RSS

Category Archives: Κλεοπάτρα Λυμπέρη

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Η λέξη υπάρχω

.

O νεκρός άνθρωπος έχει πολλά χέρια· εξέχουν πάντα
κάτω από το σπίτι του όταν μεταφέρεται αργά
από άλλους. Τα χέρια του νεκρού ανθρώπου
σκάβουν στα χώματα· με νύχτα πλάθουν τη λέξη
υπάρχω  – το δεν υπάρχω τρέμει, φοβάται.
(Η λέξη άπειρο είναι μια έννοια τριγυρισμένη από
νεκρούς.)

Εγώ ο μαθητευόμενος Λόγος τι άραγε έχω να
μάθω φυλακισμένος σ’ αυτό το κελί
(γλώσσα το λένε· ή αλλιώς
παλάτι των ανεπαίσθητων ήχων).

Το αυτί πιστεύει πως οι λέξεις κάποτε ξεσπούν
ραγδαία όπως οι βροχές, ή άλλοτε μοιάζουν
κανονιές από τη λύπη των ανθρώπων
όταν οι ίδιοι γκρεμίζονται σαν σπίτια.

Photo: Gerhard Richter

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, από την ανέκδοτη συλλογή Το δεν είμαι ακόμη

 

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Η ερώτηση του Wallace Stevens

.

Άραγε έζησαν άσκοπα οι κομμωτές
εκείνων των υπερβολικών κομμώσεων στο Bath
αφού ούτε μια μπούκλα τους δεν έμεινε στον χρόνο;
(είπε ο Wallace Stevens)
Οι κομμωτές-κομητών οι ποιητές, αντιθέτως, τινάζονται
στο μέλλον  (του λέω).
Σαν μπαλαρίνες πάνω στη σκηνή
(με λυμένα μαλλιά) υποκλίνονται στον θεατή
– η υπόκλιση επιμηκύνεται διά βίου.

Το ποίημα είναι μια μπούκλα που στολίζει το κεφάλι
του ποιητή και του αναγνώστη
(ή αλλιώς βόστρυχος, ελληνιστί – ιδού μια λέξη
που προσελκύει την προσοχή).
Η απλότητα της μορφής πάντα γοητεύει
–έτσι ισχυρίζονται οι ειδήμονες–, ενώ
αν είναι υπερβολικό χτένισμα, το ποίημα απωθεί.

Εντούτοις, πάντα υπάρχουν όλοι αυτοί
που αγαπούν τις υπερβολές
τις μεγαλοπρεπείς αρχιτεκτονικές.

Πίνακας: George Braque

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, από την ανέκδοτη συλλογή Το δεν είμαι ακόμη

 

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Ταγκό

.

Η ντουλάπα μουγκρίζει συχνά στις κρεμάστρες όταν
η μαμά γυρίζει απ’ τον ταφτά της· στο χορό
ο μπαμπάς μου της έλεγε     τα μπράτσα σου
αγάπη μου     τι επιδεξιότητα στην εξουσία
τα μπράτσα οι λεπταίσθητοι βόστρυχοι τού
μηδενός που σε τύλιξε ο νεκρός σου πατέρας·
θα της πω: η περούκα σου βγάζει φωτιά
μαμά·                      με τη στάχτη ταΐζω·
τώρα όμως το άπειρο με κατέβασε στο λιγάκι και
σχεδόν μού φαντάζεις μια κότα      από κότα η
κίνηση της κεφαλής το αυγό σου μιας κότας
που πέφτει στα πόδια      το αυγό σου –εγώ–
μία πράξη αυγό     ένα φράκο που μ’ έπνιξε
στο ταγκό

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Ταγκό, από τη συλλογή Το ρήμα πεινάω, εκδόσεις Άγρα 2001

Artwork: Sarah Jarrett

 

 

 

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου

.

