.
Κενζαμπούρο Όε, Μια προσωπική υπόθεση
.
Τρέμοντας συνέχισε να διασχίζει τον διάδρομο παραπατώντας σαν ασθενής που βρίσκεται στο στάδιο της ανάρρωσης. Καθώς προσπερνούσε το ανοιχτό παράθυρο ενός θαλάμου εξακολουθούσε να κλαίει, ασθενείς που έμοιαζαν με χορτασμένα θηρία, ξαπλωμένοι ή καθισμένοι στο κρεβάτι, τον παρατηρούσαν με ανέκφραστα πρόσωπα. Η κρίση του είχε πια υποχωρήσει όταν έφτασε σ’ ένα σημείο όπου ο διάδρομος περνούσε μέσα από μονόκλινα δωμάτια, αλλά το αίσθημα της ντροπής είχε μεταβληθεί σε κάτι συμπαγές, σαν γλαύκωμα πίσω από τα μάτια του. Κι όχι μόνο πίσω από τα μάτια το, αλλά το ’νιωθε να απλώνεται σε όλο το σώμα του. Το αίσθημα της ντροπής: ένα καρκίνωμα. Ο Μπερντ αισθανόταν την παρουσία αυτού του ξένου σώματος, αλλά του ήταν αδύνατο να ασχοληθεί μαζί του, το μυαλό του ήταν αχρηστευμένο, εξουθενωμένο. Η πόρτα ενός δωματίου ήταν ανοιχτή. Μια αδύνατη, νέα, τελείως γυμνή κοπέλα στεκόταν κοντά στην πόρτα σαν να έφραζε έτσι την είσοδο. Στο μισοσκόταδο το σώμα της έδειχνε ανώριμο. Σφίγγοντας τα στήθη της με το αριστερό της χέρι, η κοπέλα κατέβασε το δεξί της χέρι, χάιδεψε την επίπεδη κοιλιά της και το έχωσε στο τρίχωμα της ήβης της. Ύστερα, προκαλώντας τον Μπερντ με μάτια που έλαμπαν, άνοιξε τα πόδια της κι έχωσε με λαχτάρα ένα δάχτυλο στο χρυσαφένιο στόμιο γύρω από τον κόλπο της, που για μια στιγμή φωτίστηκε από το φως που έμπαινε από το παράθυρο πίσω της. Ο Μπερντ, αν και ένιωθε να τον κυριεύει μια δυνατή συμπόνια για την κοπέλα, προσπέρασε την ανοιχτή πόρτα, χωρίς να δώσει στη νυμφομανή την ευκαιρία να φτάσει στον μοναχικό οργασμό της. Το αίσθημα της ντροπής ήταν υπερβολικά έντονο μέσα του για να του επιτρέψει να ενδιαφερθεί για οποιαδήποτε άλλη ύπαρξη πέρα από τη δική του.
Κενζαμπούρο Όε, Μια προσωπική υπόθεση, σελ. 98, μτφρ.: Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος, εκδόσεις Καστανιώτη, 1994
Artwork: Christopher Richard Wynne Nevinson 14
Δημήτρης Καλοκύρης, Το αύριο της νύχτας
.
2.
Κάθε φορά που ταξιδεύεις σε μια άλλη ηλικία
είναι σαν να πρωτοβλέπεις τις κατόψεις
του λαβύρινθου
με το μελάνι και το κάρβουνο σημαδεύοντας
το νήμα και τη στάθμη στα εδάφη της ζωής.
.
Μ’ αυτή την τεχνική ξεγελάει ο άνθρωπος το θάνατο.
Η τέχνη είναι ένας τρόπος
ν’ αλλάζουν μέσα σου οι πορείες των πραγμάτων.
.
Το Ίλιον δεν αλώθηκε με άρματα ή μηχανισμούς
αλλά με ένα ξύλινο κουτί σε σχήμα αλόγου
– και μάλιστα ελληνικής κατασκευής.
.
Artwork: Jan Sluijters
.
Philip Roth, H ταπείνωση
.
