RSS

Monthly Archives: December 2016

Eιρήνη Ιωαννίδου, Έδεσμα

.

Αν είχε εσοχή θα μπορούσε
να είναι καταφύγιο
Δεν έχει όμως
Μόνο ένα αμύγδαλο στη μέση

Θα γίνει μάχη τώρα ποιος θα ᾽χει μερίδιο
Όποιος έχει μεγαλύτερο διασκελισμό
όποιος έχει μεγαλύτερο εκτόπισμα
όποιος ποθεί περισσότερο
και χωθεί μες στο τεράστιο στόμα
με τα καραμελωμένα τείχη

Και όταν κάποτε ανοίξει τα μάτια, τι;


Πάλι μόνο
ζάχαρη


Eιρήνη Ιωαννίδου, από τη συλλογή Σώμα Δρομολόγιο, Εκδόσεις Σαιξπηρικόν, 2016

Artwork: Vladmir Fedotko

.

 

 

Nίκος Σταμπάκης, Από τη ρουλέτα των πόλων

.

Δεν τηρώ πια γιορτές, σάρκινες τελετές μαύρο αίμα μυρίζουν
Δεν σημαίνουν οι λέξεις παρεκτός με πυρσούς φυτευτούς στις οπές τους
Η οθόνη χρυσόχαρτο τυλιγμένη γροθιά κι απλωμένη ξανά
Είναι κόκκινοι, κόκκινοι, Οκτώβρης, Δεκέμβρης, λεκιασμένοι με μαύρο
Κι ίσως, ναι, βυσσινί, σαν γλυκό ροδοζάχαρη απιθωμένο στης κοιλιάς το υγρό στρώμα

στην κοιλιά, μες στη μήτρα βαθιά, χαραγμένη σκηνή – μια δεξίωση
με θερμόχρωμες σφαίρες, με πόθους, με πούλιες στους γυμνούς ώμους της οικοδέσποινας
με ανταλλαγές ευχών για ευτυχές νέον έτος –ποιο έτος;– δεν σε μέλλει ποσώς –επανάληψη λέξεων και κινήσεων
κυκλικά, όπως τα χέρια πιασμένα στη μεταμεσονύχτια σεάνς
ως εκπνέει του Δεκέμβρη το ύστατο τσιμπούκι και μασάνε οι καλικαντζάροι τα μακριά κατακίτρινα νύχια τους
το τραπέζι χτυπά, μια φορά, δυο φορές, συγκρατημένη έξαψη – ποιος είναι;
ποιος βαρά; ποιος βροντά; ποια η στίξη του κύκλου; η αύρα της εγκοπής;
τι επίμονο ποδαρικό! ποιος στέκει στο κατώφλι, ποιος πατάει εμπλοκή;
δεν θα πει τ’ όνομά του – είναι ο θάνατος που περνά δίχως επισκεπτήριο
ελαφρά αναστάτωση– μα τα φώτα ανάβουν, τα λικέρ αφθονούν
διασκέδαση των εντυπώσεων – είμαστε όλοι εδώ, θα ξαναείμαστε
όλοι πάλι του χρόνου, ένας πάνω, ένας κάτω, ίσως λίγο
πιο στοχαστικοί, πιο αβέβαιοι, αλλ’ ο χρόνος κυλά
τόσο αργά, τόσο αργά κι ανεπαίσθητα, που ακόμη
κι η επανάληψη μοιάζει πιότερο χασμουρητό
παρά γίγνεσθαι αλήθεια αισθητό
όπως μες στο σκοτάδι ιδιωτικής
αίθουσας προβολής απαστράπτει
δίχως λόγο μια φλόγα σαν σπίρτο
κι όπως σβήνει με ασθενή εκπνοή
στην οθόνη αχνοφέγγει
μια παμπάλαιη ακτή
κατσιασμένη
ασπρόμαυρη
ίσα ίσα ορατή
όπου αργά δίχως ήχο
ξεπροβάλλει μέσ’ απ’
το νερό ένα τσούρμο
αστών κυριών
με παπιόν
κρινολίνα
μουστάκια
με βλέμμα
ταλαίπωρο
βγαίνοντας
στην παραλία
τραβώντας αδιάφορα
κάτι –λέει– σάπια δίχτυα
από τόσο παλιά να σου γνέφουν
–ή έτσι θαρρείς– δίχως να σε κοιτάνε
με τα ήδη σβησμένα τα τόσο παλιοκαιρινά
καρβουνίσια τους βλέμματα – κι ωστόσο η θάλασσα
είναι η ίδια που στην αυγή της ζωής σου πρωτογνώρισες
τα βότσαλα, η άμμος, ατάραχα στο βήμα της αλλόκοτης
αυτής συντροφιάς που οδεύει προς το αθέατο βάθος
και τα φώτα ανάβουν ξανά και βρίσκεσαι ανάμεσα
στην ίδια αυτή συντροφιά, τώρα με έντονο χρώμα
δεν διακρίνεις τα λόγια τους, θες μόνο να φύγεις
μα σε καθηλώνει η επιτακτική φωνή της κυρίας
–αυτής με τους γυμνούς ώμους, τις πούλιες–
που επαναλαμβάνει μιαν επίμονη ευχή
καλή μας χρονιά –ποια χρονιά; ποια
χρονιά; – ψιθυρίζεις ενώ ξεγλιστράς
μες από τη σήραγγα σαν φλέμα
κατακρατηθέν για δευτερόλεπτα
που εντέλει ξεσπά φιλαράκο
βίαιο κι ακράτητο πάνω
στης ασφάλτου
τον μαύρο
τον ντάκο