Ποίημα, σε λίγο θα φύγεις, θα πάρεις
τους δρόμους σαν σκύλος
σαν ντάλια κομμένη – τι θα έχω τότε,
ποιος θα είμαι; σε τι κατοικίες θα πλαγιάζω
χωρίς φαΐ, χωρίς νερό χωρίς κορμί;

Ποίημα, μου ρίχνεις τόσους σκοτωμένους
να με σκεπάσουν όλα τα υπαρκτά
και τα κατεβατά της ερήμου
όλοι οι άνεμοι, οι σχηματισμοί πτηνών και οι
φωλιές τους, οι θύελλες οι αισθηματικές τους.

Ποίημα, συ ο παρών, ο ενεδρεύων
σε κάμπους πίσω από μάτια και μυαλά,
σε όλα τα λόγια που με διώχνουν από τη
φωλιά, σε οράματα που φτύνουν στο στόμα μου
όπως οι σαμάνοι
μα και σε ουρλιαχτά των Άλπεων
(τόσο πολύ χιόνι μαζεύεται όταν λείπεις)

Ποίημα, ποιος είσαι; Ποιοι είμαστε όλοι οι
κρυμμένοι στον έναν αυτόν που τώρα μιλά;
Αν γίνεις ο ρυθμός, το σχήμα, το ρίγος
το στήθος των φτερωτών ζηλωτών των γλωσσών
σαν λαμπάδα του Πάσχα θ’ ανάψεις
σαν έρως του Ενός
–μνήσθητί μου, Ποίημα, όταν έρθεις εν τη
βασιλεία σου στο σπίτι του Κανενός.

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου, από την ποιητική συλλογή Το μηδέν σε φωλιά, Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2018

.

 

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Δωμάτιο με θέα

 

Ο ποιητής κοιτάζεται στα πράγματα μέσα στο σπίτι· η φύση του σπιτιού ξέρει ν’ αλλάζει συνεχώς·  πέφτουν καρέκλες και τσακίζονται, πηδάνε άλογα στις πολυθρόνες. Οι νύχτες βόσκουν στα πατώματα. (Aν τις ταΐσεις ποιήματα θα χορτάσουν;) Λάμπα μου, φέξε, το σώμα μου κόβεται σε πολλές λέξεις, οι λέξεις βγάζουν τα ρούχα τους. (Τη νύχτα που πέθανε ο ποιητής Τάσος Δενέγρης, ήρθε στον ύπνο μου και μου είπε: Τα ποιήματα είναι σκιές των δασών).

Η όραση συνήθως αυταπατάται; Ο Μπόρχες νομίζω θα έλεγε: η όραση είναι βιβλιοθήκη· ομοίως κι αυτή περισυλλέγει το ένα το άλλο. Πολλές φορές όμως γλιστρά και φεύγει χωρίς να βλέπει αυτό που συμβαίνει. Μια βιβλιοθήκη δεν είναι βοσκός αλλά δοχείο με φτερουγίσματα. Όμως το ζητούμενο, η σοφία, πάντα εχθρεύεται τα τοπία της σκόνης· ζει κρεμασμένη σε μια αιώρα που δεν περιμένει τον κουνιστή της αλλά την αδαμάντινη χαρά τού ουδέν οίδα).

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Δωμάτιο με θέα (Περί αισθηματικής αγωγής) από το Το μηδέν σε φωλιά, σελ. 64,  εκδόσεις Γαβριηλίδης 2018

Πίνακας: Gian Paolo Dulbecco

 

Kλεοπάτρα Λυμπέρη, Allegro staccato

.

Oι ποιητές προτιμούν την αταξία και την τρέλα
(και τις ραπτομηχανές δίπλα σε μια ομπρέλα).
Αλλά ποιος νοιάζεται για θεωρίες
όταν ξοδεύει τον χρόνο του με κυρίες
της Αβινιόν;

(H φιλοσοφία ορίζει τέσσερις διαστάσεις και μια ακόμα
που αναφέρεται στις διαστάσεις
– πέντε σημεία των ορυζώνων).