Μόλις έφυγε ο Τζέρυ, ο Άξλερ πήγε στο γραφείο του και βρήκε το αντίτυπο του Ταξιδιού της μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα. Προσπάθησε να το διαβάσει, αλλά του ήταν ανυπόφορο. Δεν πήγε πέρα από τη σελίδα 4 –εκεί έβαλε και την κάρτα του Βίνσεντ Ντάνιελς, σαν σελιδοδείκτη. Στο «Κένεντι Σέντερ» ήταν σαν να μην είχε ξαναπαίξει ποτέ και τώρα ήταν σαν να μην είχε ποτέ ξαναδιαβάσει θεατρικό έργο– σαν να μην είχε ξαναδιαβάσει αυτό το έργο. Οι προτάσεις ξετυλίγονταν χωρίς νόημα. Δεν μπορούσε να παρακολουθήσει ποιος μιλούσε. Καθισμένος εκεί, ανάμεσα στα βιβλία του, προσπαθούσε να θυμηθεί έργα στα οποία υπάρχει κάποιος ήρωας που αυτοκτονεί. Η Έντα στην Έντα Γκάμπλερ, η Τζούλια στη Δεσποινίδα Τζούλια, η Φαίδρα στον Ιππόλυτο, η Ιοκάστη στον Οιδίποδα τύραννο, όλοι σχεδόν στην Αντιγόνη, ο Γουίλι Λόμαν στον Θάνατο του εμποράκου, ο Τζο Κέλερ στο Ήταν όλοι τους παιδιά μου, ο Ντον Πάριτ στο Ο παγοπώλης έρχεται, ο Σάιμον Στίμσον στη Μικρή μας πόλη, η Οφηλία στον Άμλετ, ο Οθέλλος στον Οθέλλο, ο Κάσσιος και ο Βρούτος στον Ιούλιο Καίσαρα, ο Γκόνεριλ στον Βασιλιά Ληρ, ο Αντώνιος, η Κλεοπάτρα, ο Αινόβαρβος, η Χάρμιον στο Άντωνιος και Κλεοπάτρα, ο παππούς στο Ξύπνα και τραγούδα, ο Ιβάνοφ στο Ιβάνοφ, ο Κονσταντίν στον Γλάρο. Κι αυτός ο εκπληκτικός κατάλογος περιλάμβανε μονάχα τα έργα στα οποία είχε κάποτε παίξει. Υπήρχαν περισσότερα, πολύ περισσότερα. Το αξιοσημείωτο ήταν η συχνότητα με την οποία εισβάλλει η αυτοκτονία στο δράμα, λες και είναι η ιδρυτική, η καταστατική συνθήκη του δράματος, που δεν στηρίζεται κατ’ ανάγκην από τη δράση, όπως αυτή υπαγορεύεται από τους μηχανισμούς του είδους. Η Ντιαρντρι στην Ντίαρντρι των θλίψεων, η Έντβιγκ στην Αγριόπαπια, η Ρεβέκκα Βεστ στο Ρόσμερσχολμ, η Κρίστιν στο Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα, ο Ρωμαίος και η Ιουλιέττα, ο Αίας του Σοφοκλή. Η αυτοκτονία είναι ένα θέμα που οι δραματουργοί στοχάζονται με δέος από τον πέμπτο αιώνα π.Χ., σαγηνευμένοι από ανθρώπινες υπάρξεις ικανές για αισθήματα που μπορούν να εμπνεύσουν την πιο ακραία πράξη. Θα έπρεπε να θέσει στον εαυτό του το καθήκον να ξαναδιαβάσει αυτά τα έργα. Ναι, κάθε τι το αποτρόπαιο πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά πρόσωπο. Κανένας δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι δεν το είχε σκεφτεί διεξοδικά.
Philip Roth, H ταπείνωση, σελ. 50-52 μτφρ.: Kατερίνα Σχινά, εκδόσεις Πόλις 2010
Artwork: Mary Fedden
Τζένη Μαστοράκη, Μ’ ένα στεφάνι φως
.

