RSS

Category Archives: Ευσταθία Ματζαρίδου

Ευσταθία Ματζαρίδου, Φτερά στο τσιμέντο

Όταν πνίγομαι, λοιπόν, από την κατάσταση της ανελευθερίας μου, ονειρεύομαι ότι είμαι μια τσιγγάνα, μια απ’ αυτές τις τσιγγάνες που μου περιγράφει η Στάνκα ότι κατέκλυζαν το χωριό της κι όλα τα γύρω τους χωριά, αλλά και τα όνειρα της. Εμφανίζονταν, λέει, στο χωριό ένα τσούρμο τσιγγάνες κι έπαιρναν σβάρνα τις γειτονιές και τα σπίτια ένα ένα, μπούκαραν στις ορθάνοιχτες αυλές, χτυπούσαν πορτοπαράθυρα, κι αν ήταν ανοιχτά, έμπαιναν μέσα στο σπίτι, αθόρυβα σχεδόν, γίνονταν αισθητές μόνο από τα βραχιόλια τους και τα κολιέ τους κι από το σούρσιμο των φουστανιών τους, που σκάλωναν κάπου και σκιάζονταν τότε οι νοικοκυρές και τις έδιωχναν, όπως έδιωχναν καμιά απρόσκλητη γάτα που είχε ανακαλύψει κάποιον μεζέ και τον γευόταν, μα πιο πολύ αγριεύονταν τα παιδιά, λέει, γιατί οι μάνες τους τα τρομοκρατούσαν ότι θα τα πάρουν μαζί τους οι τσιγγάνες, κυρίως σε φάσεις αταξίας αυτή ήταν η μόνιμη απειλή.

Οι τσιγγάνες εμφανίζονταν κυρίως μετά το Πάσχα, για να μαζέψουν τα μπαγιάτικα τσουρέκια και τα εναπομείναντα πασχαλινά αυγά, που κατά κανόνα οι νοικοκυρές τα έριχναν στις κότες, ή επίσης και στα μεγάλα Ψυχοσάββατα έτρεχαν σαν τα κοράκια στα νεκροταφεία, ποντάροντας στη γενναιοδωρία των χαροκαμένων. Αυτές οι τσιγγάνες ήταν, λέει, όλες όμορφες κι έσφυζαν από υγεία και ακμαιότητα, με κορμιά λυγερά, μάτια αστραφτερά, μαλλιά κορακί, χυτά και πλούσια και στήθια ζουμερά, απ’ όπου κρέμονταν πάντα παιδιά, και φωνές και χαμόγελα που αντηχούσαν στις γειτονιές και τους δρόμους σαν καμπάνες γιορτινές. Αυτή όμως ζούσε από μικρή με τον φόβο ότι θα την πάρουν, ένας φόβος ανεξήγητος, σκέφτομαι, γιατί, αν ήταν, όπως μου τις περιγράφει, εγώ θα επιθυμούσα να με πάρουν, να με περιφέρουν από χωριό σε χωριό κι από χώρα σε χώρα και να με μπολιάσουν με την υγεία τους και την ομορφιά τους…

Ναι, αν ήμουν μια τσιγγάνα, αν είχα γεννηθεί από τσιγγάνους γονείς θα ήμουν ένα υγιές και όμορφο πλάσμα, μια λυγερόκορμη με μαλλιά που θα κάλυπταν τη μέση μου και τα οπίσθιά μου, που θα χόρευα και θα τραγουδούσα. Τους τσιγγάνους τους φαντάζομαι σταθερά χαρούμενους και σταθερά ερωτευμένους και γι’ αυτό πιστεύω ότι έχουν μόνο υγιή μέλη, ότι δεν υπάρχουν σακατεμένοι και άρρωστοι στους κόλπους αυτής της ελκυστικά αλλόκοτης κοινωνίας. Αλλά ακόμα κι αν ήμουν με καρότσι και με μπαστούνια ανάμεσα τους θα ήμουν μια ευτυχισμένη τσιγγάνα, και όχι μια ανάπηρη, δεν θα υπερτερούσε η αναπηρία μου της καταγωγής μου, θα με έβαφαν και θα με στόλιζαν με μαντίλες πολύχρωμες και δαχτυλίδια και σκουλαρίκια και θα είχα μπόλικο κοκκινάδι στα χείλη και στα μάγουλα και στα μάτια και στα νύχια, θα ήμουν μια πολύχρωμη στολισμένη τσιγγάνα κι όχι πια μια σακατεμένη, η ανημποριά μου και η αναπηρία μου θα είχαν αφανιστεί και θα με περιέφεραν τσούρμο παιδιά με το καρότσι, από σκηνή σε σκηνή κι από άμαξα σε άμαξα, θα έπαιρνα μέρος σε πανηγύρια και γιορτές κι από το πρωί ως το βράδυ θα τραγουδούσα και θα λικνιζόμουν, ναι, θα λικνιζόμουν ακόμα και στο καρότσι μου, ο ρυθμός των τραγουδιών τους θα είχε κάνει το καρότσι μου ένα ρυθμικό καρότσι και θα έπαιρνε μπρος σαν κουρδισμένο, θα ήμουν ανάμεσά τους βαμμένη και στολισμένη ένα γιορτινό κουρδισμένο χριστουγεννιάτικο στολίδι που όλοι θα το καμάρωναν. Έτσι, εύχομαι να χτυπήσει το κουδούνι και να είναι οι τσιγγάνες και να με απαγάγουν, από τότε που μου εκμυστηρεύτηκε τους φόβους της η Στάνκα αυτό έγινε το καινούργιο μου όνειρο, η απαγωγή από τσιγγάνες, κι όταν περνούν οι μέρες και δεν χτυπούν τα κουδούνια, όχι μόνο οι τσιγγάνες αλλά και κανένας άλλος, γιατί δεν υπάρχουν επισκέπτες, και οι γονείς μου που μπαινοβγαίνουν ή έχουν τα δικά τους κλειδιά ή επιστρέφουν ώρες συγκεκριμένες, τότε η καρδιά μου σφίγγεται, όταν πλησιάζει η ώρα της επιστροφής τους και έχει η προσδοκία μου για απαγωγή παντελώς διαψευστεί, τότε το κουδούνι γίνεται ο δικός μου εφιάλτης ότι θα παραμείνω για πάντα σακατεμένη κι ακινητοποιημένη σ’ αυτό το σπίτι, μια ζωντανή νεκρή.  Για παρηγοριά τότε συχνά ανοίγω τον υπολογιστή, πιάνω το ποντίκι κι αρχίζω και σχεδιάζω ένα τσιγγάνικο κάρο, ένα σύγχρονο τσιγγάνικο κάρο, ένα τροχόσπιτο αστραφτερό και ολοκαίνουργιο, βαμμένο σε χρώμα κίτρινο καναρινί, τονισμένο με πράσινο χρώμα και με κόκκινες ρόδες. Και χωρίς κουρτίνες, οπωσδήποτε χωρίς κουρτίνες. Ένα τροχόσπιτο-παπαγάλο που δεν θα θυμίζει σε τίποτε πια το δικό μου άχρωμο, σκοτεινό, αθόρυβο σπίτι, ένα τροχόσπιτο που θα με περιφέρει σε αγρούς και σε λιβάδια, σε κάμπους, σε χωριά, σε πόλεις και πολιτείες! Σήμερα εδώ, αύριο εκεί! Ένα τροχόσπιτο μαγικό! Όλος ο κόσμος μπρος στα πόδια μου, στα σακατεμένα πόδια μου, κι ένας ορίζοντας που διαρκώς θα αλλάζει!

