RSS

Category Archives: Εύα Στάμου

Εύα Στάμου, Τα κορίτσια που γελούν

.

Ήταν αρχές καλοκαιριού όταν αποφάσισε να θέσει σε ενέργεια την ιδέα της δολοφονίας κάποιου άγνωστου ατόμου. Η απόφαση αυτή τη γέμισε δύναμη, της έδωσε έναν σκοπό. Είχε περάσει τις τελευταίες εβδομάδες μέσα στην κατάθλιψη και την αμφιβολία για τα πάντα «πρόκειται για βαθιά κρίση μέσης ηλικίας», έλεγε σε συναδέλφους και γνωστούς που συναντούσε σε πάρτι και φιλολογικές συγκεντρώσεις, «νιώθω λες και η ζωή μου τελειώνει, αν και βρίσκεται μόνο στη μέση». Στη συμβουλή κάποιων να επισκεφτεί ψυχολόγο, απαντούσε πάντα καταφατικά, σπεύδοντας να προσθέσει πως μια τέτοια επίσκεψη είναι οπωσδήποτε στο πρόγραμμα. Στην πραγματικότητα, δεν το σκεφτόταν σοβαρά. Υπήρξε ανέκαθεν καχύποπτη με όλα αυτά, στην ουσία δεν εμπιστευόταν κανέναν αρκετά ώστε να του εκμυστηρευθεί όσα την απασχολούσαν. Αυτοί οι άνθρωποι μπορούσαν, για το παραμικρό, να σε κατατάξουν σε κάποια κατηγορία επικίνδυνων ασθενών, να σε χώσουν σε ίδρυμα και να σε ταράξουν στη φαρμακευτική αγωγή ώσπου να σε μετατρέψουν σε φυτό.

Έλεγε στον εαυτό της ότι το πρώτο που όφειλε να κάνει, αν ήθελε να έχει αποτελέσματα, μέσα στους επόμενους μήνες, ήταν να εντοπίσει τον στόχο της – δεν έκανε χρήση της λέξης «θύμα», δεν σκεφτόταν με τέτοιους όρους, δεν αισθανόταν ότι κάποιον θα έβλαπτε με την πράξη της, γιατί, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, στο σενάριο της ζωής της, δεν ήταν απλώς η κύρια ηρωίδα, όπως είναι φυσικό για κάθε έναν από εμάς, ήταν η μόνη ηρωίδα. Όλους τους άλλους τους έβλεπε χωρίς αισθήματα κι αληθινές ζωές, ήταν εκεί για να χρησιμοποιηθούν ως πιόνια στα σχέδιά της.

Εύα Στάμου, Τα κορίτσια που γελούν, «Ένα τέλειο σχέδιο», σελ. 14-15, εκδόσεις Αρμός, 2018

Αrtwork: Julia Geiser

 

Εύα Στάμου, Νικοτίνη

.

Απόψε δουλεύαμε μέχρι αργά, δεν τελειώσαμε πριν απ’  τα μεσάνυχτα. Ήταν μια από τις νύχτες που θα έκανα τα πάντα για να ξεχάσω. Έριξα κρύο νερό στο κεφάλι μου κι ύστερα ντύθηκα και κατέβηκα να σουλατσάρω στην αποβάθρα, προσπαθώντας να ηρεμήσω. Τρωγόμουνα να καλέσω τη γυναίκα μου στην πατρίδα – ίσως ήταν η δύναμη της συνήθειας. Το είχα ανάγκη να ακούσω μια οικεία φωνή, έστω την ανάσα των κοριτσιών μου στην άλλη άκρη της γραμμής, να πιστέψω ξανά ότι ο κόσμος όπως τον ήξερα δεν είχε τελειώσει, πως κάπου αλλού τα πάντα συνεχίζονταν κανονικά, οι άνθρωποι ερωτεύονταν, πήγαιναν κάθε πρωί στην εργασία τους, έβγαιναν για μπίρες με φίλους τα απογεύματα, και τα βράδια κοιμόντουσαν κανονικά δίχως φόβο ή τύψεις, χωρίς τις φρικτές εικόνες που στοίχειωναν τα δικά μου όνειρα.

