Ήταν αρχές καλοκαιριού όταν αποφάσισε να θέσει σε ενέργεια την ιδέα της δολοφονίας κάποιου άγνωστου ατόμου. Η απόφαση αυτή τη γέμισε δύναμη, της έδωσε έναν σκοπό. Είχε περάσει τις τελευταίες εβδομάδες μέσα στην κατάθλιψη και την αμφιβολία για τα πάντα «πρόκειται για βαθιά κρίση μέσης ηλικίας», έλεγε σε συναδέλφους και γνωστούς που συναντούσε σε πάρτι και φιλολογικές συγκεντρώσεις, «νιώθω λες και η ζωή μου τελειώνει, αν και βρίσκεται μόνο στη μέση». Στη συμβουλή κάποιων να επισκεφτεί ψυχολόγο, απαντούσε πάντα καταφατικά, σπεύδοντας να προσθέσει πως μια τέτοια επίσκεψη είναι οπωσδήποτε στο πρόγραμμα. Στην πραγματικότητα, δεν το σκεφτόταν σοβαρά. Υπήρξε ανέκαθεν καχύποπτη με όλα αυτά, στην ουσία δεν εμπιστευόταν κανέναν αρκετά ώστε να του εκμυστηρευθεί όσα την απασχολούσαν. Αυτοί οι άνθρωποι μπορούσαν, για το παραμικρό, να σε κατατάξουν σε κάποια κατηγορία επικίνδυνων ασθενών, να σε χώσουν σε ίδρυμα και να σε ταράξουν στη φαρμακευτική αγωγή ώσπου να σε μετατρέψουν σε φυτό.
Έλεγε στον εαυτό της ότι το πρώτο που όφειλε να κάνει, αν ήθελε να έχει αποτελέσματα, μέσα στους επόμενους μήνες, ήταν να εντοπίσει τον στόχο της – δεν έκανε χρήση της λέξης «θύμα», δεν σκεφτόταν με τέτοιους όρους, δεν αισθανόταν ότι κάποιον θα έβλαπτε με την πράξη της, γιατί, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, στο σενάριο της ζωής της, δεν ήταν απλώς η κύρια ηρωίδα, όπως είναι φυσικό για κάθε έναν από εμάς, ήταν η μόνη ηρωίδα. Όλους τους άλλους τους έβλεπε χωρίς αισθήματα κι αληθινές ζωές, ήταν εκεί για να χρησιμοποιηθούν ως πιόνια στα σχέδιά της.
Εύα Στάμου, Τα κορίτσια που γελούν, «Ένα τέλειο σχέδιο», σελ. 14-15, εκδόσεις Αρμός, 2018
Αrtwork: Julia Geiser