RSS

Category Archives: George Le Nonce

George Le Nonce, ὄχι ἀκόμη, ὄχι πιὰ

.

Στὸν ὕπνο της ἔρχονταν κοινότοποι ἐφιάλτες:
τέρατα σαρκοβόρα μέσα της πὼς κατοικοῦσαν
κι ἔτρωγαν τὰ σπλάχνα της καὶ σάπιζαν τὰ ἐντόσθια.
Ἔντρομη ξυπνοῦσε καὶ πρὶν ἀκόμη
προλάβει ν᾽ἀναστενάξει ἀνακουφισμένη
ὅτι ἐφιάλτης ἦταν ὅλο αὐτὸ τὸ μακελειὸ
αἰσθανόταν βίαιη τὴν κλωτσιὰ μὲς στὴν κοιλιά της
χαμογελοῦσε παρ᾽ ὅλα αὐτὰ ὅπως ἁρμόζει σὲ ἐγκύους
εἶχαν περάσει κιόλας ἕξι μῆνες ἀπὸ τότε ποὺ ἔμαθε
πὼς δὲν ἦταν νόσος ἀλλὰ ἐλπίδα ποὺ τὴν βασάνιζε.

Τοὺς παρατηροῦσε ἀπὸ κάποια ἀπόσταση
σηκώσανε τὴν πλάκα, σκάψανε, τὸ ἀνοίξανε
μὲ τὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ εἶδε τὰ ὁστὰ
καὶ δὲν εἶχαν τὴν ὄψη ποὺ περίμενε τὴν ἀπόκοσμη
ἀντίθετα σὰν ἀποφάγια τῆς φάνηκαν, τίποτε ἀσυνήθιστο
μόνο τὰ ροῦχα τὴν τάραξαν, ποὺ ἔπλεαν: πόσο παράδοξο
νὰ ντύνουν τὴν ἀπουσία! Ἴσως θὰ ἔπρεπε γυμνοὺς
νὰ τοὺς θάβουν τοὺς νεκρούς˙ ἡ ἀνάρμοστη θέα
τῶν γυμνῶν πεθαμένων ἐλάχιστο τίμημα
γιὰ νὰ μὴν φανεῖ κάποτε πὼς σάρκα δὲν ὑπάρχει πιά.

George Le Nonce, ὄχι ἀκόμη, ὄχι πιὰ από την ποιητική συλλογή Έλεος, Βibliothéque

Artwork: Isabelle Cochereau

 

George Le Nonce, ΙΙΙ. Ακήρατος

[…]

Τὰ σώματα τῶν ἀνίατων ἀνθρώπων
ἕνα βαρὺ στρῶμα μούχλας
ποὺ ποτὲ δὲν ξέρουν οἱ ἄνθρωποι
τί βάθος μπορεῖ νὰ ἔχει
δὲν τὸ ἀγγίζουν, δὲν τὸ βυθομετροῦν
ἀποστρέφονται τὴ φθορὰ
ἀποστρέφονται τὸν βρώμικο πολτὸ ποὺ τοὺς ἀγκαλιάζει
ἀποστρέφονται τὸ χαμένο τους σχῆμα
ἐξορκίζουν τὴ νόσο
ἐξορκίζουν τὴ φύση τους
ἐξορκίζουν τὸν χρόνο.
Ἐκεῖ βυθισμένοι
ψάλλουν, προσεύχονται, προσπαθοῦν
ἐλπίζουν.

Ἡ ἐλπίδα εἶναι τὸ πιὸ βρώμικο
ἀπ᾽ὅσα σᾶς δόθηκαν μαρτύρια.
Μ᾽αὐτὴν μετρᾶτε
τὸν χρόνο ποὺ πέρασε καὶ τὸν χρόνο ποὺ μένει
τὴν ὀδύνη τοῦ παρελθόντος
τὴν ἄγνοια τοῦ μέλλοντος
καρφωμένοι στὸ ἀκίνητο ἐκεῖνο σημεῖο
στὸ κατώτατο σημεῖο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης
στὸν πυθμένα τοῦ στάσιμου βάλτου
ὅπου ἀναδεύονται τὰ σώματα
καὶ τρέμοντας ἐλαφρὰ
ἀδιόρατα
πανικόβλητα ἐντούτοις
ἀγγίζονται
καὶ μολύνουν τὸ ἕνα τὸ ἄλλο.
Ἔτσι ἀναπαράγεται
ἡ ἀνθρώπινη νόσος.

