RSS

Category Archives: Σκέψεις περί της δημόσιας ζωής και της κοινωνικής ευθύνης

Ηρακλής Λογοθέτης, Δάνειον έθνος

Προτού καλά-καλά δεθούν μεταξύ τους κι αρμόσουνε σωστά οι θεσμοί του νέου κράτους, τα ζύγια με τους νέους καιρούς στράβωσαν και η Ελλάδα έβαλε πλώρη για το διαζύγιο της από τον ευρωπαϊκό πολιτισμό πριν τ’ αρραβωνιάσματα. Αιτούμενη πλέον μια θέση ευνοούμενης στις παρακάμαρες των ισχυρών της ημέρας, άλλαξε φορεσιά κρατώντας τα χτεσινά της ήθη, με παρεπόμενα ορατά ως τα σήμερα. Αντί για κράτος σύγχρονο, αστικό και κατά μικράν προσέγγισιν έστω ευρωπαϊκό, στήσαμε εκ του προχείρου, συγχωνεύοντας δομικά το τούρκικο σεράι και την ελληνική καλύβα, ένα οικείο στα γνωρίσματά του μεταοθωμανικό δοβλέτι. Έτσι συνεχίστηκαν απρόσκοπτα τα ιδιωτικά νταραβέρια με τον έφορο και τον χωροφύλακα, οι θεσιθηρικές συναλλαγές με τους προεστώτες της επαρχίας ή τους μεσάζοντες της πόλης και οι αλλαξοκωλιές των ληστών με τους διώκτες τους. Φτιάξαμε παιδεία λειψανάλατη και φτενή, με πανεπιζήμια αντί πανεπιστημίων και πολιτεία της φτήνιας, με πελάτες αντί για πολίτες. Εναποθέσαμε τη διαχείριση της εξωτερικής μας πολιτικής σε δουλοπρεπείς αρχοντοχωριάτες και εμπιστευτήκαμε την τοπική αυτοδιοίκηση σε κουτοπόνηρους δημάρχους. Ανεβάσαμε ανεύθυνους κλητήρες στη θέση υπεύθυνων κρατικών λειτουργών και εγκαταστήσαμε διευθυντές με νοοτροπία παραγοντίσκου στα κρισιμότερα διοικητικά πόστα. Εδραιώσαμε κληρονομικούς κομματάρχες αντί για κοινοτικούς αντιπροσώπους ανακλητούς και χρίσαμε άξιους πολιτικούς κάποιους χυδαίους πολιτικάντες με χρέη αποικιακών εντολοδόχων και περισσή έγνοια για τα προσωπικά τους αλισιβερίσια. Μετατρέψαμε τα υπουργεία μας σε παράγκες διεκπεραιώσεως ύποπτων αναθέσεων, τα βουλευτικά γραφεία σε καταστήματα εξυπηρετήσεως ημετέρων και το βουλευτήριο σε μεταμεσονύκτιο πλυντήριο λαθραίων συμφερόντων — των ίδιων που ακόμα απομυζούν τον πλούσιο τόπο μας διαιωνίζοντας τη φτώχεια του.

Ηρακλής Λογοθέτης, Δάνειον Έθνος, μέρος Δ΄, εκδόσεις Σμίλη, 2020

Πίνακας: George Ault

 