.


Nίκος Σταμπάκης,  Από τη ρουλέτα των πόλων, απόσπασμα, Dip generation, Θράκα, 2016

Artwork: Ray Caesar

 

 

Στέλλα Δούμου, Χιονάτη στο Πικαντίλυ

Μια Χιονάτη τριγυρνά γυμνή στο Πικαντίλυ. Tο δέρμα της είναι θαμπό και γκρίζο απ’ το κρύο, τα μαλλιά της κουρτίνες από βραδινό πάγο• κάποτε κουλουριάζεται σε μια ελεεινή γωνιά, κανείς δεν την προσέχει. Κρατά στα χέρια της το μικρότερο παιδί του κόσμου. Είναι πεθαμένο. To στόμα του νιφάδα άλιωτη.
«Πέθανε το μικρότερο παιδί του κόσμου», είπε κάποιος, και το έδειξε. Κι έριξε μια πένα δίπλα στην γυναίκα. «Ήταν πολύ μικρό», είπε άλλος, «γι’ αυτό…» κι άφησε ένα ζεστό ρόφημα. «Θα έπρεπε να το φροντίζουν καλύτερα», είπε βλοσυρά ένας τρίτος, κι έριξε ένα δεμάτι εφημερίδες. Και φύγανε. Για τα ζεστά κονάκια τους. Συμβαίνουν Χριστούγεννα κι όλοι παπαγαλίζουν λέξεις που καίνε: «αγάπη, χαρά κι ευλογία στα σπίτια σας!»
Στο Πικαντίλυ μια φυσαρμόνικα ακούστηκε σε κοφτερό σι κόβοντας τα γόνατα της νύχτας. Στο μετρό κάποιος έδεσε στις ράγιες τη γυναίκα του, φεύγοντας ούρλιαξε: «μου αρέσει το φουαγκρά, διάολε!» Στην αγορά τα ξύγκια δίναν και παίρναν. Άλογα με μανσέτες επιδεικνύονταν στις γυαλισμένες λεωφόρους. Εύχυμα παράθυρα που έσταζαν λάμψεις. Πουλερικά φουσκωμένα με ζαχαρωτά, εντόσθια και γλυκάνισο, κι ασφαλώς δεν είναι δύσκολο να βρει κανείς ποτά και ηδύποτα και μελωμένα χρυσαφιά βεγγαλικά τ’ ουρανίσκου κι άλλα πολλά. Και δάση από Χριστούγεννα, μήλα, μούρα, σμέουρα και φραγκοστάφυλα, καρπούς ζεστούς, ολοζώντανους, μα η Χιονάτη γυμνή στο Πικαντίλυ κρατά στα χέρια της το μικρότερο παιδί του κόσμου. Μια πεθαμένη νιφάδα.Στέλλα Δούμου,

