…γνώριμες μυρωδιές, μακρινές αλλά καθόλου ξεχασμένες, μακρινές αλλά έντονες σαν πάρα πολύ κοντινές, θα έρθουν να γκρεμίσουν με συνοπτικές διαδικασίες και τοίχους και όρια και φράγματα και σύρματα και πασσάλους και φόβους και φαντάσματα και πόνους και ταραχές και ακινησίες και τύψεις και ενοχές, μπουμπούκια που ανοίγουν, εισπνέεις, ιαματικές οσμές, σε εισπνέουν κι αυτά, ανοίγουν σαν ελπίδες, άνθη, άνθη, άνθη, σε καλημερίζουν, μόνο μια λέξη ξέρουνε να λένε, καλημέρα, καλημέρα, καλημέρα, όχι πως χρειάζεται κι άλλη, ευχή, διαπίστωση, υπόσχεση, δικαίωση, εξαργύρωση, κατάκτηση, κορύφωση, νόημα, κυρίως νόημα, τα λέει όλα η λέξη αυτή, αρκεί, μια λέξη, αρκεί, καλημέρα, πως αλλιώς να το πεις, καλημέρα, καλημέρα, κι άλλη επωδός στο ίδιο ευοίωνο τραγούδι, κλείνεις τα μάτια κοιτάς ψηλά, όσο πιο ψηλά μπορείς, φτάνεις εκεί που θέλεις, στον Θεό, μην ντρέπεσαι, στον Κύριο όλων των ανθρώπων, στον Θεό όλων των θρησκειών, στο χρώμα όλων των χρωμάτων, τα καταφέρνεις, παρόλο που η κούραση είναι μεγάλη, ευγνωμοσύνη, στο πρόσωπο σου, αρώματα της Άνοιξης, μέθη, κάθε γεύση, κάθε απειλή θανάτου φεύγει μακριά, απομακρύνεται, σκορπάει σαν αραιός καπνός στο πρώτο φύσημα κάποιου μικρού ανέμου, άτρωτος τώρα, άφοβος, αγέρωχος, γενναίος, ανέμελος, επιτέλους ανέμελος ξανά, ένας μεγάλος περίπατος αρχινά, λαμπερός, καθαρός από σκόνες, καθαρός σαν τον ουρανό της πόλης που την διαπέρασαν μανιασμένοι βοριάδες και έκαναν το γαλάζιο του πάμφωτο και γιορτινό, πεντακάθαρος, δεν βιάζεσαι καθόλου και πράττεις πολύ καλά που δεν πράττεις βιαστικά, δεν σε κυνηγά τίποτα τώρα, δεν μπορεί να σε κυνηγήσει, εδώ μόνο ό,τι μπορεί να ενταχθεί στους ρυθμούς σου επιβιώνει, δρόμοι που μυρίζουνε βρεγμένο χώμα, αυλές που μυρίζουνε φροντίδα, μικρές κι ασήμαντες γωνιές που μοσχοβολούν από την γενναιοδωρία της φύσης, ηδονές της όσφρησης, σε στολίζουνε μυρωδιές πλουσιοπάροχες, κρέμονται πάνω σου, χτυπούν σαν μέταλλα αναμεταξύ τους, σαν καμπανούλες της Ανάστασης, σήμαντρα που αναγγέλλουν την έξοδο από το βαρύ πένθος κάποιας Μεγάλης Εβδομάδας, Μεγάλης Μέρας, Μεγάλης Χρονιάς, Μεγάλης Ζωής, που άγνωστο πόσους αιώνες κράτησε, γλωσσίδια ακατάπαυστα, χαρωπά, γλυκύτατη φλυαρία, ντλιν, ντλιν, ντλιν, ντλιν, σε στολίζουνε ήχοι, ηδονή της ακοής, λιβάδια ξεδιπλώνονται στα μάτια, ηδονές όλων των αισθήσεων, τριφύλλια, σιτάρια, ηλιοκαμένα κορμιά που δουλεύουν μέσα τους αγόγγυστα, χαμόγελα που ακτινοβολούν από καλή διάθεση, χέρια σκληρά, ακάματα, μυώδη, απτόητα, σε χαιρετούν με τους καπνούς των αναμμένων τσιγάρων να γράφουν στους