Ευσταθία Ματζαρίδου, Φτερά στο τσιμέντο, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Περισπωμένη, 2021

 

Ευσταθία Ματζαρίδου, Τα ρούχα

Τα παπούτσια σου

…Ο σκοπός του ταξιδιού μας στο Λονδίνο δεν ήταν, λοιπόν, τα μουσεία και τα παλάτια αλλά η κατασκευή εκείνων των παπουτσιών. Ένα εργαστήριο παπουτσιών για λόρδους, όλο το μαγαζί εξωτερικά έδινε την εντύπωση ότι ήταν από καλογυαλισμένο, λουστραρισμένο δέρμα, ένα βαθύ σοκολατί δέρμα, περβάζια, κάσες παραθύρων, εξώπορτα, πόμολα, όπως και τα μαλλιά των τεχνιτών ή οι αντίστοιχες φαλάκρες τους ήταν όλα γυαλισμένα, είχαν όλα λουστραριστεί για να διαφημίσουν το προϊόν τους, καθόμασταν σε δερμάτινες αγγλικές πολυθρόνες, επίσημοι καλεσμένοι για τσάι, οι υπάλληλοι πηγαινοέρχονταν αθόρυβα, παχιά περσικά χαλιά απορροφούσαν πατημασιές από βαριά παπούτσια,  το κατάστημα διακριτικά φωτισμένο, για να τονίζεται η γυαλάδα των παπουτσιών, ο πρώτος υπάλληλος, δεν θα μπορούσα να πω τεχνίτης, δεν ταιριάζει σε έναν γραβατοφορεμένο, ο πρώτος σε συνόδεψε να διαλέξεις τα καλαπόδι, ο δεύτερος έπιασε το πόδι σου με ευλάβεια και πήρε τις διαστάσεις του, φάρδος κουντεπιέ, δαχτύλων και αστραγάλου, ναι, ακόμη και τον αστράγαλό σου μέτρησε και σου έδειχνε ένα ένα τα δέρματα από μοσχάρι κι από κατσίκι κι άλλα εξωτικά δέρματα, και παρέλαυναν τότε από μπροστά μου όλα τα μοσχάρια και τα κατσίκια των παιδικών μου χρόνων, ολόκληροι στάβλοι με μοσχάρια, με τα μουγκρητά τους και τις μυρωδιές τους, κι ο υπάλληλος εμπλούτιζε διαρκώς τις περιγραφές του με πληροφορίες παπουτσιών, ήξερε όλη την ιστορία των παπουτσιών, κι έτσι όπως ήταν στητός κι ανέκφραστος σαν μούμια, είχα την αίσθηση ότι ήταν χιλιάδων ετών κι ότι είχε ζήσει όλη την ιστορία του παπουτσιού, κι όταν είπε για το αρχαιότερο παπούτσι, που ήταν πιθανότητα το μοκασίνι των ινδιάνων (15000 χρόνια πριν), φτιαγμένο από δέρμα και οπλές ζαρκαδιών και φιδιών, εγώ σκέφτηκα τους παππούδες μου, που φορούσαν τσαρούχια από δέρμα γουρουνιών, κι ότι αυτά ήταν ακόμη κρεμασμένα στην αποθήκη του πατρικού μου, χειροποίητα γουρουνίσια τσαρούχια, κρεμασμένα στον τοίχο, και μου ήρθε μια μπόχα αποθήκης με όλα τα πολυκαιρισμένα πράγματα, ανάμειχτη με μυρωδιά ποντικιού και σιτηρών, που δεν είχε καμιά σχέση με τη μυρωδιά του μαγαζιού, κι αναρωτιόμουν τότε πώς εγώ μ’ αυτούς τους προγόνους και μ’ αυτή τη μνήμη των οσμών βρέθηκα στην 9 St Jamess street, σ’ αυτό το μαγαζί, που έλεγες ότι κατασκεύαζε κι ο Λόρδος Βύρωνας τα παπούτσια του, να παρίσταμαι στην κατασκευή των παπουτσιών σου, και ήθελα να τον ρωτήσω, τσαρούχια κάνετε, γουρουνίσια τσαρούχια κάνετε; Κι εκείνα τα παπούτσια, εξαιτίας των πολλών επεξεργασιών του δέρματος, τα παρέλαβες ύστερα από οχτώ εβδομάδες, ολόκληρες οχτώ εβδομάδες, κάποιοι δούλευαν τα δικά σου παπούτσια. Αυτό και μόνο πρέπει να κάνει κάποιον να νιώθει πολύ σπουδαίος. Όπως παλιά οι μοδίστρες έραβαν με τις εβδομάδες τα ρούχα και έδιναν έτσι αξία στο ρούχο και στον κάτοχό του, έτσι και με σένα, αυτά τα χειροποίητα ανέβασαν την αξία σου στα ύψη. Όταν τα φορούσες, οπωσδήποτε δεν περνούσαν απαρατήρητα, αλλά κι όποιος έμπαινε στο σπίτι ρωτούσε πάντα πού είναι τα παπούτσια, τα έβγαζες τότε με προσποιούμενη συστολή κι άρχιζες την ιστορία τους, πώς ακριβώς κατασκευάστηκαν, η εξιστόρηση ποίκιλλε αναλόγως του κοινού, στους κατωτέρους ήσουν ανελέητος, στους ισότιμούς σου μετριόφρων και στους ανωτέρους άνετος, σαν να μπορούσες να παραγγέλνεις κάθε μέρα κι άλλο ζευγάρι, απλώς σου ήταν αρκετό το ένα.

