Οι δυνατοί αναίσθητοι
Φοράνε προβοσκίδες
Έχουν δάχτυλα τσιγκέλια
και μια παρδαλή ουρά
Αποκεφαλίζουν
της φαντασίας τα παιδιά
πριν αυτά ακόμα γεννηθούνε
Στα όνειρά τους
δεν βρέχει μανταρίνια
Ποτέ δεν τόλμησαν να πατήσουν
την ουρά μιας κοιμισμένης τίγρης
κι όμως βρυχώνται
Το μόνο που φοβούνται
μην τύχει και τους λιώσει
η μεταξωτή παντόφλα
του Αυτοκράτορα
Έλσα Κορνέτη, Ο λαίμαργος αυτοκράτορας κι ένα ασήμαντο πουλί, Εκδόσεις Σαιξπηρικόν, Τα ποιήματα του 2012, Κοινωνία των (δε)κάτων
Δεν είναι ψεύτης, είναι μπαλαντέρ. Ο Απρίλης είναι διάφανος και απρόβλεπτος. Λείος σαν κρύσταλλο, κοφτερός σαν γυαλί. Ακροβατεί μετέωρος στην άκρη του γκρεμού και γελά ανέμελα στο φόβο. Μοιάζει σκληρός, επειδή έχει μόνον παρορμήσεις. Δεν αγαπά, δρα. Ένα παιδί. Μυρίζει φρέσκα αγριολούλουδα και ανθισμένες λεμονιές. Απαλός αλλά μεθυστικός. Παίζει μουσική με τα κουδουνάκια του καπέλου του. Έχει γεύση από φράουλες και πίνει νερό από βουνίσιες πηγές. Τον αποκαλούν τρελό. Εκείνος ψάχνει την αλήθεια, χωρίς να λογαριάζει το κόστος. Μέσα του ξέρει πως αν κάνει αυτό το βήμα στο κενό, θα πετάξει…
To βιβλίο της Στέλλας Δούμου-Γραφάκου Χαμηλές οκτάβες περιλαμβάνει δύο συλλογές: την ομώνυμη βραβευμένη συλλογή και τη συλλογή Μέλισσες σφουγγαρίζουν τις κοιλάδες.
Στο δωμάτιο δυο σώματα χορεύουν στο φως άνιση μάχη«ανταρσία» φωνάζουν ευθύς οι φαρισαίοι«λάθος, λάθος, τίποτα δεν αλλάζει και δεν θ’ αλλάξει ποτέ» αιχμάλωτοι του έρωτα
Σταυρούλα Α. Γάτσου, Εργαλεία πολέμου για τους αιχμάλωτους του έρωτα,
Σκυλίσια νύχτα κι αυτό το στρώμα δροσισμένο από φυγή ονείρων κουράστηκα να περιμένω παιδί ήμουνα κι ο χρόνος με ροκανίζει ανελέητα μόνος μου άθλος μισός αιώνας κλεμμένος του θανάτου στρατιώτης κι η μισή κυβέρνηση αστράτευτη εκεί που γέμισε ο τόπος κλέφτες, και πού στ’ αλήθεια ήταν κρυμμένο όλο αυτό το ερπετό με βουλιμία ως εμετού καλλιεργημένη από πολιτικούς ηγέτες και δημοσιογράφους, γουρούνια σπρώχνονται γύρω από πεταμένα εκμαυλισμού χαρτονομίσματα, το διπλανό ανθρωπάκι ανεβασμένο στα ικριώματα της εξουσίας με μια νάυλον ψυχή σημαία, βαρέθηκα πια να τους βλέπω εκπεσόντες των ποιητών τους κραυγάζοντα λαρύγγια δικαιωμάτων χωρίς όριο και να γυρίζουν κύκλους γύρω μου τ’ αστέρια δυο τρωικούς πολέμους κράτησε το φαγοπότι αποφοράς σπρωγμένων για τα ψίχουλα, ναι, κι αυτό το βόδι να μου πατάει τη γλώσσα όσο φιμώνοντας το σκυλολόι των δημοσιών ρητόρων το εξ αρχής και παλαιόθεν ύβρης επακόλουθο επίγραμμα ντροπή για την Ελλάδα άλλη μια φορά να πω απλά: τα αφεντικά μου έπαιξαν και τώρα είμαι εγώ που χάνω και πρέπει να πληρώσω.