αιθέρες συντροφικά μηνύματα, σε καλούνε, κερνάνε ρακές και τσίπουρα, τσοπάνηδες με βλέμμα καθαρό, βελάζουν απολωλότα πρόβατα στην αγκαλιά τους, ερίφια χοροπηδάνε από δω κι από κει, ανεβοκατεβαίνουν γκρεμούς, ατέλειωτα κοπάδια απλώνονται, ελαιοπερίβολα με φυλλωσιές που αντανακλούν πανηγυρικά την Άνοιξη, την Άνοιξη που έψαξες, την Άνοιξη που έπλεξες με τις βελονιές μουντών Γενάρηδων, το χέρι, ουρανός έναστρος, προσωρινός σαν ευτυχία, παντοτινός σαν σπινθηροβόλας θλίψης νεφέλωμα, ισόβια σκεπή των ποιητών, η ψυχή σου ανοίγει, μπουμπούκι που γίνεται άνθος, πίνει ουρανό, τον ουρανό που εσύ πέτυχες, κατόρθωμα, άθλος, καλά κάνεις και νιώθεις υπερήφανος, συνέχισε να νιώθεις υπερήφανος, της το είχες υποσχεθεί, με στίχους που χάθηκαν προσωρινά εδώ για να βρεθούν οριστικά παντού, γι’ αυτό δεν τους κλαις, θα συναντηθείτε πάλι, το έχετε υποσχεθεί, εσύ σε αυτούς, αυτοί σ’ εσένα, όποιο ταξίδι κι αν σε διεκδικήσει από δω και πέρα θα τους βρεις να ανοίγουν και να φωτίζουν τις διαδρομές σου, μικρές ή μεγάλες, ουρανός, γίνεσαι ίδιος μ’ αυτόν, αυτός ίδιος με σένα, ποιος καθρεφτίζει ποιον, το χέρι, σπορά φωτός στα σκληρά πετρώματα της μοίρας, σπορά υπομονής, φτάνει ο καιρός του πλούσιου θερισμού, θα γεμίσουν οι αποθήκες, θα πεθάνει η ασιτία, γενιές αμέτρητες θα αναχαιτίσουνε τους λιμούς που φαντάζουνε μοιραίοι κι αναγκαστικοί, δικαιώνονται τα παράδοξα όνειρα, τα ανεξήγητα όνειρα, εξηγούνται απόψε, όπου νερά και άλογα, άλογα μαύρα, στιλπνά, ρωμαλέα, βαρβάτα, περήφανα, αχαλίνωτα, νερά γάργαρα, κρυστάλλινα νερά, γάργαρα νερά, ποιητικά νερά, όπου νερά και άλογα, λοιπόν, ερχόντουσαν στα χέρια σου χωρίς να τα περιμένεις κι ενώ γύρω απλωνόταν μια ησυχία σαν φρεσκοπλυμένο σκέπασμα, ησυχία βαθιά όπως τα ζεστά μεσημέρια του καλοκαιριού που έμελλε να ταραχτούν συθέμελα από την έλευση του Απρόσμενου, κεντημένη με τραγούδια τζιτζικιών, δώρα που κάποια στιγμή θα έβρισκες πως τα αξιοποιήσεις, ωστόσο αναρωτιόσουν, απορούσες, μονολογούσες, σαν να μην επέτρεπες στον εαυτό σου να δεχτεί πως είναι άξιος για τέτοιες εύνοιες, όνειρα είπαμε, ανέβα στο μαύρο άλογο και φύγετε μαζί σαν σαϊτιές στα σιτοχώραφα, ψάξτε τον Δράκοντα τώρα που κρυμμένος τρώει την ουρά του, χτύπα τον, τώρα που είναι υπνωτισμένος από την πολύ σιγουριά, από την ξέχειλη αυτοπεποίθηση, ανέβα στα νερά και φύγε, απλώσου σε κόλπους ειρηνικούς, ειρηνικούς κόλπους, σε βάθη ναυαγίων που μετατράπηκαν σε μαγευτικές πολιτείες που περιμένουν να κατοικηθούν, που προσμένουν τους κατοίκους και τους ταξιδιώτες των ονείρων τους, δώσε
.
.