Εγώ μ’ αυτές τις περιγραφές ένιωθα τότε απερίγραπτη ταπείνωση. Είναι ίσως ανόητο, αλλά ντρεπόμουν περισσότερο για τα παπούτσια μου παρά για τις ενδεχόμενες ελλείψεις μου στον τομέα της κουλτούρας. Δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία για την εξυπνάδα μου, είχα πολλές όμως για το παρουσιαστικό μου. Ένιωθα σαν σαλιγκάρι που κουβαλάει μαζί του το σπίτι του, το σπίτι ήταν το πατρικό μου, όπου είχα μεγαλώσει, και μετά το διαμέρισμά μας στις εργατικές, ήταν τα πλακάκια που έλειπαν από το πάτωμα κοντά στο φούρνο, ήταν τα ντουλάπια της κουζίνας, που είχαν φουσκώσει στις άκρες, ήταν η μόνιμη μυρωδιά κουζίνας, τα μικρά κεντημένα από τη μητέρα κάδρα στους τοίχους, η πενιχρή επίπλωση. Ήμουν σίγουρη ότι όλη αυτή την αθλιότητα μπορούσε να τη διαβάσει κανείς στην εξωτερική μου εμφάνιση και κυρίως στα παπούτσια μου, από φτηνό δέρμα ή δερματίνη, που η παραμικρή φθορά τα εξευτέλιζε.

Eυσταθία Ματζαρίδου, Τα ρούχα, μθστρ, Σμίλη 2017

Φωτό:Sarah Jarrett

 

Eυσταθία Ματζαρίδου, Ο αδερφός μου

Ο αδερφός μου ήταν όμορφος, έξυπνος και σπουδαίος. Έτσι έλεγε η μάνα μου. Έπαιρνε και τα γράμματα. Έτσι έλεγαν οι δάσκαλοι. Ήταν νοικοκύρης, καλός σύζυγος, καλός πατέρας και κουβαλητής. Αυτό το έλεγαν όλοι, μα πιο πολύ η γυναίκα μου. Εγώ δίπλα του ήμουν πάντα ένα τίποτα. Πώς είναι αυτό; Δεν μπορώ να σας το περιγράψω. Μπορείτε ίσως να το καταλάβετε, αν σας πω πώς με προσφωνούσε. Από μικρό πάντα, όπου με συναντούσε, μου έλεγε, «κουραμπιέ, ε, κουραμπιέ!»

Πίνακας: Quint Buchholz

 

 

 

Tags:

Ευσταθία Ματζαρίδου, Τα ρούχα

poetry, photography, ink, transistors

[…] Στο σπίτι μου και στην οικογένειά μου δεν είχαμε ποτέ ρολόγια, ρολόγια τοίχου, ρολόγια με κούκους, ούτε και οι παππούδες μου είχαν από κείνα τα ρολόγια τσέπης που τα ανοίγουν οι μεγάλοι σαν κουτιά πολύτιμα, και φαίνονται μαζί σπουδαίοι και σοφοί, δεν είχαμε ούτε σοφούς ούτε σπουδαίους στην οικογένειά μου. Το μόνο ρολόι που θυμάμαι ήταν της γιαγιάς μου, από κείνα τα ρολόγια κομοδίνου με τις δυο καμπάνες ξυπνητήρια που, όταν χτυπάνε για να σε ξυπνήσουν, πετάγεσαι ως το ταβάνι απ’ τον τρόμο και που το τικ τακ τους ρημάζει τα νεύρα σου. Και, τελικά, η γιαγιά μου ήταν η μόνη σπουδαία της οικογένειας, έτσι νομίζαμε τουλάχιστον όλοι. Εσύ αυτή την ανυπαρξία ρολογιών στο σπίτι μας αδυνατούσες να την κατανοήσεις, μα δεν σας χρειαζόταν η ώρα, μου έλεγες, στα χωριά, σου έλεγα, ο χρόνος υπολογίζεται απ’ τη φωτεινότητα της μέρας κι απ’ τις φωνές των ζώων κι απ’ την κούραση του σώματος. Με τη συλλογή σου φιγουράριζες και στον πατέρα μου, που χωρίς να μπορεί να αποκτήσει ένα, λάτρευε τα Ωμέγα σου και θεωρούσε όλα τα ρολόγια περιουσιακά στοιχεία, έτσι που πέθανε με την ιδέα ότι θα παντρευόμουν έναν μεγιστάνα του πλούτου και, όταν του έλεγα ότι δεν είσαι, μου έκλεινε πονηρά το μάτι, άνθρωπος που μπορεί κι αγοράζει τόσα ρολόγια έχει μεγάλη περιουσία, μου έλεγε, δεν σου τα λέει, για να μην τον θέλεις για τα λεφτά του.