[…]

George Le Nonce, ΙΙΙ. Ακήρατος, από την ποιητική συλλογή Έλεος, Βibliothéque

Πίνακας: Gian Paolo Dulbecco

 

George Le Nonce, Cheshire cat

.

Πετάχτηκε ἡ γάτα κάτι νὰ κυνηγήσει
σὰν κάποιο ἔντομο νὰ περπατοῦσε στὸν τοῖχο
τόσο μικροσκοπικὸ ποὺ ἐμεῖς δὲν τὸ βλέπαμε
καὶ πρὶν προλάβουμε ν᾽ἀνοιγοκλείσουμε τὰ μάτια
ἐκείνη γλειφόταν ἤδη σὰν νὰ εἶχε καταβροχθίσει
τὸ ἀόρατο ἔντομο, χαμογελαστή, ὥσπου
χάθηκε μὲς στὸ χαμόγελό της καὶ κανεὶς
δὲν θὰ μπορέσει ποτὲ νὰ πιστοποιήσει
οὔτε πὼς φονεύθηκε κάποιο ἔντομο
οὔτε πὼς ἔζησε ἀνάμεσά μας μιὰ δολοφόνος.

George Le Nonce, Cheshire cat από τη συλλογή Έλεος, Εκδόσεις Bibliothèque 2018

Πίνακας: Edward Le Bas

 

George Le Nonce, μεγαλόχαρη

 

Πρηνὴς ἐνώπιον τῆς εἰκόνας
ἱκέτης, μὲ τάματα ὁλόχρυσα,
ποντάρει στὴν ταπεινότητα τοῦ προσκυνήματος
ἀλλὰ καὶ στὴν ἀνταλλακτικὴ ἀξία τῶν κτερισμάτων.
Καθὼς πέφτει ἡ βαρύτιμη εἰκόνα καὶ τὸν πλακώνει
φορτωμένη μὲ δεκάδες ἀσήκωτα ἀφιερώματα
κι ἀκαριαῖα διαλύει τὸ κρανίο του
«θαῦμα, θαῦμα» ἀναφωνεῖ τὸ ἐκκλησίασμα
διότι εἶναι ἀήττητη ἡ ἐλπίδα τοῦ ἀπεγνωσμένου.

George Le Nonce, μεγαλόχαρη, από τη συλλογή Έλεος, Εκδόσεις Bibliothèque 2018

 

George Le Nonce, Ἡ ὑπόνοια ἑνὸς ἐνδεχοµένου

the barren memory of unkissed kisses

Wilde, «Silentium Amoris»

Φοβᾶται. Ὡς ἐκ τούτου προσέχει λεπτοµέρειες˙ φαντάζεται ἐπιθυµίες, φαντάζεται νοήµατα, φαντάζεται πράξεις. «Εἶσαι πολὺ κοντά, ἀγόρι µου» τοῦ λέει ἡ Ἀ. στοργικά. Θέλει νὰ τὴ ρωτήσει, κοντὰ σὲ τί, ἀλλὰ µόλις ἀνοίγει τὸ στόµα του, φυσάει µία αὔρα κι αὐτὴ ἐξαφανίζεται, διαλύεται σὰν στάχτη καὶ δὲν θὰ τοῦ ξαναµιλήσει.

Φοβᾶται. Χρειάζεται κάποιος νὰ τοῦ πεῖ τί συµβαίνει, καὶ τί σηµαίνουν αὐτὰ ποὺ συµβαίνουν ἢ δὲν συµβαίνουν. Ἂν ὑπῆρξε ποτὲ πόθος. Ἂν ὑπῆρξε ποτὲ ἔνοχο ἄγγιγµα. Ἂν ὑπῆρξαν ποτὲ λέξεις καὶ σύµβολα. Καὶ τί ἐσήµαιναν. Ποιά ἑρµηνεία θὰ ἦταν ἡ σωστή. Καὶ ποιά ἀνάγκη ἐπέβαλε τὸ σφάλµα.