και σε μας λίγη ειρήνη, στείλε κάτι, πες κάτι, γράψε κάτι, κράτα μας, σώσε μας, ράντισε την καρδιά μας με την ειρήνη που την ζητάμε χρόνια, όνειρα που σε είδανε στο όνειρο τους, σε φοβηθήκανε, τους αιφνιδίασες, περιμένανε ένα παγόνι αλαζονείας, έτοιμα να του ρίξουν, να δούνε τα πούπουλα του να σκορπάνε ματωμένα στον αέρα, αλλά έπεσαν πάνω σε έναν βράχο σοβαρότητας, ένα άγαλμα μικρό με ίσκιο απέραντο που απλώνεται σε καιρούς πέρα από τους δικούς τους, προσφέροντας άφθονη προστασία από νοσηρές ζέστες, το χέρι ήρθε, είναι εδώ, θα απαντήσει, αργά ή γρήγορα, θα λύσει όλα τα αινίγματα, της ύπαρξης, της ζωής, του θανάτου, όταν αυτός δεν έρχεται σαν λύση και απάντηση, της ανατριχίλας των σιωπών που γίνηκε Ποίηση, Ποίηση όχι με λέξεις, με τον ιδρώτα των χεριών, ναι, με το ξεραμένο σάλιο, ναι, με μια δίχως προσδοκίες αναμονή, ναι, με την ακινησία ενός χρόνου παχύδερμου κι ανάλγητου, ναι, με την ξεριζωμένη καρδιά της ελπίδας, ναι, με τα μαστιγώματα των φόβων, ναι, όχι με μελάνι, όχι να οδηγείς εσύ τις λέξεις τραβώντας τες απ’ τα μαλλιά, να σε πηγαίνουν εκείνες, ατόφια Ποίηση, όπως τα όνειρα που κάποια στιγμή συναντιούνται με τις ερμηνείες τους, και εγένετο Φως, σκοτεινό Φως, φωτεινό Φως, Φως, γέννηση, ξεκουράσου πάρε μια ανάσα, μη βιάζεσαι, μη σπαταλάς τις όποιες δυνάμεις σου έμειναν, περίμενε μια στιγμή, θα πεις όσα θέλεις, θα προλάβεις, καμία πίεση πλέον από πουθενά, κανένα άγχος, θα ακούσεις τη μουσική, θα σε ακούσει η μουσική με μεγάλη προσοχή, τις φράσεις που ίσως νομίζεις πως δεν μπορείς να διαθέσεις, αυτές έρχονται συνήθως μόνες, εκείνες διαλέγουν ποιος τις γράφει, ποιος τις λέει, απρόσκλητες, με τέτοια κόλπα η Ποίηση μας αγαπά και μας αποσπά ισόβιους όρκους υποταγής στην ελευθερία της, η Ποίηση, χέρια μαμής τα χέρια της, από το αιδοίο του τίποτα φέρνει μπροστά στα μάτια σου ένα κλαψιάρικο σύμπαν που θα σου κάψει τα μάτια και θα σε κηδεμονέψει, φυσικά και δεν είσαι μόνος, από τη φυγόπονη μήτρα του τίποτα ξάφνου πολύτεκνος και ζάμπλουτος, σου ’ρχεται να το βάλεις στα πόδια, όπου κι αν πας τα πλούτη, οι στίχοι σου, σκιά σου, εκείνοι οι στίχοι που κανείς δεν διάβασε, εκείνοι οι στίχοι που σε γράψανε και σε κάνανε παντοτινό, έρχονται ξοπίσω σου, κυνηγητό κυκλικό, μέχρι που είναι άγνωστο ποιος κυνηγάει ποιον, ποιος συνοδεύει ποιον, ποιος είναι ο μπροστά και ποιος ο πίσω, αποδέχεστε ο ένας τον άλλον, και η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού γίνεται σελίδα γεμάτη ανορθόγραφους στίχους και μουντζούρες από χρυσάφι, τόνοι, πνεύματα, υπογραμμίσεις από χρυσάφι, το χέρι, ησύχασε, είναι εδώ, ησύχασε, το χέρι της, εδώ, κοντά σου, για πάντα, με υπομονή που τεντώνεται και φτάνει πέρα από το χρόνο, πέρα από το θάνατο, δεν μπόρεσε να το κρατήσει τίποτα μακριά σου, ούτε σπαθιά ούτε κακές, μοχθηρές, γλωσσίτσες που κόκαλα δεν έχουν