Αλλά δε θέλει να λησμονηθεί, γιατί κανείς, κανείς δεν θέλει να τον λησμονούνε, και να θυμίζει θέλει μια φορά, που τρυφερή κορόνα τους την είχαν, κι α πότε, βγάνοντας την κεφαλή στις ερημιές, τα χέρια ξάφνου τής λευκαίνονται, και πώς, τους χαραγμένους της καρπούς βύζαινε, η λύσσα λεγεών και αγέλη, τη μάταιη αυτοχειρία επαναλαμβάνοντας, το θάνατο που δίχως λόγο ξεθυμαίνει, μες στη σιωπή που παραδέρνει ασάλευτη, σιωπή του νου, απέραντη σαν τρέλα, σαν αραιό αφιόνι μαύλιζε, και δεν τολμά, μόλις μαντεύοντας τα κυανά παθήματα των βυθοδρόμων, τη θεία νόσο που ενδοστρέφει ακάλεστη, κι από μαράζι ξάσπριζε τα χείλη, κι α πότε βγάνει, ο πόνος, ποόνοι διάττοντες, βραχνάς ο αέρας σκίζοντας το στήθος, αέρας πόνος πλημμυρίζοντας σπλάχνα στεγνά, τα μάτια ξάφνου τής λευκαίνονται, και πώς, η νεκροφάνεια σαν λαγνεία την καθήλωνε, σαν πυρετός, σαν πρωτούπνι στο υγρό της μέτωπο, μ’ ένα στεφάνι φως που ζώνει τους ταξιδεμένους, όταν σηκώνονται αταξίδευτοι στα σκοτεινά, σε μέρη απόσκια και στ’ ανεσκαμμένα, κι όταν ταράζοντας τη γη προβαίνουν άλιωτοι, μ’ ένα στεφάνι φως, και ξεματώνει γλείφοντας τους χαρακωμένους της καρπούς, παραλογίζεται πως θα γινόταν άλλη, άνασσα στο βαθύ παλάτι των αγρών, αθλία φλώρα τ’ όνομά της, σαρακήνα, σαν βλασφημία, μενεξένη, άσβεστος, με το κακό του φεγγαριού αφρίζει, κι α ποτέ, γέρνει το κορμάκι της στις εξοχές, σαν ημισέληνος ωχρή ξεφέγγει, μικρή γυναίκα, γυναικίτσα, βάρβαρη, καλεί τον θάνατο, καλεί, που ήταν καλός, από μακριά σού μήνυσα, του λέει, ακραία κόρη και βαλεριανή, από μακριά, κι ετοιμαζότουν να φωνάξει δυνατά, και δε φωνάζει, δε λαλεί, δεν κλαίει.
Τζένη Μαστοράκη, Μ’ ένα στεφάνι φως, σελ. 47-48, Κέδρος 1989
Artwork:Αnne Magill
Δημήτρης Καλοκύρης, Κρούσματα
.
ΤΟ «ΔΙΑΚΥΒΕΥΜΑ»
Όταν η πολιτική ορίζεται ως τέχνη του εφικτού
η Τέχνη ασκεί πολιτική του ανέφικτου
.
Η ΓΡΑΦΗ
Συνοπτικά, η λογοτεχνία αντιλαμβάνεται το Νόημα σαν μια υδρόγειο σφαίρα, την οποία σουτάρει ο Χρόνος προς τα δίχτυα της μνήμης. Τα χρέη του τερματοφύλακα πληρώνει ο καθρέφτης.
.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
Ο ρυθμός να προηγείται του λόγου.
Συνεπώς, το μυστικό της ποίησης δεν είναι το ρίμα,
το μυστικό της ποίησης είναι το ρήμα.
.
Δημήτρης Καλοκύρης, Ισαύρων, «Κρούσματα», σελ. 14-15, εκδόσεις Άγρα, 2015
Αrtwork: Jan Sluijters
Julio Cortasar, Mάγισσα
.
