RSS

Category Archives: Δημήτρης Δημητριάδης

Δημήτρης Δημητριάδης, Η μεταφορά

Με τη ζέστη, όλα τα παράθυρα ήσαν ανοιχτά, ακόμη και οι πόρτες. Προχωρώντας στη μέση του δρόμου δεν χρειαζόταν να κοιτάξει δεξιά κι αριστερά για να βλέπει τι συνέβαινε στα πεζοδρόμια. Ήσαν οι ίδιοι. Κανέναν δεν γνώριζε, με κανέναν δεν είχε μιλήσει, τους είχε δει όμως τόσες φορές ώστε ήταν σαν να μπορεί να τους βλέπει χωρίς να τους κοιτάζει. Κάθονταν στα σκαλοπάτια των εισόδων, στα πόδια τους και στα κράσπεδα των πεζοδρομίων, ή πηγαινοέρχονταν αργά, νωχελικά, πάνω κάτω καπνίζοντας, χειρονομώντας, μιλώντας δυνατά ο ένας στον άλλον από πεζοδρόμιο σε πεζοδρόμιο ή σχηματίζοντας ομάδες από τρεις και τέσσερις που συζητούσαν κάτι χαμηλόφωνα, δίνοντας την εντύπωση ότι δεν έπρεπε να το ακούσει κανείς άλλος, ή παρατεταγμένοι κατά μήκος των τοίχων σαν να περίμεναν κάποιον που θα τους έφερνε ή θα τους έλεγε κάτι, και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο στέκονταν όλοι εκεί, άλλοι περιποιημένα ντυμένοι, φρεσκοξυρισμένοι, με τα πυκνά μαλλιά τους καλοχτενισμένα, γυαλιστερά, σαν μόλις πριν από λίγο να είχαν βγει απ’ το μπάνιο και να είχαν φορέσει ό,τι καλύτερο είχαν για να υποδεχθούν κάποιο πράγμα που θα άλλαζε εκ βάθρων τη ζωή τους,

άλλοι με τα γυμνά τους πόδια άπλυτα από μέρες μέσα σε φθαρμένες πλαστικές παντόφλες, με μια φανέλα μόνο κι ένα σακουλιασμένο πανταλόνι, αξύριστοι, με πρόσωπα ανέκφραστα από την κούραση, την αναμονή και τη ματαίωση, μ’ έναν αέρα παραίτησης και βαρεμάρας στις κινήσεις τους, σαν να είχαν πάρει απόφαση πως αυτό που τους είχαν υποσχεθεί δεν θα γινόταν, πως άδικα στέκονταν εκεί, πως δεν θα έρχονταν να τους πάρουν και να τους οδηγήσουν εκεί όπου τους είχαν πει ποιο ήταν αυτό το εκεί, κι ωστόσο όλοι σε μία κατάσταση παρατεινόμενης, αδιάλειπτης εκκρεμότητας, που δεν έβρισκαν το θάρρος να την διακόψουν, παραμένοντας σ’ έναν ενδιάμεσο χώρο, μετά από κάτι και πριν από κάτι, το πρώτο τελειωμένο, το δεύτερο ατελεύτητο, σ’ ένα είδος συνωστισμού χωρίς νόημα, πυρετού χωρίς αίτιο, με μία ενεργητικότητα χωρίς διέξοδο και χωρίς δέκτη, μέσα σε μία ατμόσφαιρα συντελεσμένη αχρηστίας, η οποία έδειχνε ακόμη πιο πρόωρη, καθώς οι περισσότεροι ήσαν νέοι και εύρωστοι, γυμνασμένοι από μία επιβεβλημένη κακουχία, με έναν δυναμισμό που σε πολλούς έπαιρνε την μορφή αδιάκριτης σεξουαλικότητας, ενός αυθόρμητου και πεινασμένου αλλά αμετάδοτου και αδιέξοδου αισθησιασμού, ο οποίος εκδηλωνόταν μόνον με επίμονα, διεισδυτικά βλέμματα που έστελναν δυσδιάκριτα και δυσερμήνευτα μηνύματα και που τα είχε αισθανθεί να την αγγίζουν πολλές φορές χωρίς να μετατρέπονται σε κάποια κίνηση ή χειρονομία, χωρίς να γίνονται καν λόγια, εκείνες οι μονοσύλλαβες εκφράσεις που περιέχουν πολλές φράσεις, κάνοντας τα πρόσωπά τους να δίνουν τις στιγμές εκείνες την εντύπωση πως ήσαν μόνον μάτια, μάτια και τίποτε άλλο.