και κόκαλα τσακίζουν, πιες το νερό του και ησύχασε, ανθισμένα τοπία, μεγαλώσανε μαζί σου κι είναι έτοιμα να δεχτούνε μέσα τους τις μεγάλες σου βόλτες, χέρι καλλίφωνο, το τραγούδι, άκου, είναι για σένα, όσο κι αν δεν θέλεις να το πιστέψεις, είναι για σένα, η μουσική σε αγαπάει, σε αγαπάει και σου το λέει με όλες της τις νότες, ψηλές, χαμηλές, βαθιές, βαθύτερες, βαθύτατες, όχι μόνο σε αγαπάει, σε λατρεύει, την αφήνεις να σε χαϊδέψει, να σε γιατρέψει, είναι η γιατρειά, ανέκαθεν αυτή ήταν η γιατρειά, πριν, τώρα, αύριο, πάντα, μια μουσική σε πεντάγραμμα αγάπης, κάποτε θα γίνει κοινή συνείδηση κι αυτονόητη θεραπεία, είσαι ο εκλεκτός της μουσικής, μουσική και αγάπη, θα σκεφτείς πολύ την αγάπη σήμερα, θα σε σκεφτεί πολύ η αγάπη σήμερα, απόψε, με μια φωνή που βγαίνει από βυθούς ανεξερεύνητους, κανείς δεν τόλμησε ούτε θα τολμούσε ποτέ να τα ψάξει, από ένα σπηλαιώδες παρελθόν όπου πρόγονοι αποθήκευαν τα πιο πολύτιμα αγαθά για να τραφούν και να τα διαιωνίσουν, και να θρέψουν, πεινασμένες ψυχές και στόματα, σταλαχτίτες που γίνανε αμυντικά όπλα, σπάνια διακοσμητικά, κολώνες μελλοντικών μεγάρων και κεκλιμένων οραμάτων, σταλαγμίτες που κρεμάστηκαν πάνω από διψασμένα σώματα και τα ξυπνήσανε για πάντα, τους θυμίσανε την πείνα τους, τη δίψα τους, να τρως, να πίνεις, να ντύνεσαι σωστά, να προσέχεις τον εαυτό σου, να αγαπάς, να αγαπάς πολύ, να αγαπιέσαι, να πίνεις όλη σου την αγάπη μέχρι τελευταίας σταγόνας, κάθε πρωί, κάθε μεσημέρι, κάθε βράδυ, τρεις φορές την ημέρα, χίλιες φορές το λεπτό, ν’ αφήνεις τους ύπνους μισούς και να το κάνεις, για να μεγαλώσεις, να γίνεις άντρας, για να μην είσαι εσύ αυτός που θα μείνει μισός, να ντύνεσαι, όχι μόνο σωστά αλλά και ζεστά, να προσέχεις το κρύο, καραδοκεί, Χειμώνα, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Άνοιξη, ειδικά την Άνοιξη που μπορεί να ξεγελαστεί ο καθένας, ακόμη και ο πιο καχύποπτος, ψάχνει διόδους, το κρύο, ψάχνει ρωγμές, ψάχνει ελλείμματα αγάπης, ψάχνει άδεια βλέμματα, χρόνο πεταμένο στα σκουπίδια, ψάχνει υποχωρήσεις, ψάχνει ακούραστα, καραδοκεί, σαν κυνηγός, ψάχνει μισούς ανθρώπους, ανθρώπους κλάσματα, για να τους αποτελειώσει, να τους κλειδώσει στο μηδέν, διαιρεί, αφαιρεί, διαλύει, ισοπεδώνει, ροκανίζει, κατασπαράζει, το κρύο, μέσα στα όνειρα, έξω από αυτά, ψάχνει, περιμένει κι όταν σε βρει γυμνό από τα φυλαχτά της αγάπης, πατά τη σκανδάλη, καθοδηγεί τα σκάνδαλα, και εφορμά, να πάρει τη θέση του, να κάψει, να μην αφήσει τίποτα όρθιο, να σφάξει γυναικόπαιδα, να πιει αίμα, το κρύο, ενίοτε με προσωπίδες ομορφιάς κι αθωότητας, με «δήθεν» και «διότι», φυλάξου από τα μελίρρυτα τέρατα, το κρύο, φόρα τα μάλλινα, ζεστά λόγια, όλα τα στολίδια της αγάπης, μην τα βγάλεις στιγμή, άτιμο πράγμα, το κρύο, μελανιάσματα βαθιά, κρυοπαγήματα, που θα τα σβήσει το χέρι, θα τα διώξει αμέσως από πάνω σου…..
