RSS

Category Archives: Νίκος Βασιλειάδης

Νίκος Βασιλειάδης, Ο συμβολαιογράφος

.

Οι κολοκυθιές της Ερασμίας ήταν διαβόητες και διά βίου συνδεδεμένες μαζί της. Το σπιτάκι της, ευρισκόμενο στην άκρη άκρη της γειτονιάς, είχε αρκετό οικόπεδο, στο οποίο παλαιόθεν η Ερασμία μέσα στη φτώχεια της είχε προσπαθήσει να καλλιεργήσει λαχανικά. Τίποτα όμως δεν της γινόταν, παρεκτός τα κολοκύθια. Εκεί που όλα τ’ άλλα μαράζωναν και ξεραίνονταν σαν αβασκαμένα, αυτά θέριευαν από κάποια μυστήρια θεϊκή ευλογία. Κι έτσι, εκούσιες ακούσιες οι φτωχούλες, είχαν αρχίσει την αναγκαστική και παρατεταμένη κολοκυθοφαγία. Δεν υπήρξε συνταγή καθιερωμένη και μη που να μην επανελήφθη αμέτρητες φορές: κολοκυθάκια τηγανητά, κολοκυθοκεφτέδες, ωγκρατέν στον φούρνο, γεμιστά με ρύζι ή, σπανίως, με κιμά, βραστά με τη ρίγανη, σαλάτα με άνηθο, κρέας με κολοκυθάκια τον Δεκαπενταύγουστο, κολοκυθάκια τουρλού, κολοκυθοκορφάδες με κουρκούτι και πάει λέγοντας. Κι επιπλέον είχεν επινοήσει και δικές της συνταγές η Ερασμία, όπως κολοκυθάκια πουρέ και κολοκυθοταραμοκεφτέδες.

Κι επειδή της γίνονταν και οι κόκκινες κολοκύθες, οι χειμωνιάτικες, το ρεπερτόριο πλουτιζόταν με κολοκυθόπιτες, κολοκυθόσουπα, κολοκύθι ρετσέλι, κολοκύθι στον φούρνο με ζάχαρη και κανέλα,  κολοκυθόσουστες γλυκό και όποιον άλλο νεωτερισμό κατέβαζεν η κούτρα της. Και για τη βόλτα, κολοκυθόσπορος. Κι επειδή οι ευλογημένες οι κολοκυθιές γεννοβολούσαν ασταμάτητα, κάθε μέρα γινόταν υποχρεωτική διανομή και στις γειτόνισσες, σε βαθμό που στις περισσότερες είχε καταντήσει βραχνάς. Η Ματούλα το είχε τάξει πως, αν κάποτε αλλάξουν τα πράγματα, δεν θα ξαναδεί κολοκύθι ούτε ζωγραφιστό. Αλλά όσο τα πράγματα δεν άλλαζαν, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιουμένη τα ’τρωγε και την έτρωγαν. Κι από πάνω άκουγε και τις θεωρίες της Ερασμίας, η οποία είχε αναπτύξει και ιδεολογικό υπόβαθρό με ολόκληρο σύστημα επιχειρημάτων περί της υγιεινής αξίας των κολοκυθιών και πια της είχαν γίνει τέτοια έμμονη ιδέα, που τα έτρωγε και με ευχαρίστηση! Από τις πρώτες υποσχέσεις της που ετήρησε η Ματούλα με τον γάμο της ήταν η περί των κολοκυθιών. Σ’ αυτό την εβοήθησε αναπάντεχα κι ο Αργύρης, που κολοκυθάκι έβλεπε και τον έπιανε αναγούλα. Στα πρώτα, βέβαια, τραπεζώματα δεν είχαν λείψει τα κολοκυθοεδέσματα, μάλιστα ο γαμπρός έφαγε και κάνα δυο μπουκιές, για να μη δείξει ιδιότροπος.

Νίκος Βασιλειάδης, Ο συμβολαιογράφος, σελ. 36-38, Εκδόσεις Νεφέλη, 1995.

.