poetry, photography, ink, transistorsΑυτό που δεν θα περίμενα ποτέ ήταν να χαρίσεις ένα από τα Ωμέγα σου στον πατέρα μου, δεν θυμάμαι ποιο, μπορεί να ήταν και το πιο ασήμαντό σου, αλλά ήταν Ωμέγα και, μάλιστα, όταν δεν θα μπορούσε ούτε να σ’ ευχαριστήσει, ούτε και να το ευχαριστηθεί, του το χάρισες πεθαμένος, ναι, του το βάλαμε στον τάφο του, όπως κάτι βασιλιάδες που τους θάβουν με τα κτερίσματά τους, έτσι θάφτηκε κι ο πατέρας μου μ’ ένα Ωμέγα, σαν βασιλιάς, και με συγκίνησες και σου είμαι ευγνώμων γι’ αυτή σου την κίνηση, να αναβαθμίσεις τον πατέρα μου μετά θάνατον, αλλά, να, τώρα που το σκέφτομαι, ενοχλούμαι, να είναι ο πατέρας μου δυο μέτρα κάτω απ’ τη γη λιωμένος και στον καρπό του, στο κόκκαλο που έχει απομείνει απ’ τον καρπό του, να κρέμεται το αγαπημένο σου Ωμέγα κι εσύ να μην είσαι πια στη ζωή μου, μέρος απ’ τη ζωή μου… αλλά ανάμνηση.

Ευσταθία Ματζαρίδου, Τα ρολόγια σου απο το σπονδυλωτό μυθιστόρημα, Τα ρούχα (προδημοσίευση)

Artwork: Yohann Fournier

.

.

 

Ευσταθία Ματζαρίδου, Ένας κόμπος όλα

Η μάνα μου συνεχίζει να μπαινοβγαίνει, να τινάζει, να αερίζει· ο φρέσκος παγωμένος αέρας πρέπει να εισχωρήσει παντού, κάτω απ’ τα κρεβάτια, στις γωνίες, στις κλειστές ντουλάπες, στα μπαούλα από τις χαραμάδες, να παγώσει κάθε ίχνος ύποπτου μικροβίου, μικροβίου φορέα αρρώστιας, μικροβίου θανατηφόρου, κι έτσι να τους προφυλάξει απ’ το θάνατο, και μετά ακολουθούν οι απολυμάνσεις, αν δεν παγώσουν απ’ τον παγωμένο αέρα, θα πάνε σίγουρα απ’ τα απορρυπαντικά και τις χλωρίνες, και μετά το πλύσιμο, αυτό, σκέφτομαι, γίνεται κάθε μέρα, είναι για τη μάνα μου αγώνας για την επιβίωσή τους, ο φρέσκος παγωμένος αέρας, τα απορρυπαντικά και οι χλωρίνες τούς κρατούν στη ζωή, σ’ αυτά οφείλουν τη μέχρι τώρα ύπαρξή τους, όπου επικρατούν αυτά υπάρχει ζωή, αλλιώς αρρώστια και θάνατος, και η χοληστερίνη μόνο της την έφερε, σκέφτομαι, που δεν είναι αρρώστια των μικροβίων, αν ήταν μια τέτοια, η μάνα μου, σκέφτομαι, θα του έκανε κάθε μέρα εσωτερικές πλύσεις και κλύσματα και πλύσιμο των δοντιών μόνο με χλωρίνη. Η μυρωδιά του φρέσκου παγωμένου αέρα κυριαρχεί παντού, και η μοναδική μου απόλαυση σ’ αυτό το σπίτι, η απόλαυση της μυρωδιάς του φρεσκοβρασμένου γάλατος, δεν προλαβαίνει να κρατήσει, αν το γάλα βραστεί πριν, την εξαφανίζει αμέσως, εισβάλλει βίαια και τη λεηλατεί, αν πάλι ο παγωμένος αέρας έχει εισβάλει, δεν μπορεί μέχρι το επόμενο πρωινό να επικρατήσει καμιά άλλη μυρωδιά, η μυρωδιά του φρέσκου παγωμένου αέρα έχει απλώσει παντού ένα ατμοσφαιρικό στρώμα που απορροφά τα πάντα.

Γι’ αυτό και τον μισώ τον φρέσκο παγωμένο αέρα, γιατί μου στερεί και τη μοναδική απόλαυση σ’ αυτό το σπίτι και κάνει τα πάντα άοσμα στο πέρασμά του, και η μάνα μου, που εκτίθεται με τις ώρες στον φρέσκο παγωμένο αέρα, έχει καταντήσει άοσμη, σκέφτομαι, ενώ, όπως κι από μικρό παιδί θυμάμαι, οι άλλες μάνες μύριζαν κάτι, μύριζαν οι ανάσες τους γλυκές, δροσερές, μύριζε ο ιδρώτας τους ξινίλα, τα μαλλιά τους λουσίματα, λακ, η μάνα μου ήταν το άοσμο, το στεγνό, το τίποτα, η μυρωδιά του τίποτα, αυτή δεν υπάρχει πουθενά, δεν την ξέρει κανένας, είναι η μυρωδιά της μάνας μου. Αυτή η μυρωδιά τής απέμεινε στο κορμί, έπειτα από εκθέσεις ετών στον φρέσκο παγωμένο αέρα, έπειτα από χιλιάδες πλυσίματα, τόνους απορρυπαντικών και χλωρίνης. O αδελφός μου μυρίζει, σκέφτομαι, ναι, αυτός μυρίζει, μυρίζει λίπος, κι από μικρός, νομίζω, λίπος μύριζε, όχι τσιγαρισμένο λίπος, λίπος φρέσκο, αυτό το λίπος που υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα στο κρέας, το λίπος που ξεχωρίζαμε όταν σφάζαμε το γουρούνι, αυτό το λίπος, και αναρωτιέμαι πώς αυτό το λίπος, η μυρωδιά αυτού του λίπους μπορεί και αντιστέκεται σ’ αυτή τη λεηλασία του φρέσκου παγωμένου αέρα και των απορρυπαντικών και της χλωρίνης. Τώρα που το σκέφτομαι, είναι η μοναδική μυρωδιά αντοχής.