Δημήτρης Δημητριάδης, Η μεταφορά, σελ. 12-14, εκδόσεις Άγρα, 2007

Artwork: Jan Sluijters

 

Δημήτρης Δημητριάδης, Η μεταφορά

Ήρθε στον νου της το πρόσωπο του γέρου που οι ανοιχτές πληγές του, από την ένταση των εκφράσεων καθώς κραύγαζε είχαν πρηστεί κι άλλο και διέστρεφαν ακόμη περισσότερο τα χαρακτηριστικά του, διόγκωναν τα χείλη του, επιμήκυναν και γρύπωναν την μύτη του, διέστελλαν τα ζυγωματικά του, έδιναν στο δέρμα του αφύσικες αποχρώσεις που έκαναν να θυμίζει εξωτικές φυλές, έκαναν ακόμη και την γλώσσα που μιλούσε να ακούγεται κι αυτή ακατανόητη, να βγαίνει μέσα από τα πρησμένα χείλη του σαν να είχε προσβληθεί από τα δικά του εκτεταμένα έλκη, ανεξιχνίαστη σαν συντριμμένη διάλεκτος μιας πανάρχαιας αλλά χαμένης φυλής.  Μήπως και η ίδια έδινε μια τέτοια εικόνα; Μήπως κι αυτή είχε αποτυπωμένη πάνω της μια τέτοια άχρονη διαστροφή; Μήπως μια τέτοια ομοιότητα με τον γέρο την είχε κάνει να αισθανθεί εκείνη την απροσδόκητη και αυθόρμητη συγγένεια μαζί του; Μήπως αυτή κι εκείνος ήσαν, στην πραγματικότητα, ίδιοι σε τέτοιο σημείο ώστε, κατά βάθος, τίποτε να μην τους κάνει να διαφέρουν ο ένας από τον άλλον, να ανήκουν μάλιστα στην ίδια φυλή. Στάθηκε κι ελευθερώνοντας το ένα χέρι της από τα ψώνια, έφερε την παλάμη της στο πρόσωπό της, λες και με την αφή θα αναγνώριζε αυτό δεν γνώριζε, λες και η αφή, σαν όραση, θα επαλήθευε αυτό που η ίδια δεν είχε δει μέχρι τώρα. Και πράγματι, λίγο ακόμη και θα αισθανόταν και στο δικό της δέρμα τα ίδια εκζέματα, τις ίδιες δυσπλασίες και στα δικά της χαρακτηριστικά. Αν επρόκειτο για κάτι που το έβλεπε μόνον η πωλήτρια, ήταν κάτι που φαινόταν ή κάτι που δεν φαινόταν; Μήπως ήταν κάτι που δεν φαινόταν, αλλά που η ίδια κατά κάποιον τρόπο το ήξερε, κάτι που το ήξερε, κάτι που, παρόλο που το έκρυβε, κάτι που το έκρυβε σε βαθμό τέτοιον ώστε να μην το ξέρει, η πωλήτρια το είδε; […]

Ίσως όμως να ήταν και κάτι, δεν αποκλείεται καθόλου, που ποτέ η ίδια δεν σκέφτηκε να το κρύψει επειδή δεν το θεωρούσε υποτιμητικό ή μειονεκτικό για την ίδια και προσβλητικό ή προκλητικό για τους άλλους, η πωλήτρια όμως κατάλαβε ότι κατά βάθος ήταν κάτι που αυτή δεν ήθελε να το δείξει, κάτι που η ίδια το γνώριζε πολύ καλά αλλά, ακριβώς γι’ αυτό, δεν ήθελε να το γνωρίζει εξαιτίας των ιδιοτήτων του, κι αυτός ήταν ο λόγος που, έστω, χωρίς να το επιδιώκει, το έκρυβε, και μάλιστα τόσο καλά ώστε να το έχει και η ίδια ξεχάσει, να το έχει αφαιρέσει από τη σκέψη της, η πωλήτρια όμως και πάλι το είδε, είδε ότι υπήρχε, ότι υπήρχε κρυμμένο, το είδε και δεν της άρεσε, αλλά και ενοχλήθηκε που αυτή δεν έκανε καμία προσπάθεια να συνεργαστεί μαζί της, να παραδεχτεί την ύπαρξή του και να το μειώσει, να το κρίνει, να το αντιμετωπίσεις όπως το αντιμετώπιζε κι εκείνη, να το μετριάσει για να την βοηθήσει να ασκήσει θετικότερα την ανοχή της και την συγκατάβασή της, δεν το έκανε όμως, δεν ήρθε με τα νερά της πωλήτριας, γι’ αυτό κι εκείνη είχε γίνει τόσο εχθρική, αυτό την έκανε να θέλει να την διώξει, να την κυνηγήσει, αυτό σήμαιναν η έκφραση αηδίας και ο λοξός περιφρονητικός μορφασμός στα χείλη της.

