Έχουν δική τους μοίρα τα σκυλιά
δικό τους πρόσωπο Θεού λατρεύουν
δικό τους αγναντεύουν ουρανό
δίνουν δικό τους ορισμό για τους ανθρώπους
Κρατούν τη μνήμη του
κατακλυσμού
το ρίγος για μιαν άγνωστη πατρίδα
ψάχνουν το δάσος κάτω από την πόλη
θέλουν να ξεψυχήσουν σ’ άλλους τόπους
Κάποτε μες στον ύπνο των σκυλιών
θρηνούν οι λύκοι
σαλεύει ο φόβος τα βαριά κλαδιά του
φίδι σφυρίζει η πείνα την οργή της
Ακούν στα βάθη την παλιά οιμωγή
της ερημιάς τον προσκλητήριο θρήνο
δαγκώνουν την αόρατη αλυσίδα
κόκκινο φως τα μάτια τους τυφλώνει
θυμούνται φλόγες και
ξεριζωμό
ξυπνά το αγρίμι μέσα τους
και κλαίει
Από τη συλλογή Ο ληξίαρχος, 1989, Ανθολογία Ανέστη Ευαγγέλου, Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά, Εκδόσεις Παρατηρητής, 1994
.
Παιδί σκαρφαλωμένο στο δοκάρι
κοιτάζω τα νερά που πλημμυρίζουν
σκεπάζουν τα πανιά και τα πιθάρια
κι όλο ανεβαίνουν
κι όλο με πλησιάζουν
Ακούω φωνές στο δρόμο ξεχωρίζω
της πεθαμένης μάνας μου το κλάμα
Θέλω ν’ αποκριθώ φωνή δεν έχω
Και τότε ξάφνου βλέπω τη γυναίκα
να πλέει απάνω στα νερά σαν βάρκα
γυμνή
σε στάση πρόστυχη
γελώντας
κι απλώνοντας τα χέρια προς εμένα
ξάπλωσε απάνω μου λοιπόν να λέει
σου ’χω στο σπίτι μέλι και καρύδια
πάμε να φύγομε από δω δε βλέπεις;
Πληθαίνουν τα νερά και θα μας πνίξουν