*
*
.Τελικό Ποίημα
Ελλάδα μη γαμήσω το στοματικό σου στάδιο
φαγητό λόγια ξερατό και ποιήματα εκεί που
όλα καλούνε το καλάσνικωφ να κελαηδήσει
για να μας βγάλει απ’ την κατάρα της γραφής
με τη σοφία που η Μαρία λέει όταν της δείχνουν
τα ωραία γραφτά των παιδιών: Δώσαμε δώσαμε.
Δεν θέλω ποιήματα, δεν θ’ αφήσω ούτε λέξη να
έχουν τα παιδιά μου εμπόδιο στο μέλλον τους
παρά μονάχα έναν απλό κανόνα όπου η λέξη
θα έχει την αξία της δέσμευσης ή αλλιώς σιωπή
μακριά από τα στόματα, στα χέρια, στο κορμί
χέρια και πλάτη έχει ανάγκη το μέλλον του κόσμου
όχι αυτά τα γαμημένα λόγια μου τ΄ ανήμπορα
να δώσουν μια προοπτική αξιοπρέπειας στα ερχόμενα.
Μη με διαβάζετε λοιπόν, δεν έλειψαν τα λόγια
φύγετε από δω, μακριά, όχι με φαγητό και λόγια
ξερατά και ποιήματα, μα ένα ελάχιστο της πράξης
που επιτέλους στη ζωή αληθινά να τ’ ανασταίνει.
Ένας κατάδικος υπήρξα λέξεων προς ποιήματα
γι’ αυτό ζητάω από το μέλλον σας συγγνώμη.
O Δημήτρης μου αγαπούσε ανέκαθεν τα σκυλιά. Κάθε φορά που είχε άδεια, ερχόταν λιγότερο για να δει εμάς και περισσότερο για να παίξει με τη Χιόνα. Της είχε μάθει διάφορα κόλπα: της πετούσε μια παντόφλα στην αυλή και πήγαινε τρεχάλα και του την έφερνε. Της έλεγε «Σούζα!» κι αυτός ο σατανάς σηκωνόταν στα πισινά του πόδια και δεν κατέβαινε επ’ ουδενί λόγω αν δεν της έλεγε «Κάτω». Τύφλα να ’χουν τα σκυλιά των τσίρκων. Μα η στρίγκλα η νοικοκυρά δε χώνευε σκυλιά. Άρχισε την γκρίνια: τη μια παραπονιόταν πως είχε τσιμπούρια, την άλλη πως είχε εχινόκοκκους. «Βασιλάκη!» φώναζε στο γιο της επιδεικτικά για ν’ ακούσω εγώ. «Έλα, παιδί μου, απάνω, μην πας κοντά σ’ αυτό το κοπρόσκυλο και κολλήσεις χιονοκόκκους!…» Γκρίνιαζε ότι πήγαινε το σκυλί και κατουρούσε στο περιβόλι και μαραινόντουσαν οι ήλιοι της. «Τι ήλιους και κουραφέξαλα κάθεσαι και μου συζητάς, κυρία Μαργαρίτη μου, της λέω μια μέρα. Σε κουβέντα δηλαδή να βρισκόμαστε; Φτάνει ήλιος μέσα σ’ αυτόν τον τάφο για ν’ αναπτυχθούνε ήλιοι;» Για να μη νομίζεις, κυρία μου, είπα μέσα μου, πως είσαι μόνον εσύ έξυπνη και κάνεις πνεύμα και λογοπαίγνια. Στο τέλος μ’ απείλησε πως αν δεν το ’διωχνα, θα του ’δινε φόλα. «Ας τολμήσει να του δώσει φόλα», μου λέει ο Δημήτρης όταν του το ’πα, «και θα δει πόσ’ απίδια έχει ο σάκος!» «Kράτα το νταηλίκι σου για τον εαυτό σου, παλικαρά μου!» του λέω. «Δεν έχω όρεξη για μπελάδες. Αρκετά έχεις κηλιδώσει το μητρώο σου. Όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή, ξέρω εγώ να σ’ τη συγυρίσω».
.
.
.