Φοβᾶται. Μελετᾶ τὰ λόγια ποὺ ἔχει καταγράψει. Μὴ µὲ ἀναγκάζεις νὰ σοῦ τὸ πῶ˙ πράγµατι ὑπάρχει τὸ ἐνδεχόµενο τῆς ἐρωτοπραξίας˙ σύντοµα θὰ µιλήσουµε˙ εἶµαι εὐτυχισµένος˙ κάποιος θὰ µὲ ἀγαπήσει˙ σὲ ἀγαπῶ˙ θὰ περάσουµε πολλὰ χρόνια µαζί˙ χρειάζοµαι ἕναν µεγάλο ἔρωτα. Μελετᾶ τὶς πράξεις ποὺ ἔχει καταγράψει. Ἕναν τυχαῖο ἐναγκαλισµό˙ ἕνα χάδι στὸ χέρι˙ µιὰ ἐξαφάνιση˙ µία ἀναζήτηση˙ ἕνα χάδι στὸν ὦµο˙ ἕνα φιλί˙ πολλὲς ξαφνικὲς σιωπές˙ µιὰ προµελετηµένη ἐνδυµασία˙ ἕνα ἄσεµνο χάδι. Μελετᾶ τὰ νοήµατα. Ἐπιθυµία. Θαυµασµός. Φόβος. Ἀπορία. Ἔρωτας.

Φοβᾶται. Τίποτα δὲν εἶναι σωστό. Τίποτα δὲν ὑπάρχει.

Φοβᾶται. Βρίσκεται σὲ ἕνα δωµάτιο µὲ µουσαµὰ στοὺς τοίχους. «Δὲν εἶµαι ἡ Ἀ., ἡ Ἀ. ἔχει πεθάνει» τοῦ λέει ἡ Ἀ. στοργικά. «Μὴν ἀνησυχεῖς, ὅµως, θὰ συνέλθεις σύντοµα, µπορεῖ ἀκόµα καὶ νὰ καταφέρεις νὰ θυµώσεις. Θὰ ξεχάσεις καὶ θὰ ξεχαστεῖς, δὲν ὑπάρχει ἀµφιβολία, καὶ ὅλα θὰ πᾶνε καλά».

Ξαφνικά, ἡ ἔκφρασή της ἀλλάζει, τὸ πρόσωπό της ἀλλάζει, δὲν εἶναι πιὰ ἡ Ἀ., ἡ φωνή της γίνεται στριγγὴ καὶ ἀπειλητική, εἶναι ἡ µάνα του, «δὲν µπορεῖ ἀκόµα νὰ ἐπιµένουν αὐτὲς οἱ παρανοϊκὲς σκέψεις στὸ βάθος τοῦ µυαλοῦ σου» τοῦ φωνάζει, «δὲν µπορεῖ νὰ πιστεύεις πὼς ἐνδέχεται ἀκόµα µιὰ ζωὴ ἄλλη, δὲν ἐνδέχεται, δὲν θὰ συµβεῖ, ποτέ˙ σταµάτα νὰ φαντάζεσαι ἐπιθυµίες, νὰ φαντάζεσαι νοήµατα, νὰ φαντάζεσαι πράξεις˙ κατάλαβέ το, ἡ παράνοια αὐτὴ εἶναι µιὰ παρεξήγηση, µὴ σκέφτεσαι πιὰ τὴν ἐλάχιστη πιθανότητα, δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἐλάχιστη πιθανότητα, δὲν ὑπάρχει οὔτε ἀπουσία οὔτε ἔλλειψη διότι παρουσία δὲν ὑπῆρξε ποτέ, ὑπῆρξε µόνον ἡ τυχαία ὑπόνοια ἑνὸς ἐνδεχοµένου, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἀκόµα ὑπῆρξε κάποτε καὶ δὲν ὑπάρχει πιά».

Φοβᾶται. Χρειάζεται κάποιος νὰ τοῦ πεῖ τί συνέβη. Καὶ τί δὲν θὰ συµβεῖ. Χρειάζεται κάποιος νὰ τοῦ ἐπιβεβαιώσει ὅτι αὐτὸ εἶναι ὅλο, αὐτὴ εἶναι ἡ ζωή, δὲν ὑπάρχει ἄλλη. Κάποιος νὰ τοῦ πεῖ ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλο σῶµα. Κάποιος ποὺ νὰ µπορεῖ νὰ µιλᾶ ξεκάθαρα˙ ἄφοβα.