Δημήτρης Δημητριάδης, Η μεταφορά, σελ. 30-32 , εκδόσεις Άγρα, 2007

Αrtwork: Dino Valls

 
Image

Maurice Blanchot, Ο χώρος της λογοτεχνίας

Maurice Blancot, Ο χώρος της λογοτεχνίας

Κάθε φορά που η σκέψη προσκρούει σ΄ έναν κύκλο αυτό σημαίνει πως αγγίζει κάτι το αρχέγονο από το οποίο ξεκινά και το οποίο δεν μπορεί να ξεπεράσει παρά μόνο για να ξαναγυρίσει σ΄ αυτό. Ίσως μπορέσουμε να προσεγγίσουμε αυτή την αρχέγονη κίνηση εάν αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο φωτίζονται αυτές οι διατυπώσεις σβήνοντας τις λέξεις “ειρηνικά” και “ευχαριστημένος”. Με την αλλαγή αυτή ο συγγραφέας γίνεται αυτός που γράφει για να μπορεί να πεθάνει και είναι αυτός  που αντλεί τη δύναμή του για το γράψιμο από μια προειλημμένη σχέση με το θάνατο. Η αντίφαση παραμένει, φωτίζεται όμως διαφορετικά. Όπως ο ποιητής δεν υπάρχει παρά μόνον ενώπιον του ποιήματος και σαν να έπεται του ποιήματος, μολονότι είναι απαραίτητο να υπάρχει πρώτα ένας ποιητής για να υπάρξει το ποίημα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο μπορούμε να προαισθανθούμε ότι, όταν ο Κάφκα κατευθύνεται προς τη δύναμή του να πεθάνει μέσα από το έργο που γράφει, αυτό σημαίνει πως το έργο είναι αυτό καθεαυτό μια εμπειρία του θανάτου την οποία φαίνεται πως πρέπει να διαθέτει εκ των προτέρων για να καταφέρει να φτάσει στο έργο και, με το έργο, στο θάνατο.

.

Edite Grinberga (20)

.

Μπορούμε όμως επίσης να προαισθανθούμε και πως η κίνηση που, μέσα στο έργο, είναι προσέγγιση, χώρος και χρήση του θανάτου, δεν είναι τελείως η ίδια εκείνη κίνηση η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει το συγγραφέα στη δυνατότητα του να πεθάνει. Μπορούμε μάλιστα να υποθέσουμε πως οι τόσο παράξενες σχέσεις που υπάρχουν ανάμεσα στο συγγραφέα και στο έργο, αυτές οι σχέσεις που κάνουν το έργο να εξαρτάται απ’ αυτόν που δεν είναι δυνατός (posssible) παρά μόνο μέσα στους κόλπους του έργου, πως μια τέτοια ανωμαλία προέρχεται απ’ αυτή την εμπειρία η οποία συνταράσσει τα δεδομένα σχήματα του χρόνου, ξεκινά όμως από κάτι πολύ βαθύτερο, από το διφορούμενο χαρακτήρα της, από τη διπλή της όψη, πράγμα το οποίο ο Κάφκα διατυπώνει με υπερβολική απλότητα στις φράσεις που του αποδίδουμε Να γράφω για να μπορώ να πεθάνω —Να πεθάνω για να μπορώ να γράφω. Πρόκειται για λέξεις που μας κλείνουν μέσα στην κυκλική απαίτησή τους, που μας υποχρεώνουν, ξεκινώντας απ’ αυτό που θέλουμε να βρούμε, να μην αναζητούμε παρά μόνο το σημείο εκκίνησης, να μετατρέπουμε έτσι αυτό το σημείο σε κάτι το οποίο δεν προσεγγίζουμε παρά μόνο απομακρυνόμενοι απ’ αυτό, αλλά πρόκειται και για λέξεις που επιτρέπουν και την ελπίδα τούτη: εκεί όπου εξαγγέλλεται το ατέρμονο, εκεί υπάρχει η ελπίδα να συλλάβουμε, να κάνουμε να αναβλύσει το τέρμα.