Στέλλα Δούμου, Χιονάτη στο Πικαντίλυ, Dip Generation, Θράκα 2016

Artwork: Ray Caesar

 

Γιώργος Σπανός, Κάθε κλαδάκι και κλάδος ζωής

.

Βρίσκονται τρόποι να καείς
να ξεφτίσεις
προτού στολιστείς
φωταγωγημένο εικονογραφημένο
να θυμηθείς λευκά αχνιστά
τα Χριστούγεννα για την πάρτη σου

μια στέγη στο Σύνταγμα,
ανάδια στο παλάτι,
δεντράκι ξένο

Γιώργος Σπανός, Κάθε κλαδάκι και κλάδος ζωής από τη συλλογή Προσφυγή, Γαβριηλίδης 2015

Artwork: Sarolta Ban

 

Χριστόφορος Λιοντάκης, Ο ρόλος

6

Για πέντε χρόνια μισθοφόρος
συμφωνείς χωρίς να συμφωνείς·
θα προτιμούσες να κυβερνάς πορνείο.
Στο μικρό σου δάχτυλο
λευκό μεγάλο νύχι
στάζει ξυλοδαρμούς·
το γκρίζο σου με το πολύχρωμό τους
δε γίνεται να το ανταλλάξεις.
Κλέβοντας τον ίλιγγο
ξεπλένεις τη συμμετοχή σου
και σπέρματα παλίμψηστα ξενοδοχείου.

Χριστόφορος Λιοντάκης, Ο ρόλος, από τη συλλογή Ο Μινώταυρος μετακομίζει (Ο χάνδαξ), Ποιήματα 1982-2010, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015

Πίνακας: Felix Vallotton

 

Βιρτζίνια Γουλφ, Στο φάρο

Οχτώ κεριά είχαν τοποθετηθεί πάνω στο τραπέζι, και μετά το πρώτο τρέμισμα οι φλόγες έστεκαν όρθιες τώρα και φώτιζαν ολόκληρο το τραπέζι και στο μέσον του μια κίτρινη και βυσσινιά φρουτιέρα. Τι τους έκανε άραγε; αναρωτήθηκε η κα Ράμζυ, γιατί η διάταξη των φρούτων που είχε κάνει η Ρόουζ, τα σταφύλια και τ’ αχλάδια και η κεράτινη αχιβάδα με τις ρόδινες ραβδώσεις, κι οι μπανάνες, της θύμισαν θησαυρό που ανελκύσθηκες απ’ το βυθό της θάλασσας, το συμπόσιο του Ποσειδώνα, το τσαμπί με τα κλαματόφυλλα που ’χει στον ώμο του ο Βάκχος σε κάποιον πίνακα, ανάμεσα σε δορές λεοπαρδάλων και δάδες με φιδίσιες φλόγες, κόκκινες και χρυσαφιές… Φωτισμένη έτσι ξαφνικά η φρουτιέρα φάνταζε μεγάλη σε μέγεθος και βάθος, σαν κόσμος όπου μπορείς να πάρεις το ραβδί σου και ν’ ανέβεις βουνά, σκέφτηκε, και να κατέβεις λαγκάδια, και χάρηκε τους ένωσε στιγμιαία το θέαμα που είδε πως και ο Αύγουστος απολάμβανε με τα μάτια τη φρουτιέρα, βυθιζόταν, έκοβε ένα λουλούδι εδώ, μια φούντα εκεί, και γύριζε μετά την ευωχία στην κυψέλη του. Μ’ αυτόν τον τρόπο κοίταζε, διαφορετικά απ’ αυτήν. Αλλά αυτό τους ένωνε.


