«Ἤρθανε. Ἦρθαν νὰ σὲ πάρουν.»
Κατέβηκα τρέχοντας στὸν δρόμο καὶ μπῆκα στὸ αὐτοκίνητο. Ὁδηγοῦσε ἕνας λιπαρὸς μεσόκοπος, μὲ δασὺ μουστάκι καὶ θολὰ μάτια. Στὴ θέση τοῦ συνοδηγοῦ καθόταν ἡ μάνα μου, χαμογελαστή, μὲ τὸ ἀγαπημένο της φλορὰλ ταγέρ.
Ἅπλωσα τὰ βιβλία καὶ τὰ τετράδιά μου στὸ πίσω κάθισμα. Ἤμουν ἀποφασισμένος ὄχι μόνο νὰ μὴ μιλήσω καθόλου σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς διαδρομῆς, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν κοιτάζω κἂν γύρω μου, νὰ μὴ βλέπω τὰ τοπία ἀπὸ τὰ ὁποῖα περνούσαμε, νὰ παραμείνω βυθισμένος στὸ διάβασμα καί, ὅσο ἦταν δυνατό, στὸ γράψιμο, ὅσες ὧρες καὶ ἂν κρατοῦσε τὸ ταξίδι.
Ἔκλεισα τὰ αὐτιά μου στὰ χωρατὰ τοῦ ὁδηγοῦ, στὰ γέλια τῆς μάνας μου, στὴν ὑπόκωφη βοὴ τῆς μηχανῆς τοῦ αὐτοκινήτου.
Σὰν νὰ ἤμουν πέντε χρονῶν, σὰν νὰ ἔπαιζα στὸ πάτωμα τῆς κουζίνας μὲ τὰ lego καὶ τὰ playmobil μου, περιμένοντας νὰ νυχτώσει γιὰ τὰ καλὰ καὶ νὰ μὲ βάλουνε γιὰ ὕπνο.
Ξαφνικά, ἄνοιξε ἡ πίσω πόρτα τοῦ αὐτοκινήτου. «Φτάσαμε, ἀγόρι μου, μάζεψε, σὲ παρακαλῶ, τὰ πράγματά σου», ἄκουσα ραγισμένη τὴ φωνὴ τῆς μάνας μου.
Σήκωσα τὸ κεφάλι καὶ τὴν εἶδα. Ἦταν, πράγματι, δακρυσμένη.
Δίπλα της, ὁ νοσοκόμος μοῦ χαμογελοῦσε συγκαταβατικά. Τὰ δόντια του ἦσαν ἄσπρα σὰν ἀσβέστης. «Μὴν ἀνησυχεῖτε», εἶπε.
Μιλοῦσε προφανῶς στὸν ὁδηγό, ἴσως καὶ στὴ μάνα μου, πάντως ὄχι σὲ μένα, ἐμένα δὲν μοῦ ἀπευθύνθηκε ποτέ, οὔτε μιὰ λέξη δὲν μοῦ εἶπε ὅσα χρόνια ἔμεινα ἐκεῖ.
«Ὅλα θὰ πᾶνε καλὰ ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα. Ἥσυχος θὰ ἐκμετρήσει τὸν βίο του, ἥσυχοι καὶ ἐσεῖς θὰ ζήσετε.»
Ἔκτοτε, κάθε φορὰ ποὺ τὴ ρωτοῦσαν γιὰ μένα, ἀπαντοῦσε πανομοιότυπα: «Μὲ τὴ θέλησή του πῆγε˙ δὲν τὸν ἀναγκάσαμε. Ἦταν πάντα ἰδιόρρυθμος».
.
.
Ὁ Ἐμονίδης, από την ενότητα “ἐξ ἰδίων τὰ ἀλλότρια”, σελίδα 25, εκδόσεις Μικρή Άρκτος, 2013
Πίνακας: Egon Schiele
vequinox
27/01/2016 at 08:18
Reblogged this on Manolis.