Η άοσμη μάνα μου καθαρίζει καρύδια, κάνει γλυκά, κάνει φαγητά, τα πηγαίνει στους συγγενείς, τα πηγαίνει στους γείτονες και παίρνει άλλα από αυτούς. Oι γιορτές υπαγορεύουν αυτή την κινητικότητα φαγητών και γλυκών, είναι ένα είδος διαγωνισμού των νοικοκυρών, σ’ αυτόν το διαγωνισμό η μάνα μου δε μ’ αφήνει ποτέ να πάρω μέρος, είτε για να μην την εκθέσω, σκέφτομαι, με την πλήρη ανικανότητά μου και καταλάβω την τελευταία θέση, είτε για να μην την υπερβώ και πάρω το έπαθλο. Έπαψε πια κι αυτό να με απασχολεί, αφού οι χιλιάδες σκέψεις, τόσα Χριστούγεννα, μου έφαγαν χιλιάδες κύτταρα. Κι ύστερα έρχεται απ’ τους συγγενείς κι απ’ τους γείτονες, φέρνει σιροπιαστά, φέρνει κουραμπιέδες και μου λέει, αυτά τα σαραγλάκια τα έκανε η ξαδέρφη σου, τους κουραμπιέδες η κόρη της Ζήνας και όχι η θεία μου, ούτε η φίλη της, αλλά οι κόρες τους, κι αυτά τα σαραγλάκια κι οι κουραμπιέδες, που τα έκαναν οι άλλες κι όχι εγώ, είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της ανικανότητάς μου, που δεν μπορεί ούτε να εξαγοραστεί ούτε και να αποσιωπηθεί, όσες μηνιαίες επιταγές κι αν της στέλνω, αυτή μου η ανικανότητα των σιροπιαστών και εν γένει των χριστουγεννιάτικων λιχουδιών τα Χριστούγεννα, των πασχαλινών το Πάσχα και ούτω καθεξής επισύρει απ’ την πλευρά της μάνας μου προς εμένα την πλήρη περιφρόνηση.

.

.

.

.


Καθόμαστε στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι με πρόσωπα αγέλαστα, βαριά από λίπος, από έγνοιες, από σκέψεις, με χείλη σφιχτά, χείλη που ανοίγουν μόνο για φαγητό, για κουβέντες απαραίτητες, κουβέντες που σε διαπερνούν σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Έτσι κατεβαίνουν τα φαγητά σ’ αυτά τα τραπέζια, όχι από ή με ευφορία ψυχής, από ανάγκη, από λαιμαργία, από υποχρέωση, από συνήθεια· στο δικό μου σπίτι, σκέφτομαι, ή όπου αλλού τρώω, το φαγητό μού κατεβαίνει με πολλή όρεξη, εδώ, κάτω απ’ αυτά τα βλέμματα, που κάθε κοίταγμα ισοδυναμεί με μομφή, η κάθε λιχουδιά πηγαίνει μολύβι στο στόμα και μολύβι κατεβαίνει στο στομάχι και σαν μολύβι την επεξεργάζονται τα υπόλοιπα όργανα και σαν μολύβι την αποπέμπουν απ’ το σώμα, κι αυτή η αποπομπή του μολυβιού απ’ το σώμα μου είναι που εντέλει με σώζει. Αλλά, αν έμενα για πάντα, σκέφτομαι, σ’ αυτό το σπίτι και κατέβαζα πάντα το φαγητό μολύβι, θα μ’ εγκατέλειπαν ένα ένα όλα μου τα όργανα, γιατί στο τέλος τέλος δεν είναι απ’ τη φύση τους προορισμένα να επεξεργάζονται μολύβι. Ευτυχώς που πρόλαβα κι έφυγα και περιέσωσα έτσι και τα όργανά μου, σκέφτομαι, γιατί εδώ η ύπαρξή μου δε θα άντεχε, αυτό το συνεχές στήσιμο στην ηλεκτρική καρέκλα, αυτές οι λέξεις που βγαίνουν απ’ το στόμα μόνο για να θυμίσουν παραλείψεις και να τονίσουν ανικανότητες και να πονέσουν μ’ ένα σφυροκόπημα σαν του σιδερά που χτυπά το σίδερο με δύναμη για να το λυγίσει. Έτσι κι εδώ ο ένας προσπαθεί να λυγίσει τον άλλο, όπως τα παιδιά που ενώνουν τις παλάμες τους και προσπαθούν να γείρει ο ένας το χέρι του άλλου, αυτό ήταν πάντα το οικογενειακό μας σπορ, σκέφτομαι, η μάνα μου με τον αδελφό μου, ο αδελφός μου μ’ εμένα, εγώ με τη μάνα μου, κι ο γύρος συνεχίζεται αδιάκοπα.

