RSS
Image

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Το ραβαγιό του Αργίρι

09 Jan

[…]

ΙΩΑΝΝΗΣ: Άγιε Βασίλη, έγινε κατασκοπευτικό έργο με ταινία για να πάρουμε τα παπλώματα. Οι γονείς μας έκαναν πράγματα αστυνομικά για τα παπλώματα. Απαγορεύεται να βγαίνουμε έξω. Ούτε σχολείο πάμε. Για να μην πεθάνουμε, λέει, από τον covid. Είμαστε μέσα σε καραμπίνα. Μάλλον γι’ αυτό έκαναν αστυνομικό για τα παπλώματα. Όλα γίνανε κρυφά. Με σχέδια και μυστικά τηλέφωνα.

ΑΡΙΑΔΝΗ: Άγιε Βασίλη, οι νονές μας δεν μπορούσαν να έρθουν στο σπίτι για τα παπλώματα. Τη δική μου τη νονά τη βρήκαμε έξω από το φαρμακείο. Στο τηλέφωνο η μαμά είπε στη νονά πως θα κάνουμε τάχα ότι θέλουμε πράγματα στο φαρμακείο. Τίποτε δεν θέλαμε. Εκεί επιτρέπεται να πας. Αλλά μια και θα το λέγαμε, θα παίρναμε ιώδιο. Βγήκε ο μπαμπάς από το αυτοκίνητο. Εγώ ήμουν κρυμμένη στο αυτοκίνητο για να μη φαίνομαι. Ήθελα να δω τη νονά μου, κι έκλαιγα στο σπίτι. Απαγορεύεται, μου είπαν, αλλά έκλαιγα. Κι έφαγα και δυο στον πισινό. Και δεν σταμάτησα. Και βαρέθηκαν. Μου έριξαν και μια κουβέρτα από πάνω. Να με κρύψουν. Στον δρόμο έπαιρναν συνέχεια τηλέφωνο ο μπαμπάς και η νονά, για να δουν πού ακριβώς είναι. Είμαι στο φανάρι πριν από το βενζινάδικο, μόλις πέρασα την εκκλησία, πίσω απ’ το μανάβικο με την μπλε τέντα είμαι τώρα, είμαι στα διακόσια μέτρα, τέτοια πράματα. Άμα μας σταματούσαν για έλεγχο θα λέγαμε «φαρμακείο». Φτάσαμε στο φαρμακείο με το αυτοκίνητο. Μην κουνιέσαι! μου είπε ο μπαμπάς. Αλλά εγώ σηκώθηκα, αν και απαγορεύεται αυτό. Και είδα τη νονά να κάθεται δίπλα στο φαρμακείο με μια σακούλα φαρμακείου και μετά να τρέχουν μαζί χέρι χέρι με τον μπαμπά να κρυφτούν κάπου. Τους έχασα. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά. Φοβήθηκα ότι θα τους σκοτώσουν με την καραμπίνα. Άρχισα να ουρλιάζω δυνατά το όνομά μου, για να μη φοβάμαι. Και μετά έτρεχε ο μπαμπάς στο αυτοκίνητο με το πάπλωμα και άνοιξε γρήγορα το πορτμπαγκάζ, και το έβαλε μέσα. Μην κουνιέσαι! μου είπε. Και βούλωσέ το επιτέλους! Τι έπαθες, και ακούγεσαι σε όλο το τετράγωνο; Ήταν κατακόκκινος ο μπαμπάς. Μετά πλησίασε δίπλα στο αυτοκίνητό μας η νονά με το τζιπ. Σήκω τώρα! μου είπε ο μπαμπάς, πες γεια και ξανακρύψου! Είδα τη νονά να με χαιρετάει και μετά να μαρσάρει και να χάνεται στη στροφή. Τα νύχια της ήταν χρυσαφένια και τα μαλλιά της είχαν μια λευκή γραμμή στη μέση. Και σκάβανε στη γωνία, και σηκώθηκε σκόνη σαν αυτή του κουραμπιέ, όπως στα γουέστερν.

Απόσπασμα από το διήγημα «Τα παπλώματα της καραμπίνας»

.

.

 

Leave a comment