Γιατί άραγε να εισβάλλει τόσο κρύο στο δωμάτιο; Είναι ξαφνικό, με αυξάνουσες ριπές. Ίσως κάποιο κρύο που προέρχεται από μέσα, σκέφτονται οι φίλοι. Δεν είναι σπάνιο στις ολονυκτίες. Λίγο κονιάκ… Κι όταν ένας απ’ αυτούς κοιτάζει τον Εστέμπιαν, άκαμπτο στο κάθισμά του, αισθάνεται σαν ένας ξαφνικός τρόμος να αναπτύσσεται και να εισβάλλει στα μαλλιά του, στα χέρια και στη γλώσσα. Μέσα από το στήθος του Εστέμπαν διακρίνονται οι ξυλόγλυπτες πλέξεις της πλάτης της πολυθρόνας. Οι υπόλοιποι ακολουθούν το βλέμμα του φίλου τους και χλομιάζουν. Το κρύο μεγαλώνει, ανεβαίνει σαν παλίρροια. Πέρα από την κλειστή πόρτα ορθώνεται ξαφνικά η πυκνή μάζα του όρους με τους ευκαλύπτους να το λούζει το φεγγάρι. Κι εκείνο αντιλαμβάνονται ότι το βλέπουν μέσα από την κλειστή πόρτα. Τώρα είναι οι τοίχοι που υποχωρούν μπρος στη θέα της εξοχής, της γειτονικής αγροικίας, όλα υπό το άγουρο φως της πανσελήνου. Και ο Εστέμπαν έχει μετατραπεί πλέον σε μια ζελατινώδη φούσκα, όμορφος κι αξιοθρήνητος στην πολυθρόνα του, που υποχωρεί κι αυτή μπροστά στην επέλαση του τίποτα. Από τη σκεπή εισβάλλει ένας πίδακας ασημένιου φωτός που ξεθωριάζει τη μαρμαρυγή του παρεκκλησιού. Οι πέντε φίλοι αισθάνονται τώρα να φιλτράρεται μέσα από τη σόλα των παπουτσιών τους η υγρασία της φρέσκιας γης, με χορτάρι και τριφύλλια, κι όταν κοιτάζονται, ανίκανοι να εκστομίσουν την πρώτη φάση της αποκάλυψης, βρίσκονται πια μόνοι με την Πάουλα, με την Πάουλα και το παρεκκλήσι, το οποίο ανυψώνεται απογυμνωμένο στη μέση της πεδιάδας υπό την αναπόφευκτη σελήνη.
Julio Cortasar, Mάγισσα, από τη συλλογή H αντίπερα όχθη, σελ. 80-81, μτφρ: Σπύρος Μαυρίδης, Εκδόσεις Bibliothèque, 2015
Julio Cortasar, Επιστροφή της νύχτας
.
«Αχ, ποτέ δεν έπρεπε να ξυπνήσω τόσο απότομα. Τούτη η εικόνα μου θα είχε επιστρέψει στην πυκνή φυλακή των οστών και της σάρκας. Αν έπρεπε να πεθάνω, θα είχαμε πεθάνει μαζί, χωρίς να υποστούμε αυτήν τη διάσπαση, το εύρος της οποίας δεν μπορώ να υπολογίσω… Η ζωή είναι ο χρόνος! Γιατί σφυροκοπά στο μυαλό μου αυτή η ιδέα; Η ζωή είναι ο χρόνος! Όμως αυτός ο δικός μου τωρινός χρόνος είναι πιο φρικτός κι από κάθε θάνατο. Είναι συνειδητός θάνατος, σαν να παρευρίσκομαι ως μάρτυρας της αποσύνθεσής μου από το προσκέφαλο ενός τερατώδους κρεβατιού…»
Και η ορχήστρα της αυγής συγχρόνιζε σιγά σιγά τα χάλκινα πνευστά της.