Αυτή η δουλειά σε διαλύει. Σου ρουφάει σιγά σιγά την ενέργεια, τη διάθεση να κάνεις σχέδια για το μέλλον. Το μόνο που μένει τελικά, το μόνο που σκέφτεσαι μέρα και νύχτα είναι με ποιον τρόπο θα κρατήσεις τους άλλους ασφαλείς, πώς θα μείνεις και ο ίδιος δυνατός,πώς θα επιβιώσεις – τίποτε άλλο. 

Στην καθημερινότητά μου δεν υπάρχει χώρος για χαρά. Τις νύχτες κοιμάμαι ελάχιστα, όπως και οι υπόλοιποι. Όταν δεν τραβάμε παγωμένα κορμιά από τη θάλασσα, όταν δεν τρέχουμε στο νοσοκομείο, όταν δεν μετράμε σώματα, στριφογυρίζουμε σαν δαιμονισμένοι στο κρεβάτι, προσπαθώντας να αρπαχτούμε από τις αναμνήσεις μας. Αυτή η δουλειά πραγματικά σε διαλύει.

.

.

Ανέβηκα στο πλοίο. Όλα έμοιαζαν ήσυχα τώρα. Πέρασα από το γραφείο να ελέγξω τα μηνύματά μου πριν καταλήξω στην καμπίνα μου. Ξεκλείδωσα το συρτάρι και πήρα από μέσα με λαχτάρα το πακέτο. Προσπάθησα να ξεχάσω την παλιοκατάσταση στην οποία ήμουν κολλημένος τον τελευταίο χρόνο. Άναψα τσιγάρο και, μετά την πρώτη απολαυστική ρουφηξιά, ανέβασα τα πόδια μου στο τραπέζι, κι έκλεισα τα μάτια. Η στάση αυτή συμβόλιζε για μένα την απόλυτη ανεμελιά. Συνήθιζα να ξεκλέβω τα μεσημέρια μισή ώρα για τον εαυτό μου. Το πρώτο που έκανα συνήθως κατά τη διάρκεια του πολύτιμου αυτού χρόνου ήταν να αφήνομαι στο πάθος μου, κάτι που συστηματικά απέφευγα δημόσια, και είχα προειδοποιήσει και τους άντρες του πληρώματος να κάνουν το ίδιο. Δεν ένιωθα υποκριτής. Άλλο οι προσωπικές συνήθειες και άλλο η δουλειά μου. Τηρούσα τους κανόνες του επαγγέλματός μου με θρησκευτική ευλάβεια, κι είχα επομένως το δικαίωμα να κάνω ό,τι γουστάρω στον προσωπικό μου χώρο και χρόνο.

Είχα αποφασίσει να μην τηλεφωνήσω σήμερα στα κορίτσια. αν υπήρχε κάποια ανάγκη μπορούσαν να στείλουν μέιλ. Ξέρω ότι η μάνα τους παραμονεύει όση ώρα μιλάμε. Το νιώθω στις παύσεις τους, τους δισταγμούς τους, την αλλαγή του ρυθμού της αναπνοής τους, ότι η Ντέμπορα τις παρακολουθεί και πολύ πιθανόν να μορφάζει ειρωνικά όταν πιστεύει ότι διακρίνει στη συνομιλία μας κάτι που δεν της αρέσει.

Αυτή η μανία της να ελέγχει τα πάντα κατέστρεψε τελικά τον γάμο μας – η μανία της να ελέγχει τα πάντα, η απουσία μου τα τελευταία χρόνια, πρώτα στη Λαμπεντούζα κι ύστερα εδώ, στην Ελλάδα, και πάνω από όλα το κέρατο που μου έριξε με εκείνο το ρεμάλι τον συνάδελφό της. Είχε και την απαίτηση να τη συγχωρήσω, λέει, και να κάνουμε μια νέα αρχή, γιατί κατά βάθος εγώ έφταιγα που πηδήχτηκε με τον Στίβεν, αφού έλειπα από το σπίτι τις μισές μέρες του μήνα, κάθε μήνα.

Κάθε μήνα, εδώ και χρόνια – αυτή είναι η αλήθεια. Επέστρεφα πάντα με λαχτάρα μα, λίγες μόλις μέρες μετά, βαριόμουν την γκρίνια τής Ντέμπορα, και μου έλειπε το μονό κρεβάτι μου στο πλοίο. Γενικά ήθελα την ησυχία μου. Η δουλειά μου είναι τόσο απαιτητική που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για κοινωνική ζωή. Δεν είναι λοιπόν ότι έψαχνα περιπέτειες μακριά από το σπίτι, απλώς να κοιμάμαι ήσυχος ζητούσα, χωρίς καυγάδες και τις ίδιες πάντα συζητήσεις που δεν κατέληγαν πουθενά, χωρίς τα μούτρα της γυναίκας μου κι αυτή την ένταση στην ατμόσφαιρα που με έπνιγεγια ώρες κάθε φορά που μαλώναμε.