H κατάλληλη στιγμή δεν άργησε νά ’ρθει. Μια μέρα είχε βγει στη σκάλα της υπηρεσίας και μου ’ψελνε τον αναβαλλόμενο. «Δεν μπορούμε πια να ησυχάσουμε μ’ αυτό το βρωμόσκυλο!…» και τα λοιπά και τα λοιπά. Στην αρχή έκανα τον κουφό. Μα όταν είδα ότι ήθελε σώνει και καλά να της απαντήσω, βγαίνω στην αυλή, σηκώνω τη ρόμπα μου, και δε φορούσα ούτε βρακί από κάτω, και της αμολάω μια πορδή, πρρρ!!! Πού τη βρήκα, βρε Νίνα μου; Ούτε παραγγελιά να την είχα. Και της λέω: «Iδού η απάντησίς μου, κυρία Μαργαρίτη μου, και εις την μητρικήν σας γλώσσα!» Kαι μπαίνω μέσα και της χτυπάω την πόρτα στα μούτρα…
«Το ’κανες αυτό, βρε κυρα-Eκάβη; Σήκωσες τη ρόμπα σου;»
.
Kώστας Ταχτσής, Το τρίτο στεφάνι, σελ. 111-112, Εκδόσεις Εξάντας, 1987
Άνοιξε την πόρτα και μπήκαν οι νεκροί του∙ κρέμαγε περιχαρής τα χιονισμένα τους κασκόλ, όταν γύρισε η μάνα στον πατέρα αυστηρά: «Η ενοχή του, βλάκα, μας ανάστησε!»
Έτσι, ενώ ως παιδί υπήρξα χαρούμενη και όλες οι φωτογραφίες μου με δείχνουν ευτυχισμένη, μετά μελαγχόλησα. Μου ήρθε πολύ βαρύς αυτός ο εγκλεισμός και ίσως μου έδωσε μία λάθος εικόνα για τη ζωή. Όλα ήσαν αμαρτία μεγάλη. Όλα. Αφού και στα βιβλία ακόμη βάζανε μπάντες. Στα βιβλία πι-χι της Ντελύ, τα οποία είναι τα πιο ανώδυνα που μπορείς να φανταστείς. Άμα πλέον οι νέοι ερωτεύονταν και φιλιόντουσαν. Βάζανε μία μπάντα εκεί, οπότε εμείς τα παίρναμε κρυφά στους κοιτώνες και τα κρατούσαμε αντίθετα προς το φως, ψάχνοντας γι’ αυτό το φιλί απ’ όλες τις άκρες. Όχι δεν ήταν λαγνεία. Ήταν μια κανονική φυσική περιέργεια. Ούτε κάναμε τίποτα. Δεν μπορώ να πω για τις άλλες, πάντως όχι εγώ. Ούτε και για τις καλόγριες ξέρω τι έκαναν. Ίσως μία να ήταν λεσβία. Ίσως, γιατί κάποια φίλη μου, η Κατρίν, είπε στους γονείς της ότι εκείνη τη χάιδευε. Την έπιανε και τα λοιπά. Οπότε ξέσπασε ένα σκάνδαλο, αλλά τι γινόταν μεταξύ τους δεν ξέρω. Μπορεί και να μη γινότανε τίποτα. Όμως αυτό που είπες δεν το έμαθα, όχι. Τουλάχιστον τότε. Επίδοση ανάγκης. Το είπες ωραία∙ αλλά θα μπορούσε να είναι και επίδοση μοναξιάς, γιατί το δοκίμασα αργότερα. Πολύ αργότερα και κάτω από άλλες συνθήκες. Από πλήξη. Από βαρεμάρα, και όταν δεν υπήρχαν καν λόγοι. Μόνο που αυτό δεν σου δίνει χαρά. Σε ανακουφίζει απλώς. Σπαράζεις μια στιγμή, σα να χωρίζονται τα κύτταρά σου στα δύο μέσα στο σκοτάδι τους, και μετά νιώθεις άδειος τελείως και ακόμα πιο μισός από πριν. Τέτοια απελπισία. Αλλά μπορεί και να ψεύδομαι εδώ. Δεν ξέρω. Μπορεί να είναι αυτό το περίεργο πράγμα, αυτές οι δυσκολίες που είχα ανέκαθεν. Γιατί ενώ ανακάλυψα το σεξ νήπιο σχεδόν, έρωτα πρωτοέκανα αργά. Αργά ακόμα και με τα μέτρα της εποχής μου. Στην Ιταλία με κάποιον που δεν είμαι σίγουρη ότι μου άρεσε. Αλήθεια δεν μου