
.
Χτυπά μεσάνυχτα η πόρτα του στάβλου της
Και μπαίνει αποφασισμένος
σε θέλω της είπε και της πρόσφερε
ανθοδέσμη από τριφύλλι
η αγελάδα ξαφνιάστηκε
μισό λεπτό καθίστε ψέλλισε
κι έσπευσε στο λουτρό κολακευμένη
για να βάλει λίγο κραγιόν
αμέσως έπειτα τον άκουσε να λέει
λόγια τρυφερά και παθιασμένα
για την ξεχωριστή περπατησιά της
το συνεσταλμένο βλέμμα της
για το χνότο της που ονειρευόταν μήνες
να τον ζεσταίνει τις νύχτες του χειμώνα
της εξομολογήθηκε πως γούσταρε
ν’ αρμέγει με το στόμα τα μαστάρια της
πως λύσσαγε να γλείφει σαν λουκούμι
τα πλούσια πισινά και τα λαγόνια της
ή να ρουφάει από τα πόδια της το κότσι
προς τα χαράματα την είχε καταφέρει
έπεσαν και παλέψανε άγρια στον αχυρώνα
λιγωμένη εκείνη από τη γλύκα της γλώσσας
σε λίγο ένιωσε μέσα της το μόριό του
μαχαίρι ακονισμένο να τρυγάει τα σωθικά του
να την κόβει αλύπητα ως το κόκαλο
όταν ξημέρωσε κρεμόταν κομματισμένη
στη βιτρίνα του κρεοπωλείου
και στο βάθος του αίματός της
άκουγε τον Χασάπη να την κολακεύει ακόμη
στους λιμασμένους του πελάτες.
Στάθης Κουτσούνης, Ενόραμα, από τη συλλογή Παραλλαγές του μαύρου, Δελφίνι 1998
Από την ανθολογία Δαίδαλος της Εταιρείας Συγγραφέων, 2016
Πίνακας: Βασίλης Πέρρος