George Le Nonce, Ἡ ὑπόνοια ἑνὸς ἐνδεχοµένου, Ὁ Ἐμονίδης, σελίδα 42, Εκδόσεις Μικρή Άρκτος, 2013

Πίνακας: Andrew Wyeth

 

George Le Nonce, Zauberberg

5320schiele

«Ἤρθανε. Ἦρθαν νὰ σὲ πάρουν.»

Κατέβηκα τρέχοντας στὸν δρόμο καὶ μπῆκα στὸ αὐτοκίνητο. Ὁδηγοῦσε ἕνας λιπαρὸς μεσόκοπος, μὲ δασὺ μουστάκι καὶ θολὰ μάτια. Στὴ θέση τοῦ συνοδηγοῦ καθόταν ἡ μάνα μου, χαμογελαστή, μὲ τὸ ἀγαπημένο της φλορὰλ ταγέρ.

Ἅπλωσα τὰ βιβλία καὶ τὰ τετράδιά μου στὸ πίσω κάθισμα. Ἤμουν ἀποφασισμένος ὄχι μόνο νὰ μὴ μιλήσω καθόλου σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς διαδρομῆς, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν κοιτάζω κἂν γύρω μου, νὰ μὴ βλέπω τὰ τοπία ἀπὸ τὰ ὁποῖα περνούσαμε, νὰ παραμείνω βυθισμένος στὸ διάβασμα καί, ὅσο ἦταν δυνατό, στὸ γράψιμο, ὅσες ὧρες καὶ ἂν κρατοῦσε τὸ ταξίδι.

Ἔκλεισα τὰ αὐτιά μου στὰ χωρατὰ τοῦ ὁδηγοῦ, στὰ γέλια τῆς μάνας μου, στὴν ὑπόκωφη βοὴ τῆς μηχανῆς τοῦ αὐτοκινήτου.

Σὰν νὰ ἤμουν πέντε χρονῶν, σὰν νὰ ἔπαιζα στὸ πάτωμα τῆς κουζίνας μὲ τὰ lego καὶ τὰ playmobil μου, περιμένοντας νὰ νυχτώσει γιὰ τὰ καλὰ καὶ νὰ μὲ βάλουνε γιὰ ὕπνο.

Ξαφνικά, ἄνοιξε ἡ πίσω πόρτα τοῦ αὐτοκινήτου. «Φτάσαμε, ἀγόρι μου, μάζεψε, σὲ παρακαλῶ, τὰ πράγματά σου», ἄκουσα ραγισμένη τὴ φωνὴ τῆς μάνας μου.

Σήκωσα τὸ κεφάλι καὶ τὴν εἶδα. Ἦταν, πράγματι, δακρυσμένη.

Δίπλα της, ὁ νοσοκόμος μοῦ χαμογελοῦσε συγκαταβατικά. Τὰ δόντια του ἦσαν ἄσπρα σὰν ἀσβέστης. «Μὴν ἀνησυχεῖτε», εἶπε.

Μιλοῦσε προφανῶς στὸν ὁδηγό, ἴσως καὶ στὴ μάνα μου, πάντως ὄχι σὲ μένα, ἐμένα δὲν μοῦ ἀπευθύνθηκε ποτέ, οὔτε μιὰ λέξη δὲν μοῦ εἶπε ὅσα χρόνια ἔμεινα ἐκεῖ.

«Ὅλα θὰ πᾶνε καλὰ ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα. Ἥσυχος θὰ ἐκμετρήσει τὸν βίο του, ἥσυχοι καὶ ἐσεῖς θὰ ζήσετε

Ἔκτοτε, κάθε φορὰ ποὺ τὴ ρωτοῦσαν γιὰ μένα, ἀπαντοῦσε πανομοιότυπα: «Μὲ τὴ θέλησή του πῆγε˙ δὲν τὸν ἀναγκάσαμε. Ἦταν πάντα ἰδιόρρυθμος».

.

.

Ὁ Ἐμονίδης, από την ενότητα “ἐξ ἰδίων τὰ ἀλλότρια”, σελίδα 25, εκδόσεις Μικρή Άρκτος, 2013 

Πίνακας: Egon Schiele