Το χέρι. Όταν το τραγούδι του τελειώσει, μέσα σε βροχή λυγμών- επιτέλους!- κι αφού προηγουμένως θα έχει διασχίσει πορφυρούς αιώνες, κι αφού προηγουμένως θα έχει γεμίσει με γαλάζια παράθυρα τούτη τη μέγγενη των τοίχων, κι αφού προηγουμένως θα έχει κεντήσει με φιλιά παγερούς εφιάλτες μετατρέποντας τους σε φλογερά ηλιοβασιλέματα, θα σου φέρει τα φρεσκοσιδερωμένα ρούχα. Τα φρεσκοπλυμένα. Τα πεντακάθαρα. Τα καινούργια. Τα επίσημα. Τα εορταστικά. Ρούχα που σε περιμένανε καιρό και μέσα από την αναμονή τους γίνανε εξ ολοκλήρου από ατόφιο μετάξι. Ρούχα που τα περίμενες καιρό και μέσα από την αναμονή σου έγινες κι εσύ από το ίδιο υλικό. Ατόφιο μετάξι. Θα πετάξει τη παλιά ενδυμασία που κρύβεται πίσω από τούτο το χρώμα που υποδύεται το λευκό-και δεν είναι. Θα σε απαλλάξει. Και θα σ’ αλλάξει. Θα σε ντύσει με την προσοχή που δίνουμε όταν ασχολούμαστε με τα ακριβά, εύθραυστα υλικά. Πειθήνια και χαρωπά θα δεχτείς τις υπηρεσίες του, όπως όλα του τα Δώρα έως τώρα. Αυτό μπορείς να το πεις και ευτυχία. Θα σε στολίσει. Ευτυχία. Θα σε σηκώσει. Ευτυχία. Θα πιάσει το χέρι σου απαλά. Ευτυχία. Το χέρι στο χέρι σου. Ευτυχία. Όχι σαν έξαρση, σαν αιφνίδιος πίδακας με συγκεκριμένο χρόνο λήξης. Αλλά σαν ατέρμονο λιβάδι που θα σε καλεί επίμονα έτοιμο να δεχτεί τον παντοτινό σου περίπατο.
Θα σε βοηθήσει να σηκωθείς. Όρθιος, σπαθένιος, κοφτερός, ακμαίος. Καινούργιος. Και έτσι πατώντας ελαφρά σε ένα δρόμο που θα αχνίζει ζεστό Φως, θα σε οδηγήσει σε ένα λαμπερό ξωκλήσι- αυτό είναι πραγματικό λευκό. Όλων των Θεών, όλων των Αγίων, όλων των δακρύων. Σε ένα ναό Αγάπης. Καθώς τα κρύα των Απρίληδων θα σβήνουν, εσύ θα ελευθερώνεσαι, όλα ζεστό Φως θα γίνονται, το χέρι θα ακουμπήσει στα φτερά της ψυχής σου το πλέον ώριμο μυστικό του. Το μυστικό που θα τ’ ανοίξει και θα τα βοηθήσει να πετάξουνε δίνοντας της τη δυνατότητα να πετάξει, χωρίς περιττούς θορύβους, προς τα κει που πάντα κοίταζε. Δικαιοσύνη, διόρθωση επίγειων αδικιών – σ’ αφήνουν αδιάφορο όλα αυτά.
Πτήση κουρασμένη, αργή. Προς ένα Φως που μόνο να την ευνοήσει μπορεί. Όπως όταν είχες τελειώσει κάποιο σου πόνημα και με μισόκλειστα από ικανοποίηση μάτια το διαβάζεις βάζοντας τις τελευταίες, ράθυμες πινελιές. Γιατρεμένος και όμορφος.
Καλή ξεκούραση.
(Απόσπασμα)
Artwork: David Martiahsvili
Στη μνήμη του Γεώργιου Βιζυηνού
Kάπως έτσι φαντάστηκε ο Στέργιος Ντέρτσας τις τελευταίες στιγμές του Γεώργιου Βιζυηνού. Τον ευχαριστώ που μου εμπιστεύτηκε το κείμενό του και μου έδωσε την άδεια να το δημοσιεύσω.