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Allegro staccato (Περί ύλης αντιλογία) από το Το μηδέν σε φωλιά, σελ. 50, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2018

Artwork: Lydia Lys Selimalhigazi

 

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Ποίηση με τέσσερα πόδια

ΙΙ. Περί μη ταπεινότητας

7. Ο ηθικολόγος είναι τόσο άδειος από καρδιά, ιδέες, έμπνευση, χαρά, γιατί φυλακίζεται με τη θέλησή του σε ένα μαυσωλείο. Στην άλλη άκρη, ο μη-ταπεινός (ζωηρός υπερασπιστής μιας εξατομίκευσης) κινείται ελεύθερα σε πολλούς ζωντανούς κόσμους ταυτοχρόνως.

9. Κάθε προσπάθεια για ταπεινότητα συνήθως καταλήγει στην υπεροψία. Το να αισθάνεσαι πως είσαι πιο ταπεινός από τους άλλους, αυτό δεν είναι μη-ταπεινότητα; (ή αλλιώς: o υπερόπτης ξεγελάει τον εαυτό του με το κυνήγι της ταπεινότητας.)

13. Αν  και η μη-ταπεινότητα εξωτερικά μοιάζει παντοδύναμη, στο εσωτερικό της σαλεύει ο τρόμος ή ένας πόνος που ροκανίζει το συκώτι, την καρδιά, τα νεφρά.

16. Ο ταπεινός καλλιτέχνης δεν ενδιαφέρεται για την ίδια την τέχνη αλλά για το παιχνίδι, τη δημιουργική μανία, την ήττα, την αναγέννηση. Δηλαδή, για όλα όσα εμφανίζονται (μέσω της τέχνης) στην εσωτερική του ζωή.

27. Η μη ταπεινότητα συχνά στηρίζεται σε έναν κόσμο απαστράπτοντα (γνώσεις, ταλέντο, κάλλος, λαμπρά κατορθώματα.) Αλλά το χάος αδιαφορεί για όλα αυτά.

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Ποίηση με τέσσερα πόδια [παίγνια και φάρσες], Οι εκδόσεις των φίλων, 2017

Artwork: Joel Meyerowitz

 

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Ποίηση με τέσσερα πόδια [παίγνια και φάρσες]

Ι. Περί συνομιλίας

13. H επιδίωξη της ποίησης δεν είναι συνομιλία άνευ όρων.

 14. Η καλύτερη συμπεριφορά του αναγνώστη προς τους στίχους εκείνους που ο Μαλλαρμέ θα ονόμαζε «στολίδια ηχηρής μηδαμινότητας» είναι να πετάξει στα σκουπίδια ολόκληρο το βιβλίο.

98. Αν κάποια μέρα θα μπορέσει να πει (όπως ακριβώς ο Χάιντεγκερ) Μίλησε γλώσσα, καλό είναι να γίνει αυτό επειδή έχει έρθει βιωματικά σε επαφή με την πρωταρχική πηγή του Λόγου και όχι επειδή διαβάζει Χάιντεγκερ.

 109.  Για να γραφεί καλή ποίηση χρειάζεται η ψυχική αδεξιότητα;

110. Το τραύμα του καλλιτέχνη, ως γνωστόν, γεννά γλώσσα· αλλά αυτή πώς να εκφραστεί ολοκληρωμένα χωρίς έναν οργανωμένο νου; H αδεξιότητα περιπλανιέται απλώς στο τυχαίο, αναλώνεται (σχεδόν με αυταρέσκεια) στην περιγραφή του τραύματός της.

125. O τροβαδούρος συνομιλούσε με ένα ιδεατό θήλυ που καθησύχαζε τον φόβο του για την πραγματική γυναίκα. Έτσι, η εξιδανίκευση γινόταν για εκείνον μέθοδος παρεμπόδισης της αληθινής ζωής, αλλά και σταθερή τήρηση απόστασης απ’ όσα ονομάζουμε αληθινή σχέση με τον εαυτό.

 

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Ποίηση με τέσσερα πόδια [παίγνια και φάρσες], Οι εκδόσεις των φίλων, 2017

 

 

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Ονειρευόμουν τις σημασίες (απόσπασμα)

.