 

Νίκος Βασιλειάδης, Ο συμβολαιογράφος

Ήταν αθεράπευτα κοντός ο Αργύρης και το ήξερε και το ένιωθε με πόνο βαθύ. Έπαιρνε βέβαια τα μέτρα του κατά δύναμιν: είχε ψηλώσει αισθητά τις σόλες των παπουτσιών του, φορούσε πάντα σακκάκι με όρθιες ρίγες και περπατούσε πάντα τσιτωμένος και αλύγιστος, σαν να είχε καταπιεί μηλινόβιτσα. Αλλά η κυρ’ Αναστασία, παρόχθιος κάτοικος του περιπάτου, γυνή θυμόσοφος με τάσεις προς τον κυνισμό, που όλα τα έβλεπε ως δίκης οφθαλμός, αλλά συνήθως τα σχολίαζε με κάποιες εύγλωττες κινήσεις του κεφαλιού, για τον Αργύρη από καιρού είχε κάνει την εξαίρεση να χρησμωδήσει φωναχτά σαν μοίρα κακή:– Aυτός, όσο και να κορδώνεται, θεμέλια στην άμμο έχει… Το φοβερό του αυτό μειονέκτημα όμως ο Αργύρης το αντιστάθμιζε αναπτύσσοντας άλλα προσόντα, με μια προτίμηση προς τα καλλιτεχνικά, όπου, ομολογουμένως, είχεν αρκετή επιτυχία. Έχοντας πάει μέχρι την τρίτη Γυμνασία, του είχε μείνει μια λόξα με την ποίηση. Όθεν, είχε μελετήσει εν συνεχεία εμβριθώς δυο τρεις ανθολογίες και είχε αποστηθίσει ουκ ολίγα ποιήματα – αρκετόν Παλαμά, ολίγον Βαλαωρίτη, κάποια λυρικά του Δροσίνη, του Γρυπάρη και του Πορφύρα, κάμποσα πιπεράτα του Σουρή και κάτι άλλους μυστήριους κι ελάχιστα γνωστούς– αποτελών έτσι κινητήν βιβλιοθήκη για τα δεδομένα της εποχής και του περιβάλλοντός του. Κι όποτε ερχότανε κατάλληλη στιγμή και αναλόγως της ατμοσφαίρας και της διαθέσεως της ομηγύρεως, ξεφούρνιζε κάτι με την ωραία μπάσα φωνή του. […]

Όμως το μεγάλο του ατού, το πλεονέκτημα και αντιστάθμισμα του ελαχίστου καθ’ ύψος μεγέθους του, ήταν άλλο και του το είχε παραχωρήσει η ίδια αυτή Φύσις, σε κάποιαν ίσως κρίση συνειδήσεως. Επρόκειτο δε πάλι περί μεγέθους. Ο ίδιος ο Αργύρης, σε στιγμές που γινόταν κάποια αναπόφευκτη νύξις περί του ύψους του, περιέγραφε το φαινόμενον με την συνήθη εκφραστικότητα των χειρονομιών του: άνοιγε τον αντίχειρα και τον δείκτη σε ορθή γωνία, με τον δείκτη κατακόρυφο και τον αντίχειρα οριζόντιον κι έλεγε:– O Θεός έκαμε τους ανθρώπους ή έτσι… ή έτσι… Και αντέστρεφε την θέση των δύο δακτύλων στο δεύτερο μέρος της φράσεως. Και ο  νοών νοείτω. Το υπερφυσικόν του οργάνου με το οποίον τον είχε προικίσει μες στα καπρίτσια της η Φύσις, ήταν βεβαίως τοις πάσι γνωστόν, αν όχι εξ όψεως, πάντως οπωσδήποτε εξ ακοής, στην πολίχνην αυτή, όπου διυλίζετο μετά πάσης επιμελείας και ο έσχατος κώνωψ. Πόσο μάλλον τέτοια κάμηλος! Πολλά ελέγοντο περί του φαινομένου αυτού, πως δήθεν του έφτανε μέχρι τον αφαλό, πως τάχα του ’βγαινε από πάνω από το παντελόνι σε στιγμές μερακλώματος και άλλα πολλά. Ο ίδιος σχεδόν τίποτε δεν έλεγε όμως. Του αρκούσε τα καλοκαίρια να κάνει τις βόλτες του στην παραλία όπου έπαιρναν τα μπάνια τους οι συμπολίτες τους, ασπροκόκκινος, τσουρουφλισμένος και κορδωτός, με απόλυτην εμπιστοσύνη στον πελώριον όγκο, που ασφυκτιούσε μέχρις εκρήξεως μέσα στο μπανιερό του.

Νίκος Βασιλειάδης, Ο συμβολαιογράφος, σελ 11-12 και 14-15, Εκδόσεις Νεφέλη, 1995. Artwork: Stanley Spencer

.

