Όταν έφευγες, ο Οκτώβρης κατέβαζε τις βαλίτσες στο πεζοδρόμιο. Τα παπούτσια λασπώνονταν στα χαρακώματα των φυκιών κι οι τελευταίοι, ανασφαλή γερόντια ξαπλώνανε ακόμη στις θημωνιές της θάλασσας κρατώντας επίμονα το νοίκι τους και μια μπουκάλα μεταλλικό νερό.
Θα ξαναρθεί βέβαια το καλοκαίρι κι οι ρομφαίες του τουρισμού το νησί θα βγάλει βιαστικά τις αντίκες του απ’ το ντουλάπι σαρακοφαγωμένες κασέλες, εικονίσματα, σκαλιστές ιδεολογίες θα ξαναβγάλει τις αντίκες του απ’ το ντουλάπι μασημένα τραγούδια, άδειες ταξιδιών και ξωκλήσια ιαματικά.
Θα ξανάρθει βέβαια το καλοκαίρι. Ο έρωτας θα σκουπίζει τις νύχτες με ξανθά μαλλιά κι απ’ τα μπαλκόνια που υποθέτουνε τη θάλασσα ο καθένας θ’ ανοίγει τις πληγές του και τις μεγάλες γάζες της μοναξιάς.
Στο μεταξύ τα δάχτυλα της Κίρκης τρίβουνε τα τζάμια του νησιού γνέφοντας αινιγματικά σε μια φωνή γιαπωνέζικου τρανζίστορ και μόνο κάπου κάπου τα παιδιά ξεθάβουν στα βουνά κοχύλια και τροπάρια νεκρά ή φτερούγες που κάποτε δρόσιζαν μια παμπάλαιη ελευθερία
Θα ξανάρθει βέβαια το καλοκαίρι. Όταν έφευγες, το νησί μετοικούσε κιόλας στο συνάχι του σε κλειστά καφενεία που κατέβαζαν δάκρυα αυλακώνοντας τα μάγουλα με χειμερινές φαντασιώσεις κι εσένα σου έμεναν οι αφροί των καρτ-ποστάλ και οι πικρές λιθογραφίες του Αυγούστου
κι εσένα σου έμεναν οι Δέκα Εντολές και οι γραβάτες ενός ασήκωτου χειμώνα.
Μάριος Μαρκίδης, Οι βαλίτσες του Οκτώβρη, από τη συλλογή Θάλασσα Σαρωνικού ήρεμος, Ανθολογία Ε. Γαραντούδη, Η ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα
Κάποτε βαρέθηκε και τα παλάτια
και τα αρώματα της Καλυψώς.
Τα βράδια προφασίζονταν πονόδοντο για να γλιτώσει
από τα χάδια της.
Δεν ήθελε πια να ταξιδέψει
δεν είχε άλλα χρόνια να χαρίσει στη θάλασσα
μα το ξημέρωμα τον έβρισκε να φτιάχνει τις βαλίτσες του
για λίγα διψασμένα βράχια
για κάποιον ψόφιο σκύλο που τρέμει και τον ίσκιο του
για κάτι ψωρομάγαζα στην προκυμαία που τα σπάνε κάθε βράδυ
οι μνηστήρες.
Όταν οι βάρβαροι πήραν την πόλη έσφαξαν όλους τους κατοίκους κι έριξαν τα κλαδεμένα κορμιά τους στα πηγάδια. Μα τα νερά έτυχαν ιαματικά κι οι άνθρωποι, όλοι τους σχεδόν φουκαράδες ή έμποροι, καθώς βούλιαζαν σιγά σιγά βρήκαν τον εαυτό τους γιατρεμένο. Έτσι μαζώχτηκαν απ’ όλες τις μεριές στον πάτο, μαζώχτηκαν σε μικρές ανήσυχες ομάδες και κουβέντιαζαν τι συμφορά τούς είχε λάχει. Τα νερά ήταν ήσυχα και καθαρά, εκεί κάτω το φως ενύσταζε σε μικρούς τρυφερούς λεκέδες και με τον καιρό η γκρίνια νύσταξε κι αυτή, οι γυναίκες στέγνωσαν τα δάκρυά τους κι έπιασαν να συγυρίζουν, οι άντρες κάπως κατσούφηδες γύρισαν το βράδυ, τέλος βολεύτηκαν στο νέο τους σπιτικό κι εκεί ζουν ακόμη, ανατρέφοντας παιδιά, γράφοντας ποιήματα, χαμογελώντας ο ένας στον άλλον συμπαθητικά – λένε πως θα ’ρθουν πάλι έξω απ’ το πηγάδι όταν θα έχουμε πεθάνει.
Από τη συλλογή Βιβλίο παραπόνων, Ποίηση ’78, 1978, Ανθολογία Ανέστη Ευαγγέλου, Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά, Εκδόσεις Παρατηρητής, 1994