Ο χρόνος επόπτης σε όλα τα νοήματα
πληκτρολογεί μια νιφάδα χιονιού.
Το πληκτρολόγιο αντιδρά κάτω από τα
δάχτυλα γίνεται φωλιά για μικρά ζώα. Τι
κατοικία το πληκτρολόγιο εκεί όπου
ο ουρανός είναι λέξη του αδυνάτου.
Τα δάχτυλα αγγίζουν το αδύνατον
– χαϊδεύουν.

Η λύπη μού μιλάει:
Το περισσότερο που έχεις ειν’ αυτές
οι νεαρές δεσποινίδες στα οροπέδια
–οι λέξεις– που σου γνέφουν συνεχώς
(τάχα ζωή σε στόμα που ψυχορραγεί)
κύκνεια άσματα της ζωής σου
οι συλλαβές            οι ωδές
του χρόνου
σαν ακατάληπτα χέρια και βρόγχοι.

.

.

Η σημασία είναι μια σοβαρή κυρία
η οποία θα επιθυμούσε να είναι καπέλο ή
μια τούφα μαλλιά σε κάθε κεφάλι
(ή τουλάχιστον μια φουρκέτα).
Έτσι θα τη φορούσαν όλοι.
( Αναγκαστικά.)
Το στήθος της βαδίζει πότε δω και αλλού
ξεσηκώνει τη βλάστηση             κουρνιάζει
εκεί όπου γερνάς σιγά σιγά στις μακρινές
αποστάσεις το πόδι της
έχει πολλές χρήσεις (όπως κάθε χέρι)
ανεβαίνει κατεβαίνει ή
τελοσπάντων δηλώνει.
Παραδόξως ο λάρυγγάς της
κινείται ομοίως.

 Γυμνό κρανίο
σε κεφάλι με
καπέλο
είμαι
τη σημασία θα φορέσω
για να μου αρέσω.

(Δημοσιεύτηκε στην Ποιητική)

Artwork: Rozenn Le Gall

 

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Αν η Έμιλυ ήταν λιγότερο λυπημένη

-9

.

Είμαι ο Κανένας. Εσύ ποιος είσαι;
Είσαι κι εσύ ο Κανένας;
Έμιλυ Ντίκινσον

Ο ποιητής καλπάζω με ίππο τις σελίδες
πάνω στη χλόη της Έμιλυ – είμαι κι εγώ ο Κανένας;
Αχ Έμιλυ, πόσο απαλή η ματαιότητα
όταν σε σέρνει στον εαυτό σου.
Αλλά συνήθως ο κανένας είναι κάτι – ίσως το
άλογο που κουβαλάει τον αναβάτη, ίσως το σύννεφο
στο πάνω μέρος του πίνακα
ή στήθος που ξαφνικά τρυπάει και πέφτεις
στο πιο βαθύ σου σώμα.

Αν είμαι ο κανένας που δεν έγινα ο υπάρχων
αν είμαι ο ιππεύων που δεν έγινα ο
επόπτης στις αβύσσους, θα πει πως η λέξη αγαπώ
γέρασε μέσα μου πριν τη γεννήσω
(δηλαδή, πως δεν ξανάφτιαξα το σύμπαν)
γι’ αυτό και μένω στην κοιλιά του αλόγου μου
σαν περιττή αλογόμυγα.

Αν είμαι ο αγαπών ίσως να είμαι ο Κανένας
που η κάθε πράξη του έσωσε τις λέξεις.
Έτσι όμως η ποίηση μάλλον δεν ωφελείται
(πάνω σε τέτοιον ίππο ποιος ποιητής να καλπάσει;)
Γι αυτό ας συντρέχουν ο αναβάτης και ο ίππος
στ’ αγκάθια, στους γκρεμούς, στα φριχτά μονοπάτια
γι’ αυτό ας κουτσαίνει το άλογο
ώσπου ο ιππεύων να υποταχτεί
στην κακή μοίρα που τον έχρισε ποιητή.

(δημοσιεύτηκε στο πρόγραμμα του 4ου διεθνούς φεστιβάλ Τήνου 2014)

Πίνακας: Rimi Yang

.