 

Νίκος Βασιλειάδης, ΑΓΑΘΟΣ

Αυτή και πολλές παρόμοιες ιστορίες του Λάκη, ο οποίος εδοκίμασε κατά καιρούς όλα τα μέσα σωφρονισμού του θείου Ορέστη, μ’ έκαναν, βοηθούντος και του χαρακτήρος μου, να είμαι απολύτως ευπειθής στις εντολές του. Γι’ αυτό και δεν μπορούσα να καταλάβω πώς γινόταν εν τέλει εγώ να είμαι ο «αγαθός» κι ο Λάκης ο αγαπημένος του! Διότι αυτό συνέβαινε και ήταν ηλίου φαεινότερον. Κάθε αναφορά του θείου στον Λάκη ήταν κατά βάθος θαυμαστική και τα επίθετα με τα οποία τον εστόλιζε – «ο μπαγάσας», «ο διάολος», «ο κερατάς» – υπέκρυπταν έναν τόνο επιδοκιμαστικό μάλλον και, οπωσδήποτε, όχι καταδικαστικό. Ενώ το επίθετο «αγαθός», το μόνο που απηυθύνετο σ’ εμένα, περιέκλειε νόημα σαφώς υποτιμητικό. Με το ίδιο πνεύμα, άλλωστε, αντιμετώπιζε ο θείος και τις παρέες μου (δηλαδή τον ένα και μοναδικό φίλο που είχα στη γειτονιά, μαθητή αριστούχο, που μετά σπούδασε Νομικά κι έγινε εφοριακός) καθώς και τις ασχολίες μου, ιδίως δε τη μανία που είχα στο Δημοτικό να κεντάω και αργότερα να ζωγραφίζω.

Αυτό το επίθετο που μου απέδιδε και η ακριβής σημασία του με είχαν φέρει για πολλά χρόνια σε αμηχανία μέχρις απογνώσεως. Διότι συνέβαινε να έχουν στο σπίτι τους μια παλαιότατη ελαιογραφία που παρίστανε έναν άγγελο και γύρω από το φωτοστέφανό του έγραφε «ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΓΑΘΟΣ». Προσπαθούσα, λοιπόν, εναγωνίως να καταλάβω πώς μπορεί αυτή η γλυκύτατη θεϊκή μορφή να συνδέεται με το νόημα που έδινε στη λέξη ο θείος· χώρια, βέβαια, το φοβερό μπέρδεμα που γινόταν με το όνομα του Αγάθου!

Νίκος Βασιλειάδης, ΑΓΑΘΟΣ, σελ. 94, πέμπτη έκδοση, Εκδόσεις Νεφέλη, 1989  

Artwork: Marcos Guinoza

 

Νίκος Βασιλειάδης, ΑΓΑΘΟΣ

Στις παραδόσεις του, αντιθέτως, επικρατούσε εντελώς άλλο κλίμα. Κατ’ αρχάς κυριαρχούσε άκρα του τάφου σιωπή και απόλυτος τάξις, όχι όπως στο μάθημα της δεσποινίδος Παπακυριαζή, των Λατινικών, που έβρισκε κάθε φορά τον πίνακα και την έδρα σε άλλη θέση κι έκανε πως δεν καταλάβαινε. Δεύτερον, μετά την εξέταση,  μιλούσε αποκλειστικά αυτός κι εμείς τηρούσαμε σιγήν ιχθύος. Και τρίτον, ήταν συναρπαστικός. Ιδίως στον Παλαμά, τον Σολωμό και τον Πλάτωνα, που ήταν οι αδυναμίες του, αρχινούσε την ανάλυση κι εμείς τον παρακολουθούσαμε χάσκοντες, κατεντυπωσιασμένοι απ’ τα βαθύτερα νοήματα και την υψηλότατη ρητορική του. Και οι μεν ιδεολογικές αναλύσεις του περιστρέφοντο σταθερά περί τις Υψηλές Ιδέες, όπως η Αλήθεια, η Δικαιοσύνη, η Πατρίδα και τα συναφή, τις οποίες πάντοτε κατάφερνε να ανακαλύψει, ακόμη και στα ποιήματα του Αθάνα, η δε ρητορική του εχαρακτηρίζετο από την δημοτική του και τα κεφαλαία.

Αυτά τα δύο ήταν εξ ίσου νεωτερικστικά για μας και επιπλέον η γλώσσα δυσνόητη και ύποπτη. Διότι εμείς ως τότε γνωρίζαμε επαρκώς την απλή καθαρεύουσα και το ότι η δημοτική είναι η γλώσσα των κομμουνιστών.

Νίκος Βασιλειάδης, ΑΓΑΘΟΣ, 5η έκδοση, Εκδόσεις Νεφέλη, 1989, Σελ. 154

 Φωτό: Leonard Freed