RSS

Category Archives: Μιχάλης Γεννάρης

Μιχάλης Γεννάρης, Πρίγκιπες και δολοφόνοι

Ήταν απ’ τα νιάτα της νταρντανογυναίκα και γλωσσού. Τη βλέπει ο παπα-Φώτης και της φωνάζει από ψηλά να πετάξει τα κοφίνια, να τρέξει να σωθεί γιατί έρχεται κοσμοχαλασιά, μέγα κύμα και κακό, τσουνάμι Φιλιππίνων.Δεν προλαβαίνει η κακομοίρα και την παρασέρνουν τα νερά. Πεντακόσια μέτρα μέσα στην ενδοχώρα έφτασε η θάλασσα απ’ το σεισμό της Σαντορίνης. Βρήκε τις μανταρινιές και τις αλάτισε. Τις έκαψε, κύριε εισπράκτορα.Τη Μουράδαινα την εντόπισαν δυο εβδομάδες μετά κάτι τρεχαντήρια στην Πάτμο. Στους καφενέδες η πνιγμένη. Σωσμένη και ανέπαφος. Ξεφλούδιζε μανταρινάκια. Όπως την πήραν τα νερά σκάλωσε σε μια σανίδα και διεσώθη. Φοβόταν όμως να επιστρέψει, θα τη σακάτευαν τα γονικά της. Τελικώς τους έπεισε ο παπάς και τη δεχτήκανε, τάχατες πως είναι γραμμένο της να μονάσει ένεκα μεγάλης ευσεβείας, αλλιώς θα πνιγόταν, δεν θα αγκυροβολούσε στο νησί του Ευαγγελιστή, και στο φινάλε την έφερε πίσω μια μαούνα του ναυτικού.Λίγο μετά παντρεύτηκε. Δύο παιδιά η Μουράδαινα, κύριε εισπράκτορα. Τον Μιχελή που είχε ουζάδικο στο Μπρίσμαν και τον Γαβριήλ, εγκάτοικο Δαφνίου.Έμοιασε του πατρός του αυτό το αγόρι. Απροσάρμοστο. Δούλευε εργοδηγός στη ΔΕΗ ο άντρας της Μουράδαινας. Τα καλοκαίρια Θεσσαλονίκη. Έστελνε τη Μουράδαινα με τα παιδιά Αστυπαλιά.

Το είχε άχτι η γυναίκα να πάει κι αυτή μια φορά στην Έκθεση Θεσσαλονίκης, να φορέσει ενώπιον κόσμου το μεταξωτό με το λουλουδάκι, που της είχε στείλει η ξαδέρφη της από τη Βαλτιμόρη.Τα κατάφερε, Σεπτέμβρη του εξήντα έξι. Σφυρίζει του ταξιτζή, λέει στα κουτουρού: «Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης» και νταν, σκορπίζει χαρτονόμισμα, πλούσιοι τότε οι Αστυπαλίτες, δε λυπούνταν τα μεταφορικά, κι έτσι ανέβηκε Θεσσαλονίκη η Μουράδαινα μαζί με τ’ αγόρια της. Δίχως να έχει πει τίποτε τ’ αντρός της. Στολίστηκε μεταξωτό, ωραιότατο φόρεμα με βολάν και απλικέ λουλουδάκι. Έντυσε τα παιδιά καρό κουστουμάκια και γραβατούλες μούρλια. Να κάνουνε καλή εντύπωση τα Μουραδάκια εις τους προϊσταμένους. Πήρανε μια κούτα γλυκά κι ανηφορίσανε. Χρόνια περίμενε η Μουράδαινα να προαχθεί ο σύζυγος. Τώρα γλυκοχάραζε η τύχη.

 Daniel Sprick 5Και φτάνει στο περίπτερο της Διεθνούς Εκθέσεως και βλέπει το σύζυγο να χαριεντίζεται με μία αεροσυνοδό. Πάει η Μουράδαινα, κύριε εισπράκτορα, και δίνει στον άντρα της το άτιμο τ’ ανάποδο χαστούκι, μπροστά στους προϊσταμένους και τον Υπουργό Βιομηχανίας: «Nα σε χαίρεται η Δημόσια Επιχείρησις Ηλεκτρισμού! Μαστροπέ!» Tον ξεφώνισε τον σύζυγο μπροστά στον Υπουργό. Τον ετελείωσε. Εκείνος, στήλη άλατος. Δεν αντάλλαξαν κουβέντα, κλαίγαν τα Μουραδάκια για την κατάντια του πατρός. Κατεβαίνει Αθήνα η Μουράδαινα. Περιμένει μια ολάκερη βδομάδα τον μοιχό. Δυο βδομάδες. Τρεις βδομάδες. Τέσσερεις. Δε διάβαζε εφημερίδες η Αστυπαλίτισσα. Είχε προλάβει ο Μουράς και την έκανε απ’ τον Λευκό Πύργο. Αυτοχειριάστηκε ο αμαρτωλός. Είχε τάσεις αυτοκαταστροφικές. Έδωσε μια και πήδησε κάτω στο Θερμαϊκό. Μπλουμ. Αυτή την οικογένεια την τραβούσε το νερό. Διότι και ο γιος, ο Γαβριήλ Μουράς, στην μπανιέρα έπνιξε τη Μουράδαινα, κι ενώ έπαιρνε πολύ καλή σύνταξη η μάνα του. Τότες προσέχανε τους ανθρώπους τους στη ΔΕΗ. Τη μάνα σου, μπρε; Kάνει να σκοτώνουμε τη μανούλα; Ντροπή, παιδάκι μου, και κουνάει το καθυστερημένο το κεφάλι του.

Πάω στο τρελάδικο, κύριε εισπράκτορα, και του ξεφλουδίζω βραστά αυγά. Σφιχτά. Ελευθέρας διαλογής. Το κρύβανε τόσα χρόνια. Αγρίεψε το παιδί μοναχούλι. Του σάλεψε. Μ’ απειλούσε η Φεβρωνία: «Σα τη Μουράδαινα θα πας κι εσύ μ’ όλα τα τομάρια που κουβαλάς σπίτι σου!» Φεβρωνία Λιβεράλη! της έλεγα με έμφαση, εμείς τα σπίτια τα έχουμε ανοιχτά να μπαίνει λαός, κόσμος πολύς, να τον τρατάρουμε καφέδες κι αυγά βραστά και να συνομιλούμε. Το δικό σου μαυσωλείο άσ’ το κλειστό και επτασφράγιστο! To σαλονάκι τους οι Λιβεράληδες το είχαν κλειδωμένο. Διάβαζε ο Λαοκράτης Ριζοσπάστη στην κουζίνα της οδού Δελφών και δεν του επέτρεπε η άλλη να καθίσει σαν άνθρωπος στον καναπέ, για να μην της τσαλακώσει τα ριχτάρια. Είχε γεμίσει το σπίτι σεμεδάκια. 

Μιχάλης Γεννάρης, Πρίγκιπες και δολοφόνοι, σελ. 15-17, Εκδόσεις Ίνδικτος, 2010

Πίνακες: Daniel Sprick