσο έντονα και τρομακτικά με εκείνα του Πσίμπισλαβ Χίππε!
Thomas Mann, Το μαγικό βουνό, μτφρ.: Θόδωρος Παρασκευόπουλος, σελ. 242-243. 1ος τόμος Εξάντας 1995.
Kαλά έκανες κι ήρθες, λέω στη Μαρί, την κόρη της παραμάνας. Παλιότερα η μητέρα μου δεν άφηνε ποτέ να έρχεται σπίτι μας, αλλά σήμερα, όταν μπαίνω στο δωμάτιό μου, είν’ όρθια στο παράθυρο και βλέπει πέρα στο βουνό. Εγώ βλέπω τη Μαρί, και βλέπω μέσα από ’κείνη το βουνό, και το βουνό που πάντα το κούφωμα του παραθύρου του ήτανε στενό, τώρα χωράει στο σώμα της Μαρί. Τραβάω για ’κείνη μια καρέκλα στο τραπέζι, για να καθίσει μαζί μου, πάνω στο τραπέζι είναι ήδη ένα πιάτο με γλυκό. Μου το έφερε η παραδουλεύτρα σας, λέει η Μαρί. Αλλά δεν είναι και τόσο απλό για μένα να τρώω, λέει, και μόλις τώρα, όταν γυρίζει, βλέπω εγώ ότι δεν έχει πια χέρια, ακριβώς πάνω απ’ τον καρπό τής τα ’χουνε κόψει. Η Μαρί κάθεται δίπλα μου και κρύβει τα λειψά χέρια της στα πόδια της, λες και πρέπει να ντρέπεται γι’ αυτά. Δεν ξέρω αν το κουτί παπουτσιών με τα χέρια έπεσε στο χορτάρι ή μέσα στα λουλούδια, λέει. Όταν πάω να τη χαϊδέψω στο κεφάλι υπάρχει μόνο αέρας.
Τζέννυ Έρπενμπεκ, Το παιχνίδι με τις λέξεις, μτρφ.: Αλέξανδρος Κυπριώτης, Σελ. 80-81, Εκδόσεις Ίνδικτος, 2008.
Τις βροχερές μέρες δεν τις αντέχω. Όχι για τη σκοτεινιά ή την υγρασία – αυτά δεν με πειράζουν. Απλώς πρέπει να περνάω τον περισσότερο καιρό στο σπίτι, να μη βραχεί η στολή και τα ρούχα μου. Όχι, η ομπρέλα δεν μου φτάνει. Αν βραχεί το πρόσωπο, τα μαλλιά ή τα χέρια μου, παρότι είμαι αδιάβροχη είναι δύσκολο να βεβαιωθώ πως δεν χάλασε κάτι στην εμφάνισή μου.
Μια φορά περπατούσα στο δρόμο και ο αέρας μου σήκωσε την περούκα. Τραγική στιγμή. Οι περαστικοί έκαναν πέρα, τρόμαξαν. Λες και έβλεπαν κροκόδειλο που ξέφυγε από το τσίρκο. Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί – τέτοιο ρεζιλίκι. Κανονικά κάτι τέτοια θα έπρεπε να τα βλέπω ως υποθέσεις ρουτίνας, είμαι όμως καινούριος στο χώρο και δεν έχω προσαρμοστεί. Σιγά σιγά θα συνηθίσω.