Από την πρώτη μέρα που ο Βίτορ ντε Ολιβέϊρα έπεσε στο κρεβάτι, χτυπημένος από την κακή αρρώστια, που άρχισε να ροκανίζει την ατσάλινη ζωτικότητα του οργανισμού του με απίστευτη ταχύτητα και που το όνομα της όχι μόνο δεν θέλανε να το αναφέρουν, αλλά και να το σκεφτούν ακόμα (σαν από φόβο πως έτσι συμβιβάζονται με τον Σκοτεινό Επισκέπτη και επισημοποιούν την παρουσία του στο σπίτι), ο πίνακας με το καμένο δάσος, κάτω από τον Εσταυρωμένο και πάνω από το κεφάλι του κατάκοιτου άντρα, πήρε να ζωντανεύει. Στα απανθρακωμένα κλαδιά των πεύκων ξεμύτιζαν, δειλά δειλά, χαρωπά βελόνια με παιχνιδιάρικη, θαρρείς, διάθεση, βάφοντας με ένα αμυδρό πρασινωπό φως το βασίλεμα των ματιών του αρρώστου και το πονεμένο κορμί του. Ο αμίλητος έως τότε Βίτορ το αντιλήφθηκε αμέσως. Ένας κόμπος στον λαιμό του άνοιξε σαν μπουμπούκι τριανταφυλλιάς για να γίνει βραχνό ψιθύρισμα θριάμβου. «Ρουί… Ρουί… γιε μου, τα δέντρα ανασταίνονται. Σ’ το είχα πει, θυμάσαι;» είπε στο γιο του, που όλες αυτές τις ωχρές μέρες καθόταν, σαν μελαγχολικός φύλακας- άγγελος, στο προσκέφαλό του, βυθισμένος σε ένα πυκνό νεφέλωμα άφατης θλίψης, θωρώντας τον πατέρα του σαν ένα δαιδαλώδες αίνιγμα, μέσα από το οποίο προσπαθούσε να λύσει το αίνιγμα της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης. (…) Τον πίνακα τον είχε φέρει ο Ρουί από την Κούβα, στο τελευταίο του ταξίδι, πριν εγκαταλείψει οριστικά τη θάλασσα και τη ναυτική ζωή και επιστρέψει στα χωράφια του, δίπλα στον πατέρα του. Τον είχε αγοράσει για 3 δολάρια κι ένα μπουκάλι βότκα από έναν ζωγράφο που ’χε χαρακωμένο το δεξί του μάγουλο από μια βαθιά μαχαιριά και τα μάτια του λαμποκοπούσαν στο ήλιο ολόιδια με δυο υπερμεγέθεις σταγόνες ανοιχτόχρωμου μελιού. Για ατελιέ του είχε κάποιο μικρό κομμάτι ενός πεζόδρομου, κάπου στο κέντρο της Αβάνας. Βέβαια ένα καμένο δάσος δεν αποτελεί και τον ιδανικότερο καλλωπισμό για τον τοίχο οποιουδήποτε σπιτιού, αλλά ο πίνακας του άσκησε τέτοια έλξη, που ήταν αδύνατον να του αντισταθεί. Τον διάλεξε ανάμεσα σε δεκάδες άλλους, πολύ πιο εντυπωσιακούς και γεμάτους ζωντανά, παλλόμενα χρώματα. Θυμάται ακόμη ξεκάθαρα την ημέρα που άνοιγε έναν μεγάλο χακί λιγδιασμένο σάκο κι έβγαζε από μέσα την κυλινδρική χαρτονένια θήκη που τον περιείχε.
( …)
Ο Βίτορ πέθανε πολύ γρήγορα. Τις πρώτες πρωινές ώρες μιας μουχλιασμένης, από την πολλή υγρασία, Μεγάλης Τρίτης. Με μια σεμνή και λιτή τελετή οι ελάχιστοι κάτοικοι του χωριού αποχαιρέτισαν τον αξιαγάπητο άντρα και τον συνόδεψαν στην τελευταία του κατοικία, αργά το απόγευμα της ίδιας ημέρας, κι ενώ ένα απρόσμενο κι ανεξήγητο σύννεφο ομίχλης είχε ρουφήξει στα σπλάχνα του το μικρό χωριό. (…)
Μπήκε στο σπίτι κατάκοπος, ανάβοντας το φως του διαδρόμου. Γαληνεμένος. Πήγε κατευθείαν στο δωμάτιο του πατέρα του χωρίς ν’ ανάψει άλλο φως. Η απουσία του έδινε στο σκοτάδι ένα παγερό μπλε χρώμα. Ξάπλωσε στο κρεβάτι του. Γύρισε μπρούμυτα, πήρε το μαξιλάρι του στα χέρια του, έχωσε μέσα το πρόσωπό του. Κι άρχισε να το φιλά αδιάκοπα, ενώ πνιγόταν από σπαραξικάρδιους λυγμούς. Έτσι τον έκλαψε, για πρώτη και τελευταία φορά. Μια έντονη μυρωδιά φρέσκου πεύκου γέμιζε τα ρουθούνια του και γλύκαινε τη πικραμένη του καρδιά.