RSS

Category Archives: Αντώνης Σανουδάκης

Αντώνης Σανουδάκης, Αγορά πλήθουσα

VISITATION Robert-and-Shana-ParkeHarrison_362

.

.

Τον είδα χθες βράδυ, μεσάνυχτα, να κατεβαίνει πετώντας από την κορυφή της πύλης Voltone, αφού προηγουμένως είχε αποκολληθεί απ’ το ανάγλυφο του υπέρθυρου. Φορούσε φτερά του λιονταριού του Αγίου Μάρκου, ενδεδυμένος λευκή εσθήτα, ενώ στο δεξί του χέρι κρατούσε, όπως συνήθιζε, ένα μπουκάλι κρασί Μαλζαβίας. Με μια ανάλαφρη κίνηση, ο Αντρέας, που τον θεωρούσαν τρελό και μπεκρή, προσγειώθηκε στην οικεία του θέση, μεταξύ Μπαλαμούτσου και Μεϊντάνι γωνία.

Είχα την αίσθηση ότι όλα τριγύρω, εκτός από το δικό του φτερούγισμα, ήταν ακίνητα. Ο τροχονόμος στο σταυροδρόμι με το κυκλικό κατασκεύασμα είχε υψωμένα τα χέρια. Το ένα σε ημιανάταση, το αριστερό, σταματούσε την κίνηση των οχημάτων που έρχονταν από το λιμάνι, ενώ με το δεξί έδειχνε τη σταματημένη πορεία από την Πλαθεία Στράτα προς το Καμαράκι. Τα βήματα των πεζών είχαν μείνει μετέωρα, τα πρόσωπα ήταν σε διάφορες πόζες με γκριμάτσες χαράς, λύπης, απελπισίας, αφηρημάδας, βιασύνης. Τα αυτοκίνητα ακινητοποιημένα με αναμμένες μηχανές, ο καπνός απ’ τις εξατμίσεις του κολλημένος στον αέρα σαν χαλκομανία, οι θέσεις των οδηγών άδειες. Όλα και όλοι είχαν ένα χρώμα λευκό, τα σπίτια, τα καταστήματα, η πλατεία των Τριών Καμαρών, η Νομαρχία, ο κινηματογράφος «Απόλλων», όπως το αρνητικό ενσταντανέ φωτογραφίας, σελίδα βγαλμένη απ’ το βιβλίο της ιστορίας.  Συνειδητοποίησα, επίσης, ότι την ίδια ακινησία θανάτου είχα κι εγώ. Τα πόδια μου είχαν αναπτύξει ρίζες, εκεί στη γωνία Μεϊντάνι, διαπερνούσαν το πεζοδρόμιο, την υπόγεια δεξαμενή, χώνονταν στο χώμα βαθιά. Στην απέναντι τζαμαρία με τα κοσμήματα είδα, όπως συνήθιζα από έφηβος, το χρώμα του προσώπου μου ωχρό, ως νεκρική σινδόνη, και ομολογουμένως ταράχθηκα. Διερωτήθηκα μήπως είχα πεθάνει, γιατί, ενώ σκεφτόμουν, δεν μπορούσα να βγάλω έστω μία άναρθρη κραυγή, όταν αντιλήφθηκα τον Αντρέα τη στιγμή που προσγειώθηκε πλάι μου, από την κορυφή της πύλης Voltone. 

7100704_1_l

Το πρόσωπό του ολόφωτο, τα πόδια του δεν ήταν πλέον στραβά και τα χνότα του δεν μύριζαν κρασίλα. Στα χέρια κρατούσε τη λογική του, την κούρδιζε σαν το παλιό ξυπνητήρι. Με καλησπέρισε με το στόμα, όχι πλέον στραβό και μπουκωμένο, όπως το γνώριζα, έμοιαζε σαν μονοκοντυλιά αγιογραφίας του Μιχαήλ Δαμασκηνού. Το θρόισμα των φτερών του, ανεπαίσθητη κίνηση αγγέλου, απελευθέρωσε τη φωνή μου στο καλησπέρισμά του. (…) Αφού παρήλασε όλη η πόλη και χώθηκε στο φέρετρο, ο Αντρέας το σήκωσε στους ώμους, φτερούγισε πήρε μαζί και την πύλη Voltone «διά καταχώσεως»,  χάθηκε στον ορίζοντα, αφήνοντάς με μετέωρο σε ένα κενό αέρος, ελκόμενο από ισχυρό μαγνητικό πεδίο, μέσα απ’ το οποίο φύτρωναν οι ρίζες των ποδιών μου. Τρόμαξα, γιατί διαπίστωσα πως ήμουν νεκρός. Όμως ο Άρης, ο κρητομινωικός ιχνηλάτης μου, με τη σπασμένη ραχοκοκαλιά σε τροχαίο, που αναπαύεται τέσσερα χρόνια στη ρίζα πεντάχρονου δέντρου, σήκωσε το πίσω πόδι βρέχοντας τον κορμό του κορμιού μου, λίγο πιο πάνω απ’ τις ρίζες. Όπως συνήθιζε να κάνει σε όσους επισκέπτες έχουν λερωμένα παπούτσια.

Αντώνης Σανουδάκης, Σφαιριστήριον λαβυρίνθου (Αγορά πλήθουσα), σελ.  7-10, αποσπασματικά, εκδόσεις Ελληνικά γράμματα, 2001.

Φωτογραφία: Robert and Shana ParkeHarrison

.

.