Άρχισα να μεταμφιέζομαι εδώ και δυο μήνες. Όταν φοράω το ολόσωμο δεύτερο δέρμα μου και νιώθω το πλαστικό να κολλάει πάνω μου, είμαι ευτυχισμένος. Το πλαστικό είναι αχόρταγο, αγκαλιάζει σφιχτά το ανθρώπινο δέρμα. Τα πρόσθετα στήθη μου τα αγαπώ, τις καμπύλες μου το ίδιο. Όνομα και πρόσωπο δεν αλλάζω συχνά, προσπαθώ να διατηρώ σταθερή τη γυναικεία ταυτότητά μου. Περούκες έχω κάμποσες, με διάφορα χτενίσματα και αποχρώσεις. Κοσμήματα δεν φοράω ποτέ, προτιμώ η εμφάνισή μου να είναι λιτή και μετρημένη. Να έχει ένα κάποιο class. Δεν νιώθω εγκλωβισμένος μέσα στην πανοπλία μου. Όχι. Είναι το προστατευτικό μου πέπλο που με θωρακίζει απέναντι στον κόσμο. Το θερμότερο καταφύγιό μου. Μόνο με τη μάσκα μου αισθάνομαι πως τολμώ να δείχνω στους άλλους το πραγματικό μου πρόσωπο. Μόνο με την ολόσωμη στολή μου. Κάθε άνθρωπος έχει μια άμυνα που προτιμά. Που είναι η αγαπημένη του. Τον κλείνει μέσα της και τον στηρίζει. Τον εμποδίζει να διαλυθεί σε χίλια κομμάτια και να καταρρεύσει μπροστά στους άλλους. Όταν σπας το πόδι σου δεν στο βάζουν σε γύψο; Έτσι κι εγώ, όταν νιώθω τσακισμένος, ευάλωτος και μόνος μου, μπαίνω μέσα στο σιλικονένιο μου κορμί και τίποτε δεν μπορεί να με βλάψει. Ησυχάζω.
Είμαι πολύ τρυφερός άνθρωπος, κουράζομαι εύκολα. Κατά καιρούς έχω ανάγκη από λίγη ξεκούραση απέναντι στα βλέμματα των άλλων. Και όχι μόνο. Πότε πότε έχω ανάγκη να με βλέπουν διαφορετικά, είναι λίγο σαν παιχνίδι. Όσα καλύπτει και ταυτόχρονα όσα αποκαλύπτει η στολή μου μού είναι αδύνατον να τα συζητήσω ανοιχτά. Έτσι βρίσκω έναν τρόπο να τα εκφράζω χωρίς καν να χρειαστεί να μιλήσω γι’ αυτά, και αυτό με λυτρώνει. Ελάχιστοι άνθρωποι με καταλαβαίνουν. Οι υπόλοιποι με λοιδορούν. Δεν με πειράζει.
Απόψε θα φορέσω την κόκκινη περούκα μου, το μακρύ μαύρο φουστάνι και τις γόβες μου, και θα βγω βόλτα στην κρεαταγορά. Στα σφαγεία, το μικρό κουκλόσπιτό μου. Ανάμεσα στα σφαχτάρια που κρέμονται στα τσιγκέλια των χασάπηδων νιώθω πάντοτε ποιητικά. Είναι ρομαντική εικόνα. Αραιά και πού μπορεί μέχρι και να κλάψω στη θέα τους. Από συγκίνηση, συμπόνια κι ευτυχία.
Ευτυχώς η μάσκα δεν αφήνει τα δάκρυα να φανούν, με καλύπτει. Για τους κρεατέμπορους και τις νοικοκυρές που ψωνίζουν μπριζόλες και εντόσθια είμαι απλώς μια κινητή παράσταση. «Darling, you’ re a freaky moving installation», μου είχε πετάξει κάποτε ένας αγγλομαθής πελάτης και είχε γελάσει πολύ. Ακόμα θυμάμαι το φθαρμένο σμάλτο των δοντιών του.
Μόνο τα κατακρεουργημένα ζώα με εμποδίζουν να νιώθω μοναξιά. Ακούγεται διαστροφικό, όμως έχει μια πολύ συγκινητική τρυφερότητα αυτή η σχέση. Σχεδόν ερωτική, με τη θεολογική έννοια του όρου. Φταίει που πολύ συχνά δεν φοβάμαι να παραδεχτώ πως βρίσκομαι στην ίδια μοίρα μαζί τους.