Φρίντριχ Νίτσε, Πέρα από το καλό και το κακό

Eίτε ονομάζουν τώρα «πολιτισμό» ή «εξανθρωπισμό» ή «πρόοδο» αυτό που διακρίνει τον Ευρωπαίο• είτε το ονομάζουν απλώς, δίχως έπαινο ή μομφή, δημοκρατικό κίνημα στην Ευρώπη: πίσω απ’ όλα τα ηθικά και πολιτικά προσκήνια που υποδεικνύονται από τέτοιες φόρμουλες λαμβάνει χώρο μια τεράστια φυσιολογική διαδικασία, που η ροή της μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο – η διαδικασία εξομοίωσης όλων των Ευρωπαίων, η αυξανόμενη απόσπασή τους από τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες γεννιούνται ράτσες εξαρτώμενες από το κλίμα και την κοινωνική τους τάξη, η αυξανόμενη ανεξαρτησία τους από κάθε καθορισμένο περιβάλλον, το οποίο, έχοντας τις ίδιες απαιτήσεις για αιώνες, θα ήθελε να εγγραφεί στην ψυχή και το σώμα – δηλαδή, η αργή ανάδυση ενός κατ’ ουσίαν υπερεθνικού και νομαδικού τύπου ανθρώπου, ο οποίος, μιλώντας από φυσιολογική άποψη, κατέχει ως τυπικό γνώρισμά του ένα μάξιμουμ της τέχνης και της προσαρμογής. Αυτή η διαδικασία του δημιουργούμενου Ευρωπαίου, της οποίας το τέμπο μπορεί να γίνει πιο αργό μέσω μεγάλων υποτροπιασμών αλλά ίσως γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο να κερδίσει σε ορμητικότητα και βάθος και να αναπτυχθεί – η μαινόμενη ακόμη θύελλα και ορμή του «εθνικού αισθήματος» ανήκει εδώ, όπως και ο αναδυόμενος αναρχισμός: η διαδικασία αυτή θα οδηγήσει πιθανότατα σε αποτελέσματα, τα οποία εκείνοι που θα μπορέσουν να προεξοφλήσουν λιγότερο απ’ όλους είναι οι αφελείς προπαγανδιστές και οι εγκωμιαστές της, οι απόστολοι των «μοντέρνων ιδεών». Oι ίδιες καινούργιες συνθήκες, οι οποίες θα δημιουργήσουν κατά μέσον όρο μια ισοπέδωση και μετριοποίηση του ανθρώπου – ένα χρήσιμο, εργατικό, πολύπλευρα χρησιμοποιήσιμο και ικανό αγελαίο ζώο άνθρωπος– είναι κατάλληλες στον ύψιστο βαθμό να προκαλέσουν τη γέννηση εξαιρετικών ανθρώπων της πιο επικίνδυνης και ελκυστικής ποιότητας.

Διότι, παρόλο που αυτή η δύναμη προσαρμογής, η οποία δοκιμάζει συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες και αρχίζει καινούργια δουλειά με κάθε γενιά, σχεδόν με κάθε δεκαετία, δεν μπορεί να καταστήσει δυνατή τη δραστικότητα του τύπου• παρόλο που η συνολική εντύπωση που θα προκληθεί από τέτοιους μελλοντικούς Ευρωπαίους πιθανόν να είναι εκείνη των πολυειδών, φλύαρων, αδύναμων στη θέληση και εξόχως χρησιμοποιήσιμων εργατών, που χρειάζονται έναν κύριο, έναν διοικητή, όπως το καθημερινό ψωμί• παρόλο που ο εκδημοκρατισμός της Ευρώπης θα οδηγήσει στη δημιουργία ενός τύπου προετοιμασμένου για δουλεία, με τη λεπτότερη έννοια της λέξης: σε μεμονωμένες και εξαιρετικές περιπτώσεις, ο δυνατός άνθρωπος θα γίνει πιο δυνατός και πιο πλούσιος από οποτεδήποτε άλλοτε ίσως – χάρη στη δίχως προκαταλήψεις εκπαίδευσή του, χάρη στην τρομερή πολυειδία της πρακτικής εξάσκησης, της τέχνης και της μάσκας. Θέλω να πω: o εκδημοκρατισμός της Ευρώπης είναι ταυτόχρονα μια αθέλητη διευθέτηση για τη δημιουργία τυράννων – με όλες τις έννοιες της λέξης, ακόμη και με την πιο πνευματική.

Φρίντριχ Νίτσε, Πέρα από το καλό και το κακό, μτφρ.: Ζήσης Σαρίκας, σελ. 137-138, Εκδόσεις Νησίδες, 1999

Φώτο: Tommy Ingberg

.

.

 

Αλέν Μπαντιού: 11 σημειώσεις εμπνευσμένες από την ελληνική κατάσταση (πηγή: tvxs)

Πηγή: tvxs

Ο Γάλλος φιλόσοφος Αλέν Μπαντιού αναλύει, μέσω άρθρου του στη γαλλική εφημερίδα Liberation, 11 σημεία για τις επιπτώσεις που έχει το «όχι» στο δημοψήφισμα, την πολιτική συμπεριφορά και τακτική της κυβέρνησης Τσίπρα αλλά και την επόμενη ημέρα στην Ελλάδα.

Μετάφραση: Δημήτρης Στεφανής

«Είναι ύψιστη ανάγκη να διεθνοποιήσουμε το ελληνικό ζήτημα. Μόνο η συνολική διαγραφή του χρέους θα φέρει ένα «ιδεολογικό χτύπημα » στο σημερινό ευρωπαϊκό σύστημα.
1. Το μαζικό «όχι» του ελληνικού λαού δεν σημαίνει άρνηση της Ευρώπης. Σημαίνει μια άρνηση της Ευρώπης των τραπεζών, του χωρίς-τέλους χρέους και του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού.

