RSS

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας, «Άντρας σε ρόδινο στέκι»

09 Jan

Το ρακί, η μιλόνγκα, τα θηλυκά, ε, μια φιλική βρισιά από το στόμα του Ροσέντο, μια φάπα που έδινε έτσι στο σωρό και που εγώ την έπαιρνα για χάδι, ε, άλλο δεν ήθελα για να ’μαι ευτυχισμένος. Είχα πέσει σε μια ντάμα που ακολουθούσε μια χαρά τα βήματά μου, σαν να τα μάντευε, που λένε, από τα πριν. Το τάνγκο μας έκανε ό,τι ήθελε: μας έσπρωχνε, μας χώριζε, μας σκόρπιζε, μας ξανάσμιγε. Έτσι γλεντούσαν οι άντρες, σαν μέσα σε όνειρο, όταν ξαφνικά μου φάνηκε πως η μουσική είχε δυναμώσει  – κι αυτό, γιατί είχε μπλεχτεί με τους κιθαριστές της άμαξας που τους ακούγαμε όλο και πιο κοντά. Ύστερα, γύρισε ο αέρας που τους έφερνε, κι εγώ αφοσιώθηκα ξανά στο σώμα μου και στο σώμα της ντάμας μου και στις περιελίξεις του τάνγκο. Και τότε ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα, μια γερή γροθιά και μια φωνή. Αμέσως, γενική σιωπή, ένα σπρώξιμο της πόρτας με τον ώμο, κι ο άντρας μπήκε μέσα. Ο άντρας έμοιαζε με τη φωνή του. […] Στη γωνιά του δρόμου ήταν σταματημένη η άμαξα, με τις δυο κιθάρες όρθιες στο κάθισμα, σαν άνθρωποι. Με πίκρανε που τις είχαν παρατήσει έτσι και κανείς δεν τις φύλαγε, λες και δεν μας είχαν άξιους να βουτήξουμε δυο παλιοκιθάρες. Μου την έδωσε όταν ένιωσα πως δεν αξίζαμε τίποτα. Είχα ένα γαρίφαλο στ’ αυτί· το ’πιασα και το πέταξα σε μια λακκούβα με νερό κι έμεινα λίγο εκεί να το κοιτάζω, σαν να μην ήθελα να σκεφτώ τίποτ’ άλλο. Και τι δε θα ’δινα να ’ταν κιόλας αύριο, να ’χα βγει απ’ αυτήν τη νύχτα.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας, «Άντρας σε ρόδινο στέκι» σελ. 83 και 87, Άπαντα τα πεζά, Ι, μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Πατάκη, 2014.

.

 

Leave a comment