Βιρτζίνια Γουλφ, Στο φάρο, σελ. 109, μτφρ.: Άρης Μπερλής, Εκδόσεις ύψιλον, 1995

Πίνακας: Caravaggio

 

Φ. Μ. Ντοστογιέφσκι, Το όνειρο ενός γελοίου

Έμαθαν τη θλίψη και αγάπησαν τη θλίψη• αναζήτησαν τον πόνο και είπαν ότι η αλήθεια δεν κατακτάται παρά μέσα από τον πόνο. Και η επιστήμη έκανε κι αυτή την εμφάνισή της. Αφού έγιναν κακοί βάλθηκαν να μιλούν τότε για αδελφότητα και ανθρωπισμό και τότε άρχισαν να καταλαβαίνουν αυτές τις ιδέες. Αφού έγιναν εγκληματίες, επινόησαν τη δικαιοσύνη και συνέταξαν πλήρεις κώδικες για να τη διατηρήσουν• ύστερα, για να εξασφαλίσουν την τήρησή του, θέσπισαν τη λαιμητόμο. Δεν τους έμενε πια παρά ένα αόριστο συναίσθημα γι’ αυτό που έχασαν και μάλιστα δεν ήθελαν να το πιστέψουν, πως κάποτε ήταν αθώοι και ευτυχισμένοι. Δεν έπαυαν να χλευάζουν τη δυνατότητα της παλιάς ευτυχίας, που την ονόμαζαν όνειρο. Δεν μπορούσαν ούτε καν να την αναπαραστήσουν με τρόπο αισθητό ή με εικόνες, κι ωστόσο, πράγμα παράδοξο και θαυμαστό, ενώ είχαν χάσει την πίστη τους στην παλιά τους ευτυχία, ενώ την ονόμαζαν παραμύθι για παιδιά, τόση μεγάλη ήταν η επιθυμία τους να ξαναγίνουν αθώοι και ευτυχισμένοι που προσκύνησαν τους πόθους της καρδιάς τους, έχτισαν ναούς και απηύθυναν προσευχές στην ιδέα τους, στην «επιθυμία» τους, ξέροντας ότι είναι για πάντα απραγματοποίητη, αλλά χωρίς να πάψουν να τη λατρεύουν με προσευχές και με δάκρυα. Παρ’ όλα αυτά, αν τους ήταν δυνατό να ξαναγυρίσουν σ’ αυτή την κατάσταση της αθωότητας και της χαμένης ευτυχίας και ξαφνικά τούς το έκαναν αυτό αισθητό ρωτώντας τους αν αληθινά ήθελαν να ξαναγυρίσουν εκεί, αναμφίβολα θα αρνιόντουσαν.


Φ. Μ. Ντοστογιέφσκι, Το όνειρο ενός γελοίου, μτφρ. Σωτήρης Γουνελάς, σ. 50-51, Εκδόσεις Αρμός, 1996

Πίνακας: Siegfried Zademack

 

Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Ιστορία

Μεγαλύτερη μεταβολή υπέστη, βέβαια ο Ζερβός. Η σφαίρα του μάνλιχερ, με το οποίο πυροβολήθηκε, όσο γυαλισμένη και λαδωμένη να ήταν από τον Δίκαιο, όσο μικρή τρύπα και να προξένησε αρχικά, διαπέρασε το δέρμα με ορμή και, αφού τρύπησε το στομάχι και διέρρηξε όργανα βασικά, που βοηθούν την πέψη και στη συνέχεια την αφόδευση, βγήκε δημιουργώντας μεγαλύτερη οπή από την πλάτη χαμηλά, συντρίβοντας μάλιστα δύο σπονδύλους. Με τη συνεχή και πολύωρη αιμορραγία και τη διαρροή των οξέων, ο άνθρωπος στέγνωσε και η ψυχή του που, όπως λέγεται, ομοιάζει με πεταλούδα μεταξιού, και κατοικεί λίγο υψηλότερα στο διάφραγμα, έπεσε και πνίγηκε στα ακίνητα υγρά, στο πηχτό αίμα και στη χολή. Ό,τι ζωντανό βρήκε ο Γρηγόρης το πρωί του φόνου να περιφέρεται γύρω από το σώμα του Ζερβού ήταν κάμποσες μύγες, αυτές που γεννιούνται από το θάνατο του ανθρώπου. Στο ρουθούνι, όμως, του σκοτωμένου ήταν ψοφισμένη μια μαύρη μύγα, μικρή, με φτερά μεγάλα, που ζει και κινείται μέσα στο αίμα των ζωντανών, άλλά, όταν χυθεί το αίμα, ξεραίνεται κι αυτή και τελειώνει.

Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Ιστορία, σελ. 12-13, εκδόσεις Κέδρος, 1982

Πίνακας: Volkert Olij

 

Δήμητρα Χριστοδούλου, Χριστούγεννα

-tetheredfulcrum

.

Ο πατέρας μου χτυπάει τα χέρια στον αέρα:
Ένα κακό πουλί τον τυραννά.
Η μητέρα μου τυλίγεται με στάχτη:
Θέλει να μην την γνωρίσουν οι Άλλες,
Αυτές με τα κουρέλια στα μάτια.
Η αδελφή μου έχει τόσο ψηλώσει,
Που δεν την χωράει το δέρμα της.
Σφίγγει τα σωθικά της επάνω της.
Ο αδελφός μου κρύβει τη γυναίκα του
Μέσα σ’ ένα βρεγμένο σεντόνι.
«Σουτ!», γνέφει με το δάχτυλο, «σουτ!
Θα ξυπνήσετε το μωρό-εαυτό της.»
Ο άντρας μου φυτεύει καγχάζοντας
Τα μανιτάρια στο κρασί.
Θανάσιμος οικοδεσπότης.
Ο γιος μου χτυπάει το πόδι στο πάτωμα.
«Έξω», φωνάζει, «έξω όλοι!
Θ’ ανάψω τις οχτάχρονες φράουλες!»
Μια εδώ, μια εκεί περιφέρομαι
Σερβίροντας κακοψημένους στίχους.
Όλοι αποστρέφουν το πρόσωπο.

Στρέφω κρυφά ένα βλέμμα γάτας στο παράθυρο
Κι αρχίζει η βροχή που φαντάζομαι.
Τίποτε άλλο, μόνο αυτήν ακούω
Που με πλένει από την αρχή τού κόσμου.

Δήμητρα Χριστοδούλου, από τη συλλογή Λιμός, Νεφέλη 2007

Πίνακας: Steven Kenny

 

 

Δημήτρης Καρακίτσος, Η γάτα Ραμαζάν την οποία μνημόνευσε σε ποίημα ο Γιώργος Σεφέρης

.

Συνάντησα τους μάντεις φίλους μου
Σε καφενείο πλησίον της πλατείας Συντάγματος.

Έπιναν και συζητούσαν κι είχαν μια χαλύβδινη Ράβδο
Να μουρμουρίζει τα μελλούμενα του τόπου.

(Αν θαρρείς συνδιαλέγομαι με τα τωρινά)
Θεώρησα τρελή προσπάθεια σ’ εμένα, και το χτες και το αύριο.

Να παίρνω αποφάσεις για το πώς και το είθισται του κόσμου.

Ο κόσμος των ταξιδιών μου είναι πλατύς
Ο κόσμος των ποιητών είναι μετρημένος – ενίοτε χωλαίνει.

Ω Ραμαζάν, δε συνειδητοποιείς
Το γυμνό της εποχής, και τα κορμιά τους που πληγιάσανε.

Ούτε ότι οι θεοί θά ’ρθουν ποτέ
Για αυτά που καθόμαστε και γράφουμε.

Δημήτρης Καρακίτσος, από τη συλλογή Οι γάτες του ποιητή Δ. Ι. Αντωνίου, σελ. 21, Το Ροδακιό, 2012

Πίνακας: Gurbuz Dogan Eksioglu