2. Ένα μέρος των εθνικιστών, (βλέπε της άκρας δεξιάς), ψήφισε επίσης « όχι » στις απαιτήσεις των χρηματοπιστωτικών θεσμών; Αντίθετα στις επιταγές των ευρωπαϊκών αντιδραστικών κυβερνήσεων; Γνωρίζουμε ότι ο κάθε αρνητικός ψήφος είναι εν μέρει ασαφής. Η άκρα δεξιά πάντα μπορεί να αρνηθεί ορισμένα πράγματα που αρνείται και η ριζοσπαστική αριστερά. Μόνο η επιβεβαίωση αυτού που θέλουμε είναι σαφής. Αλλά όλος ο κόσμος γνωρίζει ότι αυτό που θέλει ο Σύριζα είναι αντίθετο με αυτό που επιθυμούν οι εθνικιστές και οι φασίστες. Η ψήφος λοιπόν δεν είναι μια ψήφος ασαφής ενάντια στις αντιλαϊκές απαιτήσεις του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και των ευρωπαϊκών υποτελών τους. Είναι επίσης, προς το παρόν, μια ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Τσίπρα.

3. Το γεγονός ότι αυτό συμβαίνει στην Ελλάδα και όχι, όπως θα ήταν φυσικό, οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη, δείχνει ότι η ευρωπαϊκή «αριστερά» είναι σε κατάσταση μη αναστρέψιμου κώματος. Ο Φρανσουά Ολάντ; Η γερμανική σοσιαλοδημοκρατία; Το ισπανικό σοσιαλιστικό κόμμα; Το ελληνικό ΠΑΣΟΚ; Οι άγγλοι εργατικοί; Όλα αυτά τα κόμματα είναι εφεξής, ανοιχτά, διαχειριστές του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Δεν υπάρχει, δεν υπάρχει πια, ευρωπαϊκή «αριστερά». Υπάρχει μια μικρή ελπίδα, όχι ιδιαίτερα καθαρή ακόμη, στους εντελώς καινούργιους πολιτικούς σχηματισμούς που συνδέονται με τα μαζικά κινήματα ενάντια στο χρέος και την λιτότητα όπως οι Podemos στην Ισπανία και ο Σύριζα στην Ελλάδα. Οι πρώτοι, εξάλλου, αρνούνται την διάκριση μεταξύ «αριστεράς» και «δεξιάς». Και εγώ την αρνούμαι. Ανήκει στην παλαιά εποχή της κοινοβουλευτικής πολιτικής που πρέπει να τελειώσει.


4. H τακτική νίκης της κυβέρνησης Τσίπρα είναι ένα ενθαρρυντικό στοιχείο για όλες τις καινούργιες προτάσεις στο πολιτικό πεδίο. Το κοινοβουλευτικό σύστημα και τα κόμματά της διακυβέρνησης είναι σε ενδημική κρίση εδώ και δεκαετίες, από το 80. Το γεγονός ότι ο Σύριζα επιτυγχάνει στην Ελλάδα, έστω και πρόσκαιρα, αποτελεί αυτό που ονομάζω, στην Ευρώπη, « η αφύπνιση της Ιστορίας ». Αυτό δεν μπορεί παρά να βοηθήσει τους Podemos, και όλους εκείνους που θα ακολουθήσουν μετά και αλλού, πάνω στα συντρίμμια της κλασσικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

5. Παρόλα αυτά, η κατάσταση στην Ελλάδα παραμένει, κατα την γνώμη μου, πολύ δύσκολη και εύθραυστη. Τώρα είναι που αρχίζουν οι πραγματικές δυσκολίες. Μπορεί, εν όψει της δημοψηφισματικής επιτυχίας της τακτικής του, που θέτει προ των ιστορικών τους ευθυνών, τους Μέρκελ, Ολάντ και τους άλλοι ισχυρούς του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, να διαφοροποιήσουν τις απαιτήσεις τους. Αλλά πρέπει να δράσουμε χωρίς να τους υπολογίζουμε και τόσο πολύ. Το κρίσιμο σημείο, απ’ εδώ και στο εξής, είναι να δούμε αν η ψήφος του «όχι» πρόκειται να συνεχιστεί σε ένα δυνατό λαϊκό κίνημα που θα υποστηρίξει και/ή θα ασκεί ισχυρές πιέσεις στην ίδια του την κυβέρνηση.