«Εκεί απέμεινα απόλυτο κενό. Εδώ είμαι ζωντανός χρόνος, θρυμματίστηκαν τα πλαίσια της πραγματικότητας! Το πτώμα μου υφίσταται, δεν αισθάνομαι πλέον τίποτα, ενώ εγώ μόλις που προσεγγίζω τη φρίκη της ανυπαρξίας μου, χρόνος αγνός που δεν μπορεί να ενταχθεί σε καμία φόρμα, φάντασμα που η αυγή θα το απογυμνώσει μπροστά στα ζοφερά μάτια των ανθρώπων…»
«Και είχε σχεδόν ξημερώσει.»
«Είμαι ορατός; Είμαι αόρατος; Η γιαγιά μου μίλησε, με χάιδεψε. Όμως ο καθρέφτης αρνήθηκε να μου επιστρέψει την εικόνα μου, παρέμεινε αμετάβλητος. Ποιος είμαι; Τι τέλος θα λάβει η απαίσια αυτή κωμωδία;»
Συνειδητοποίησα πως βρισκόμουν ξανά μπροστά στην είσοδο του σπιτιού. Το διαπεραστικό λάλημα του πετεινού με έλουσε με την αγωνία της αμεσότητας. Ήταν η ώρα που η γιαγιά μου έφερνε το πρωινό. Η εκκλησία στόχευε τα πρώτα της βέλη στον ουρανό, η ώρα που η γιαγιά θα έμπαινε στο δωμάτιο και θα με έβρισκε νεκρό. Κι εγώ, κοκαλωμένος στον δρόμο, θα άκουγα το ουρλιαχτό, τα πρώτα τρεχαλητά, τις άφατες κραυγές της ολοκληρωτικής αποκάλυψης.
Julio Cortasar, Η επιστροφή της νύχτας, από τη συλλογή H αντίπερα όχθη, σελ. 66, μετφρ: Σπύρος Μαυρίδης, Εκδόσεις Bibliothèque, 2015
Artwork: Odilon Redon
Julio Cortasar, Σύντομο μάθημα ωκεανογραφίας
Μη φοβάσαι, Αστάρτη! Η τραγωδία σου θα ειπωθεί, όπως η θλίψη και η νοσταλγία σου. Όμως εγώ θα τη διηγηθώ λυρικά, καθώς εδώ, στον πλανήτη από τον οποίο εξαρτάσαι, αξιολογείται περισσότερο ο τρόπος από την ηθική*. Άφησέ με να διηγηθώ πως στα παλιά τα χρόνια η καρδιά σου ήταν μια ανεξάντλητη πηγή απ’ όπου έρεαν οι ποταμοί της φιλήδονής σου περιφέρειας, διαβρώνοντας με αδηφαγία τα βουνά, τρομοκρατημένοι αλπινιστές, πάντοτε σε φθίνουσα πορεία, μέχρις ότου σμίξουνε όλοι, έπειτα από κενόδοξες μεταλλάξεις, στο μέγα ρεύμα της πλάτης σου, που τους οδηγούσε στον ΩΚΕΑΝΟ. Στον πολύμορφο Ωκεανό, τον έμπλεω από κεφαλές και στήθη**.
Ήταν η εποχή του υδάτινου ρεύματος με το ευρύ εκπέτασμα, με τα λησμονημένα πλέον νερά των εφηβικών παιχνιδισμάτων. Η Σελήνη ήταν η κόρη και ο ποταμός της έπλεκε μια πλεξούδα, καθώς κατερχόταν από τη λεπτή δίοδο ανάμεσα στις ωμοπλάτες της, πυρώνοντάς την με το παγωμένο του χέρι στο σημείο όπου τα νεφρά αναρριγούν όπως τα πουλάρια κάτω από το σπιρούνι. Έτσι, ατέρμονα, η πλεξούδα αυτή κατερχόνταν περιπλεγμένη σε ορυκτά τοπία, επιβοηθούμενη από αυτά σε με μεγάλη προθυμία ως σύνοψη αχανέστατων υδρογραφιών.