Τα πρώτα χρόνια έσφιγγα τα δόντια και προσπαθούσα μάταια να κερδίσω κάποιο γύρο, ώσπου τα εγκατέλειψα κι άφηνα τους άλλους να μου λυγίζουν αμέσως το χέρι ή, μάλλον, όταν έφτανε η σειρά μου και μόλις μου άγγιζε ο άλλος το χέρι, το άφηνα να πέσει, έτσι απέφευγα και τον πόνο και εξοικονομούσα δυνάμεις από την προσπάθεια, κι αυτό νομίζω ήταν κάτι που βοήθησε πολύ στην επιβίωσή μου. Σε μια τέτοια οικογένεια η εξοικονόμηση δυνάμεων συνέβαλε στην επιβίωσή μου τα μέγιστα. Και σ’ αυτό τον αγώνα λυγίσματος του καρπού, όπου με την εκούσια ήδη εγκατάλειψη έχανε ο αντίπαλος σιγά σιγά το ενδιαφέρον του, ο αδελφός μου έχασε με τα χρόνια το ενδιαφέρον του για μένα, είναι αδύνατον να καβγαδίσει κανείς πια μαζί του, δε φαίνεται να έχει το πάθος ή το ενδιαφέρον ή την αγάπη που χρειάζεται για να τροφοδοτήσει έναν καβγά. Είναι σιωπηλός, ήρεμος και δεν παραπονιέται για τίποτα, ούτε ζητάει τίποτα, και συμπεριφερόμαστε επιφυλακτικά, σε πλήρη αντίθεση με τον τρόπο που συμπεριφερόμασταν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας, φλεγόμασταν από μίσος και ταπείνωση, τώρα μόνο με κοιτάει με τα πρησμένα γουρουνίσια μάτια του και δε μου απευθύνει το λόγο, δε με ρωτά, μόνο αν τον προκαλέσω, που δεν τον προκαλώ, αν τον νοιαστώ, που δεν τον νοιάζομαι, τον νοιάζομαι και τον προκαλώ μόνο μέσω της μάνας μου· η μάνα μου αποτελεί ένα είδος σκουριασμένου τηλεφώνου ανάμεσά μας. Λέω εγώ ότι τον παχαίνει σαν γουρούνι για σφάξιμο.

Του λέει αυτή, είπε η αδελφή σου να προσέχεις τη διατροφή σου, γιατί τόσες και τόσες αρρώστιες μάς δημιουργεί το πολύ φαγητό. Λέει αυτός, τι κάνει τόσα χρόνια, δουλεύει δουλεύει κι ένα αυτοκίνητο δεν αγόρασε, δεν υπάρχει σήμερα άνθρωπος χωρίς αυτοκίνητο, απ’ την τσιγκουνιά της τα τραβάει όλα. Μου λέει η μάνα μου, όλοι πήραν ένα αυτοκίνητο, πάρε κι εσύ ένα, έστω μεταχειρισμένο, για να εξυπηρετείσαι, να μπορείς να κάνεις εκδρομές, να μην κουβαλάς από δω κι από κει βαλίτσες, μέχρι κι ο αδελφός σου μου το είπε, κι αυτός σε σκέφτεται, μην κοιτάς που δε σου μιλάει, είναι πολύ ευαίσθητος, σε πονάει, και στα καφενεία του πετάει ο ένας κι ο άλλος, τι έγινε, ρε, αυτή τη φορά το ’φερε η αδελφή σου το αυτοκίνητο, ό,τι και να περάσατε, όσο και να μαλώσατε, αδέλφια είστε, το αίμα νερό δε γίνεται, και σε πονάει και τον πονάς, αυτός θα τρέξει κι εσύ θα τρέξεις, ό,τι και να συμβεί. […]

Lori Nelson

Lori Nelson

Ψάχνω για κλινική, όχι μόνη μου, δεν το αντέχω μόνη μου, όλες συνοδεύονται, από άντρες, από μάνες, από πεθερές και συγγενολόγια, έτσι πάνε στους γιατρούς, έτσι στις κλινικές, έτσι και στα μαγαζιά για τα μωρουδιακά, κι αυτό κάνει τις φουσκωμένες τους κοιλιές να φουσκώνουν κι άλλο τόσο, έτσι εξηγείται, σκέφτομαι, που η δικιά μου κοιλιά είναι η λιγότερο φουσκωμένη και που εξαπλώνεται εσωτερικά και πλαγίως, είναι που το υδροκέφαλό μου τα κατάλαβε όλα και αποφάσισε να κάνει την παρουσία του όσο γίνεται πιο διακριτική.
Είμαι με την Α., μπαίνω μέσα και μου έρχεται αδιαθεσία, στην υποδοχή συννεφάκια και μέσα τους ένας πελαργός που κρατάει στο ράμφος του ένα αφράτο μωρό, όλα θα τα κανονίσω εγώ, μου λέει, εσύ δε θα καταλάβεις τίποτα, θα σ’ το φέρω και θα σ’ το αποθέσω στην αγκαλιά σου, κι αμέσως σκέφτομαι τους πελαργούς που στήνονταν κάθε καλοκαίρι στους στύλους της ΔΕΗ και τους έβλεπα από το παράθυρο, όπου καθόμουν και διάβαζα, να φτιάχνουν τη φωλιά τους ή να την επισκευάζουν, αν είχε υποστεί ζημιές κατά το διάστημα της αποδημίας τους, και μετά γεννούσαν κι έβγαιναν τα μικρά τους και πηγαινοέρχονταν με σκουλήκια, μέχρι να τα δυναμώσουν, και ξαφνικά μια μέρα τους έχανα, είχαν αποδημήσει.