6. Σ’ αυτή την κατεύθυνση, πώς θα κρίναμε την κυβέρνηση Τσίπρα; Αποφάσισε πριν από πέντε μήνες να ξεκινήσει από την διαπραγμάτευση. Ήθελε να κερδίσει χρόνο. Ήθελε να μπορεί να πει ότι έκανε τα πάντα για να φτάσει σε μια συμφωνία. Θα προτιμούσα να ξεκίναγε διαφορετικά: με μια άμεση έκκληση σε μια μαζική, συνεχή, λαϊκή κινητοποίηση, που θα ένωνε εκατομμύρια ανθρώπους στo σύνθημα της ολοκληρωτική διαγραφή του χρέους. Και επίσης, σε ένα ισχυρό αγώνα ενάντια στους κερδοσκόπους, στη διαφθορά, στους πλούσιους που δεν πληρώνουν φόρους, στους εφοπλιστές, στην εκκλησία… Αλλά δεν είμαι Έλληνας και δεν θα ήθελα να δώσω μαθήματα. Δεν ξέρω εάν μια πράξη τόσο επικεντρωμένη στην λαϊκή κινητοποίηση, μια πράξη κατά κάποιο τρόπο δικτατορική, ήταν δυνατή. Προς το παρόν, μετά από πέντε μήνες διακυβέρνησης Τσίπρα, υπάρχει αυτό το νικηφόρο δημοψήφισμα, και η κατάσταση παραμένει ανοιχτή. Είναι όμως ήδη πολλά.

7. Συνεχίζω να πιστεύω ότι τα πιο δυνατά ιδεολογικά χτυπήματα που μπορούμε να φέρουμε στο σημερινό ευρωπαϊκό σύστημα εκπροσωπούνται από το σύνθημα της ολοκληρωτικής διαγραφής του ελληνικού χρέους, χρέους κερδοσκοπικού για το οποίο ο ελληνικός λαός είναι εντελώς αθώος. Αντικειμενικά, μια τέτοια διαγραφή είναι δυνατή : Πολλοί οικονομολόγοι, που δεν είναι καθόλου επαναστάτες, πιστεύουν ότι η Ευρώπη πρέπει να ακυρώσει το ελληνικό χρέος. Αλλά η πολιτική είναι υποκειμενική, σε αντίθεση με την καθαρή οικονομία. Οι κυβερνήσεις θέλουν οπωσδήποτε να αποτρέψουν μια νίκη του Σύριζα σε αυτό το θέμα. Μετά από μια τέτοια νίκη, θα έρθουν οι Podemos, μετά ίσως και άλλα ισχυρά λαϊκά κινήματα στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες. Επίσης, οι κυβερνήσεις, ωθούμενες από τα χρηματοπιστωτικά λόμπυ, θέλουν περισσότερο να τιμωρήσουν τον Σύριζα, να τιμωρήσουν τον ελληνικό λαό, παρά να λύσουν το πρόβλημα του χρέους. Για να τιμωρήσουμε αυτούς που ζητούν αυτή την τιμωρία, η στάση πληρωμών παραμένει η καλύτερη επιλογή, όποια και αν είναι τα ρίσκα. Η Αργεντινή το έκανε πριν μερικά χρόνια, δεν πέθανε, αντιθέτως.