.

.

Είχα συνηθίσει μόνος μου –αυτό να λέγεται– αλλά δεν ήμουν εγώ αυτός που ξενοκοιμήθηκε, δεν έφερα εγώ την οριστική ρήξη. Παρόλο που όταν το έμαθα ήθελα σαν τρελός να κάνω μια επίσκεψη στον Στίβεν και να του σπάσω τα μούτρα του καργιόλη που μου το έπαιζε φίλος, κρατήθηκα και δεν αντέδρασα επιθετικά. Έπνιξα όλον αυτόν τον θυμό μέσα μου, τον άφησα να μου φάει τα σωθικά, για βδομάδες ολόκληρες, αλλά δεν έγινα βίαιος ούτε στιγμή. Μπορεί να ήπια λίγο παραπάνω, μπορεί να έχασα τα λογικά μου για δυο τρεις μέρες και να μην σκεφτόμουν τίποτε άλλο από την εκδίκηση, αλλά τελικά συγκρατήθηκα και δεν ξέσπασα σε κανέναν, πέρα από τον εαυτό μου.

Μου λείπει το άγγιγμα μιας γυναίκας. Δεν έχω ιδέα τι σκέφτεται για μένα η γιατρός, αν και την έχω πιάσει αρκετές φορές να με παρατηρεί, και το ύφος της είναι η αλήθεια πως είναι θερμό. Φοβάμαι ότι κάποια στιγμή θα καταλάβει πόσο τη γουστάρω. Δεν μπορώ, γαμώ το, να πάρω τέτοιο ρίσκο. Η επιβίωση είναι σημαντικότερη από οποιοδήποτε πάθος. και η δική μου επιβίωση είναι άμεσα συνδεδεμένη με την εικόνα που έχουν οι άλλοι για μένα. Από μια κλωστή κρέμονται όλα: η εμπιστοσύνη που μου δείχνουν οι άντρες, η πειθαρχία τους, η αποτελεσματικότητα και η δύναμή μας. Δεν μπορεί ο διοικητής να γίνεται θέμα κουτσομπολιού, δεν είναι σωστό να τον θεωρούν επιπόλαιο ή ερωτύλο.

Πρέπει να κρατήσω την ψυχραιμία μου, το χρωστάω στο πλήρωμα. Στους άντρες μου, που δουλεύουν δεκαοχτώ ώρες την ημέρα σώζοντας ζωές βουτηγμένοι στα παγωμένα νερά, και τις υπόλοιπες ώρες κάνουν έναν ύπνο γεμάτο εφιάλτες ξαναζώντας όσα συνέβησαν στη βάρδια.

Καταραμένο μέρος! Φυσικές ομορφιές, αρχαιολογικοί θησαυροί και όλα τα σχετικά, αλλά οι ντόπιοι είναι δύσπιστοι και σκληροί, αντί να πουν κανένα ευχαριστώ που βοηθάμε την κατάσταση, μας κοιτούν με μισό μάτι. Έχουν δει και έχουν πάθει, θα μου πεις, από τους ξένους μέσα στα χρόνια,όλοι ήθελαν ένα κομμάτι από τη γη τους. Είναι και οι καραγκιόζηδες οι συμπατριώτες μας που κάνουν τουρισμό, μαζεύονται στις μπιραρίες και λιώνουν στο ποτό. Βγαίνουν από μέσα τις πρωινές ώρες τραγουδώντας και ουρλιάζοντας, γεμίζοντας τα καλντερίμια με τα ξερατά τους – τι να κάνουν και οι νησιώτες με αυτά που βλέπουν; Δεν λέω, τους καταλαβαίνω κι αυτούς, τα πάντα έχουν εξηγήσεις, μα αυτό δεν αλλάζει τη δική μου μαυρίλα και την ατυχία που μας έχει πλακώσει από την ώρα που προσαράξαμε σε τούτο τον αγριότοπο.

Εύα Στάμου, Νικοτίνη [διήγημα]

Πίνακας: Atanas Matsurev