Maurice Blanchot, Ο χώρος της λογοτεχνίας, σελ. 126-127,

μτφρ. Δημήτρης Δημητριάδης, Εκδόσεις Εξάντας, 1994

Πίνακες: Εdite Grinberga

.

.

.

 

 
Image

Δημήτρης Δημητριάδης, Πεθαίνω σα χώρα

Δημήτρης Δημητριάδης, Πεθαίνω σα χώρα

Επικράτησε το δίκαιο των μελαγχολικών. Άρχισαν να νομοθετούν οι σιωπηλοί και οι μελαγχολικοί. Όλοι άκουγαν με θρησκευτική ευλάβεια τη γνώμη εκείνων που πριν τους είχαν κατατάξει στην κατηγορία των ανωμάλως διακειμένων (…)… Νομιμοποιήθηκε το έγκλημα αποτελώντας πια τον άξονα κάθε δημόσιας και πάνδηλης εκδήλωσης (…) Πολλαπλασιάστηκαν τα κρούσματα των παράφορων ερώτων και των απροκάλυπτων ερωτικών εξομολογήσεων και προσφορών (…)

Fatima Ronquillo20120034

(…)… Eγώ θέλω να είμαι η ζωή, θέλω να ζήσω, θα ’θελα να ζήσω, θα ’θελα να μπορούσα να ζήσω… όμως αυτή η χώρα δε μ’ αφήνει να το θέλω, δε μ’ αφήνει να είμαι η ζωή, να δίνω τη ζωή. Έχει φάει σαν καρκίνος τα βυζιά μου, τα μυαλά μου, τα έντερά μου, έχει κατεβάσει όλες της τις πέτρες στα νεφρά μου και τα’ χει ρημάξει, έχει μαγαρίσει όλες τις πηγές απ’ όπου θα έτρεχε το γάλα μου, έχει μαζέψει όλο της το χώμα μες στις φλέβες μου και μου ’χει σαπίσει το αίμα, έχει κάτσει όλη πάνω στην καρδιά μου και την έχει κουρελιάσει απ’ τα εμφράγματα και τις εμβολές, κάθε θεσμός της κι ένα έμφραγμα, κάθε νόμος της και μια εμβολή (…)

Fatima Ronquillo20120006 (…)Αυτή η χώρα είναι το χτικιό μας. Θα μας πεθάνει, θα μας ξεκάνει. Πώς θα γλιτώσουμε; Μας πίνει το αίμα, μας το πίνει. Δε μ’ αφήνει πια ούτε να κοιμηθώ, μου έχει κλέψει και τον ύπνο. Πώς θα ζήσω χωρίς ύπνο; Δε θα ζήσουμε… Όλο το σπέρμα όλων των αντρών της γης δε θα μπορούσε να ζωντανέψει εκείνη την κόχη του κορμιού μου απ’ όπου ξεκινάει η ανθρώπινη ζωή… Έχεις αδειάσει όλη τη ζωή σου μέσα μου αλλά μ’ έχεις αφήσει χωρίς ζωή… Κι εσύ δεν μπορείς. Μ’ έχεις σπείρει μα ο σπόρος σου δεν πρόκειται ποτέ να πιάσει, δεν μπορεί πια ο σπόρος σας να πιάσει… δε θα ξαναβγεί ποτέ πια ζωή από μέσα μας… Το παλιογύναικο. Ένα θα ’θελα, να την είχα μπροστά μου και να την έσφαζα με τα ίδια μου τα χέρια. Αχ, Θε μου, να μπορούσα να τη σκοτώσω.

Δημήτρης Δημητριάδης, Πεθαίνω σα χώρα, σελ. 41, 49, 50, 51, Εκδόσεις Άγρα, 1991

Πίνακες: Fatima Ronquillo

 

Tags: ,