Και τώρα, αντί να χαρώ για τη συνάντησή μας έπειτα από τόσα χρόνια, μου θύμισαν τη μάνα μου και το κυνηγητό της τα καλοκαίρια από δωμάτιο σε δωμάτιο, για να μη διαβάζω αλλά να είμαι σε ετοιμότητα, μήπως με καλέσει σε καμιά δουλειά, που δε με καλούσε, γιατί οι καλοκαιρινές δουλειές ήταν κυρίως στα χωράφια κι όχι στο σπίτι, αλλά επειδή με έβλεπε να ευχαριστιέμαι διαβάζοντας, ήθελε να μου πάρει την ευχαρίστηση, και τώρα, σκέφτομαι, δεν μπορώ να χαίρομαι και να ευχαριστιέμαι την εγκυμοσύνη μου και την επικείμενη γέννα μου και τους πελαργούς και τα συννεφάκια, γιατί θ’ αρχίσει πάλι το κυνηγητό μου απ’ τη μάνα μου.
Η αίθουσα τοκετού μυρίζει φαρμακίλα, είναι κάτι μεταξύ χειρουργείου και αίθουσας βασανιστηρίων, ίσως να τα προκαλεί, λέω, όλα ο φόβος μου, ότι αφού κάνω κάτι κόντρα στη μάνα μου, πρέπει να τιμωρηθώ για το παραστράτημά μου. Γιατρός και μαίες εδώ είναι πλασιέ που πουλούν το προϊόν τους, τις ικανότητές τους, σ’ αυτούς ο τοκετός είναι ο πιο εύκολος κι ο πιο ανώδυνος, και το βρέφος έχει την καλύτερη φροντίδα, και επισκέψεις μπορούμε να έχουμε όλο το εικοσιτετράωρο, και το βράδυ οι πατεράδες, αν το επιθυμούν, μπορούν να κρατούν συντροφιά στις μητέρες και στα βρέφη τους, κι εύχομαι να μη βρεθώ στο ίδιο δωμάτιο με κάποιο φανατικό πατέρα που δε θα εγκαταλείπει παιδί και σύζυγο… και οι κίνδυνοι στην κλινική τους είναι ελάχιστοι, στατιστικά οι κίνδυνοι να πάει κάτι στραβά είναι ελάχιστοι, και θέλω να ρωτήσω τι εννοούν, αλλά δεν το κάνω, δεν τολμώ να το κάνω και περιμένω να το κάνουν οι άλλοι, όλοι εκείνοι οι σύζυγοι που κάνουν ερωτήσεις για το πρωινό και για το βραδινό και τι ώρα θα το παίρνουν και τι θα περιλαμβάνει, και δεν έχουν καμιά απορία για τους κινδύνους, σαν να είναι όλοι ενημερωμένοι και να παρακολούθησαν σεμινάρια κινδύνων τοκετού και τα ξέρουν όλα κι εγώ έχω χάσει αυτή την ενημέρωση και δε ρωτώ, δεν τολμώ να ρωτήσω, για να μη φανεί το μέγεθος της άγνοιάς μου.

.

.

O θάλαμος των μωρών ένας θάλαμος στρατοπέδου, με άπειρα μικροσκοπικά κρεβάτια, πιέζω την κοιλιά μου πάνω στις διαφανείς κοιτίδες και προσπαθώ να συνδέσω τα ορατά βρέφη με το μυστήριο μέσα μου, ζωντανά χεράκια και ποδαράκια που κουνιούνται, ανθρώπινες μινιατούρες, ένα εκκολαπτήριο ανθρώπινης ζωής, από τέτοιους θαλάμους βγαίνουν στρατιές ανθρώπων, και παρατηρώ τα ροζ και μπλε σωματάκια και σκέφτομαι ένα ροζ σωματάκι να φωλιάζει στο στήθος μου και με τα απαλά και στρουμπουλά του μέλη, μ’ όλη τη μωρουδίστικη δύναμή του, να σκαρφαλώνει πάνω μου, να τραβάει με τα μωρουδίστικα δάχτυλα τα μαλλιά μου που θα κολλάνε στην παλάμη του και μέρα με τη μέρα το φαλακρό του μωρουδίστικο κεφάλι να γεμίζει μπούκλες και τα μάγουλά του να κάνουν λακκάκια από το πάχος και να μεγαλώνει και να γιορτάζω τα γενέθλιά του κάθε χρόνο και μαζί και τα γενέθλια της μητρότητάς μου, και σκέφτομαι μεμιάς όλο το μέλλον μας και τις εκδρομές μας και τις διακοπές μας, κι όσο προχωρώ στις σκέψεις τόσο νιώθω να απειλούμαι, βελόνες μπήγονται στο κορμί μου, γίνομαι ένας πίνακας σκοποβολής, που οι σκέψεις-βελάκια με πετυχαίνουν και με κάνουν κόσκινο, τι θα έχω να του προσφέρω, όλοι οι φίλοι του και οι συμμαθητές του θα είναι οικογένειες ολόκληρες, δε θα μπορέσω ποτέ να τις συναγωνιστώ.
Κατεβαίνουμε τους έξι ορόφους με το ασανσέρ με την Α. και σε κάθε όροφο ανεβοκατεβαίνουν γιαγιάδες και παππούδες και σύζυγοι και παιδιά, με γλυκά και με λουλούδια και με φωνές και με γέλια, είναι μια κλινική της ζωής, σκέφτομαι, κι αυτό με θλίβει, τα γλυκά και τα λουλούδια με θλίβουν, αυτή η κλινική επιτείνει την ορφάνια μου, ορφανή πατρός και μητρός και συζύγου θα είμαι σ’ αυτή την κλινική, εγώ και το δικό μου βρέφος, που με το που θα γεννηθεί, θα το προικίσω με την ορφάνια μου, ενώ όλες οι άλλες μητέρες θα προικίσουν τα βρέφη τους με παππούδες και γιαγιάδες και μπαμπάδες και βουνά από δώρα και γλυκά και λουλούδια που τα βάζα του δωματίου δε θα φτάνουν και θα τα βάζουν στα ποτήρια και θα τα βγάζουν στους διαδρόμους και θα πάρουν, βγαίνοντας απ’ την κλινική, αγκαλιές από λουλούδια που θα γεμίσουν και τα σπίτια τους, και θα ζουν αυτά τα βρέφη για καιρό και για μια ζωή σ’ ένα λουλουδένιο σπίτι. Αυτά της λέω της Α. και μου λέει ότι τα γλυκά χοντραίνουν τις λεχώνες και δεν τις αφήνουν να χάσουν τα κιλά της εγκυμοσύνης τους και κακό κάνουν και στο βρέφος που θηλάζουν, και τα λουλούδια δυσχεραίνουν την αναπνοή τους, κι όταν περνούν οι μέρες τους στο βάζο, ξεραίνονται και γλιτσιάζουν και βρομούν, και θα είμαι τυχερή αν δε θα έχω πολλά απ’ αυτά, κι εγώ σκέφτομαι ότι θα ήθελα μια τέτοια ατυχία.