άρεσε, και είχα συμπληρώσει τα είκοσι τρία. Αυτή η πρώτη φορά που λένε ότι σε σφραγίζει. Κολοκυθόπιτα. Για μένα ήταν απόφαση παρμένη με το μυαλό και κανένα ίχνος δεν έχει μείνει επάνω μου. Καμία συγκίνηση, ή έστω η ανάμνησή της. Ούτε και κανένα σοκ, όπως με το δόντι μου αίφνης. Το πρώτο δόντι που έπρεπε να φτιάξω, και ήταν περίπου την ίδια εποχή. Το είχε χτυπήσει τερηδόνα, και δεν εννοώ το φόβο του τροχού ή τον πόνο, γιατί δεν πόνεσε διόλου και άλλωστε χρειάστηκε να φτιάξω και άλλα δόντια αργότερα. Εννοώ αυτό το παράξενο συναίσθημα που κράτησε ένα μήνα περίπου. Ήταν η πρώτη «ρωγμή» και, παρόλο που είχε αποκατασταθεί τόσο ανώδυνα, για μερικές ημέρες η γλώσσα μου πήγαινε από μόνη της, ξανά και ξανά ερεθισμένη, στο ίδιο σημείο. Ερεθισμένη και ενοχλημένη από το αδρανές ξένο στοιχείο που είχε σφηνωθεί στον οργανισμό μου, αλλά είχε σφηνωθεί και στο εγώ μου επίσης, σαν αγκάθι φραγκόσυκου, και μου πήρε ένα μήνα να το ξεχάσω. Δεν ξέρω. Και όλα αυτά είναι τόσο ιδιωτικά. Δεν ξέρω αν ήμουν ένας άνθρωπος πολύ αισθησιακός. Πρέπει να αγαπάω κάποιον για να μπορέσω να λειτουργήσω. Και τώρα είναι πλέον σαν να έχει κλείσει ο κύκλος και έχω τόσα σφραγίσματα.
Τώρα, μη τολμώντας να απευθυνθεί στον δρα Μπρετ, άρχισε να ζητιανεύει ηρεμιστικά από τις φίλες και τις αδελφές της. Δεν είπε στον Ντέιβιντ πόσα έπαιρνε, η πρώτη φορά που του έκρυβε κάτι. Το έμβρυο έμενε ήσυχο για καμιά ώρα μετά τη λήψη του φαρμάκου και η Χάριετ ηρεμούσε από την αδιάκοπη πάλη μέσα της. Τις νύχτες ο Ντέιβιντ άκουγε τα βογκητά και το κλαψούρισμά της, αλλά τώρα δεν προσπαθούσε να την παρηγορήσει, γιατί είχε την αίσθηση ότι η Χάριετ δεν έβρισκε μεγάλη βοήθεια στην αγκαλία του. «Θεέ μου!» έλεγε —ή μούγκριζε ή βογκούσε— κι ανακαθόταν ξαφνικά ή πεταγόταν από το κρεβάτι κι έβγαινε διπλωμένη από το δωμάτιο σαν κυνηγημένη από τον πόνο.
Ο Ντέιβιντ δεν έβαζε πια το χέρι στην κοιλιά της, γιατί τον ξεπερνούσε αυτό που ένιωθε εκεί.
Ήταν απίστευτο πώς μπορούσε ένα τόσο μικροσκοπικό πλάσμα να δείξει τέτοια φοβερή δύναμη. Έτσι ήταν όμως. Του ήταν αδύνατο πια να πλησιάσει τη Χάριετ, που του φαινόταν ότι είχε καταληφθεί από μία εμμονή, είχε απομακρυνθεί από κοντά του, βυθισμένη όπως ήταν σε τούτη τη μάχη με το έμβρυο, στην οποία αυτός αδυνατούσε να πάρει μέρος. Ξυπνούσε τις νύχτες κι έβλεπε τη γυναίκα του να βηματίζει στο σκοτεινό δωμάτιο ώρες ολόκληρες. Όταν ξάπλωνε επιτέλους, ξαναβρίσκοντας την ανάσα της, έμενε λίγη ώρα ακίνητη κι έπειτα τιναζόταν πάλι μ’ ένα επιφώνημα, ξέροντας ότι ο Ντέιβιντ ήταν ξύπνιος, κατέβαινε στο μεγάλο οικογενειακό δωμάτιο, όπου μπορούσε να βηματίζει πέρα δώθε, να βογκά, να βλαστημά και να κλαψουρίζει, χωρίς να τη βλέπει κανείς.