[…]
Να προσθέσω κάτι ακόμα; Θλιβερό, είναι θλιβερό να παραβρίσκεσαι στην άφιξη εκείνων των υδάτων που συγκρούστηκαν στο έδαφος με ένα μουντό πλατάγισμα για να κρεμαστούν εν συνεχεία σαν σάλια από εμετό, λεκιασμένα από την πρωτόγονη σκωρία, και κατακάθισαν στις αβύσσους απ’ όπου διέφευγε με φρικτά ουρλιαχτά ο αέρας… Ω, Αστάρτη, καλύτερα να σωπάσω πια. Είναι προτιμότερο να ακουμπήσω στην κουπαστή των πλοίων όταν η νύχτα σού ανήκει, κοιτώντας τα δελφίνια που ανεβοκατεβαίνουν σαν καρουζέλ και επιστρέφουνε στη θάλασσα, που αναδύονται ξανά και ξανά για να επιστρέψουν στη φυλακή τους. Και, να βλέπω, μελαγχολικότατη Αστάρτη, πως τα δελφίνια πηδάνε προς τα σένα, αναζητώντας σε, καλώντας σε. Πόσο πολύ μοιάζουν με τους Σεληναίους, τη γαλανή φυλή ατρακτοειδούς υπόστασης, με τις καλοκάγαθες συνήθειες και την καρδιά μονίμως ξέχειλη. Ξέχειλη τώρα πια από τα παρεπόμενα ρυπαρού μεθυσιού κι έχοντας διατηρήσει με τη βία ό,τι απέμεινε από το φως της εικόνας σου, που φωσφορίζει σε ένα μικροσκοπικό μαργαριτάρι για το καθένα από αυτά στο πιο βαθύ της νύχτας σου.
**Hommage à Hésiode. Γαλλικά στο πρωτότυπο. Σ.τ.Μ.
Julio Cortasar, Σύντομο μάθημα ωκεανογραφίας από τη συλλογή H αντίπερα όχθη, σελ. 124-125 και σελ. 129, μτφρ: Σπύρος Μαυρίδης, Εκδόσεις Bibliothèque, 2015
Artwork: Anne Siems
Maurice Blanchot, Η τρέλα της ημέρας
Είμ’ εγωιστής; Μόνο για μερικούς ανθρώπους αισθάνομαι κάτι, οίκτο για κανέναν, επειδή σπάνια νιώθω την ανάγκη να αρέσω, σπάνια την ανάγκη να μου αρέσουν, κι εγώ, που για τον εαυτό μου δεν αισθάνομαι σχεδόν τίποτα, μόνο μέσα τους υποφέρω, έτσι ώστε και η παραμικρή ενόχλησή τους μού γίνεται απέραντη δυστυχία κι ωστόσο, αν χρειαστεί, χωρίς δεύτερη κουβέντα τους θυσιάζω, τους αφαιρώ κάθε αίσθημα ευτυχίας (είναι και φορές που τους σκοτώνω). [Σελ. 13]
Πρέπει να το παραδεχτώ: έχω διαβάσει πολλά βιβλία. Όταν εγώ εξαφανιστώ, όλοι αυτοί οι τόμοι ανεπαίσθητα θ’ αλλάξουν· όσο μεγαλύτερα τα περιθώρια, τόσο πιο άνανδρη η σκέψη. Ναι έχω μιλήσει σε πάρα πολλούς ανθρώπους, αυτό είναι κάτι που μ’ εντυπωσιάζει σήμερα· το κάθε άτομο υπήρξε για μένα ένας λαός. Αυτός ο απέραντος άλλος με απέδωσε στον εαυτό μου πολύ περισσότερο απ’ όσο θα ήθελα. Τώρα, η ζωή μου έχει μια σταθερότητα εκπληκτική· ακόμα και οι θανάσιμες αρρώστιες με θεωρούν απρόσβλητο. Ζητώ συγγνώμη, αλλά πρέπει να θάψω μερικούς πριν έρθει η σειρά μου. [ Σελ. 15]
Maurice Blanchot, Η τρέλα της ημέρας, μτφρ.: Δημήτρης Δημητριάδης, Εκδόσεις Άγρα, 1973
Artwork: Alex Colville