.

.

Lori Nelson

.

.

Στο σπίτι είμαι πάλι μόνη, βυθισμένη στον καναπέ, και τρώω με βουλιμία τα νύχια μου όσο πιο βαθιά μπορώ, κι αυτό το νυχοφάγωμα με κάνει και τα ξεχνώ όλα, όση ώρα τρώω το ένα μου νύχι απ’ τη μια του πλευρά ως την άλλη όσο πιο βαθιά μπορώ, μέχρι που το βάθος του να είναι τέτοιο, ώστε να μου προκαλεί πόνο ή να βγάζει έστω και ελάχιστη ποσότητα αίματος, τότε το εγκαταλείπω και πηγαίνω στο επόμενο και μετά στο επόμενο, κι αφού τελειώσω με όλα μου τα νύχια, επανέρχομαι με τη σειρά στο καθένα για να καθαρίσω με την ίδια επιμέλεια και τις παρανυχίδες, και σκέφτομαι πόσο αυτό το νυχοφάγωμα μου παίρνει όλα τα χρόνια το άγχος μου και τώρα το άγχος της ορφάνιας του παιδιού μου και το άγχος ότι οι άλλες τα έχουν μάθει όλα, ότι ξέρουν τους κινδύνους, ξέρουν πώς να ντύσουν τα βρέφη τους, να τα περιποιηθούν, έχουν κάνει σεμινάρια θηλασμού, σωματικής υγιεινής των βρεφών, σωματικής υγιεινής των ιδίων, σεμινάρια ανώδυνου τοκετού, σεμινάρια σύσφιξης μετά τον τοκετό, σεμινάρια εύκολης ζωής, θετικής ζωής, ζωής επιτυχημένης, κι εγώ τα έχασα όλα, γιατί μέρα και νύχτα εκτελώ εντολές για τη μάνα μου, ή διώκομαι από τη μάνα μου, από τα λόγια και τις σκέψεις και το παρελθόν μου μαζί της, και γι’ αυτό μένω πίσω σε αυτή την προετοιμασία, λόγω της μάνας μου, της καταδίωξης απ’ τη μάνα μου, το χρόνο που χάνω προσπαθώντας να κρυφτώ απ’ τον έλεγχό της και τις παρατηρήσεις της και τις φωνές της και την οργή της· η αναζήτηση σίγουρου μέρους να κρυφτώ είναι που με καθυστερεί σ’ όλα τα πράγματα και μέχρι να έχω κρυφτεί καλά και να είμαι σίγουρη για την κρυψώνα μου, τα έχουν προλάβει όλα οι άλλοι, κι εγώ έρχομαι μετά καθυστερημένη και αναρωτιέμαι πώς μπόρεσαν οι άλλοι και ήταν τόσο γρήγοροι, πώς οι άλλοι έχουν γεννηθεί τόσο γρήγοροι κι εγώ τόσο αργή, πώς οι άλλοι προλαβαίνουν τόσο πολλά και σε τόσο λίγο χρόνο κι εγώ, ενώ δεν τεμπελιάζω, δεν είμαι τεμπέλα, όπως διατείνεται η μάνα μου, εντούτοις δεν τους προλαβαίνω.[…]

Ευσταθία Ματζαρίδου, Ένας κόμπος όλα, Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2011

Artwork: Nettie Edwards, Lori Nelson

.

.

 

Eυσταθία Ματζαρίδου, Υπνοβάτης

.

Κάποιες νύχτες σηκωνόταν απ’ το κρεβάτι και κοιμισμένος άνοιγε την πόρτα, κατέβαινε τα σκαλιά και έφερνε μια γύρα στην αυλή, έβγαινε στα σοκάκια, και τα σκυλιά αλυχτούσαν στο πέρασμά του. Αλλά δεν τον ξυπνούσαν. Ώσπου κουραζόταν και σαν προγραμματισμένο ρομπότ επέστρεφε στη βάση του. Την άλλη μέρα καταλάβαιναν απ’ τα σκονισμένα παπούτσια του ότι νυχτοπερπατούσε. Κανέναν δεν ανησυχούσε το κοιμισμένο του νυχτοπερπάτημα. Αυτός δεν το καταλάβαινε έτσι κι αλλιώς και οι άλλοι ήταν συνηθισμένοι να ξυπνούν μέσα στη νύχτα, να κατεβαίνουν τα σκαλιά και να διασχίζουν την αυλή για να πάνε στο υπαίθριο αποχωρητήριο. Ένας συγγενής τους, πολύ μορφωμένος, διάβασε στην εφημερίδα: Υπνοβάτης έπεσε σε φρέαρ. Από τότε κλείδωναν την εξώπορτα και έκρυβαν το κλειδί. Γιατί στη μέση της αυλής υπήρχε ένα πηγάδι. Ήρθε ένα πρωί που ήταν άφαντος. Έτρεξαν στο πηγάδι και ήταν στον πάτο του. Η μοναδική νύχτα, μετά από μήνες, που ξέχασαν να κλειδώσουν την εξώπορτα.

Πίνακας: Alain Senez

.

.