8. Κινητοποιεί παντού, σε σχέση με την Ελλάδα, το ερώτημα της « εξόδου » από την Ευρώπη. Αλλά στην πραγματικότητα, είναι οι αντιδραστικοί Ευρωπαίοι που έχουν κάνει σημαία τους αυτό το ερώτημα. Αυτοί είναι που κάνουν το « Grexit » μια επικείμενη απειλή. Θέλουν με αυτό τον τρόπο να τρομοκρατήσουν τον κόσμο. Η κεντρική θέση, πού είναι μέχρι στιγμής τόσο του Σύριζα όσο και των Podemos, είναι να λέει : « Μένουμε μέσα στην Ευρώπη. Θέλουμε μόνο, και είναι δικαίωμά μας, να αλλάξουμε τους κανόνες της Ευρώπης. Θέλουμε να σταματήσουμε να είμαστε ο διαμεσολαβητής μεταξύ του φιλελεύθερου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και της συνέχισης του πόνου στους λαούς. Θέλουμε μια πραγματικά ελεύθερη και λαϊκή Ευρώπη. » Πρέπει οι αντιδραστικοί να πουν αυτό που πιστεύουν πάνω σ’ αυτό. Αν θέλουν να κυνηγήσουν την Ελλάδα, ας το προσπαθήσουν! Σε αυτήν τη φάση, η μπάλα βρίσκεται στο δικό τους γήπεδο.
9. Στο πίσω-πλάνο, νιώθουμε τους γεωπολιτικούς φόβους. Και αν η Ελλάδα στρεφόταν προς άλλους αντί στους Ευρωπαίους μπαμπούλες; Επ’ αυτού θα έλεγα: κάθε ευρωπαϊκή κυβέρνηση έχει μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική. Καλλιεργούνται εντελώς κυνικές φιλίες, όπως του Ολάντ με τη Σαουδική Αραβία. Η Ελλάδα, ενάντια στις πιέσεις που δέχεται, πρέπει και μπορεί να έχει μια πολιτική εντελώς ελεύθερη. Εφόσον οι Ευρωπαίοι αντιδραστικοί θέλουν να τιμωρήσουν τον ελληνικό λαό, αυτός έχει το δικαίωμα να ψάξει τα εξωτερικά στηρίγματα προκειμένου να μειώσει ή να εμποδίσει τα αποτελέσματα αυτής της τιμωρίας. Η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να στραφεί προς τη Ρωσία, προς τα βαλκανικά κράτη, προς την Κίνα, προς τη Βραζιλία, και ακόμη προς τον παλιό ιστορικό της εχθρό, την Τουρκία.

10. Αλλά όποια και αν είναι η κατεύθυνση, η κατάσταση στην Ελλάδα θα καθοριστεί από τους ίδιους τους Έλληνες. H αρχή της υπεροχής των εσωτερικών συνθηκών (primat des causes internes) εφαρμόζεται σ’ αυτή την περίπτωση. Παρόλα αυτά, οι κίνδυνοι είναι σημαντικοί, πολύ περισσότερο που ο Σύριζα δεν είναι στην κυβέρνηση παρά μόνο τυπικά. Ήδη, το ξέρουμε, το αισθανόμαστε, οι παλιές πολιτικές δυνάμεις δημιουργούν ίντριγκες στο παρασκήνιο. Εκτός του ότι η κρατική εξουσία, που κατακτήθηκε με κανονικές διαδικασίες και όχι επαναστατικές, είναι εύκολα δωροδοκήσιμη, θα μπορούμε προφανώς να θέσουμε τα κλασσικά ερωτήματα : Ο Σύριζα ελέγχει ολοκληρωτικά την αστυνομία, το στρατό, τη δικαιοσύνη, την οικονομική και χρηματοπιστωτική ολιγαρχία; Φυσικά όχι. Ο εσωτερικός εχθρός υπάρχει ακόμη, είναι σχεδόν ανέπαφος, παραμένει ισχυρός, και υποστηρίζεται στην σκιά από τους εξωτερικούς εχθρούς, συμπεριλαμβανομένου της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας και των αντιδραστικών κυβερνήσεων. Το λαϊκό κίνημα και οι οργανώσεις της βάσης του πρέπει συνεχώς να ελέγχουν τις πράξεις της κυβέρνησης. Ακόμη μια φορά, το « όχι » του δημοψηφίσματος δεν θα είναι μια πραγματική δύναμη παρά μόνο αν συνοδεύεται από ισχυρές ανεξάρτητες διαδηλώσεις.

11. Μια συνεχής, διεθνής, λαϊκή βοήθεια σε επίπεδο διαδηλώσεων και μέσω μαζικής ενημέρωσης θα πρέπει να στηρίζει μ’ όλη της τη δύναμη την εφικτή ελληνική ανύψωση. Σήμερα, υπενθυμίζω ότι το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει το 86% του διαθέσιμου πλούτου. Η παγκόσμια καπιταλιστική ολιγαρχία είναι πολύ περιορισμένη σε αριθμό, συγκεντρωτική, πολύ οργανωμένη. Απέναντί της, οι διάσπαρτοι λαοί, χωρίς πολιτική ενότητα, εγκλωβισμένοι στα εθνικά σύνορα, θα παραμείνουν αδύναμοι και σχεδόν ανίσχυροι. Όλα παίζονται σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο. Μετατρέποντας το ελληνικό ζήτημα σε διεθνές ζήτημα με μεγάλη συμβολική σημασία είναι μια αναγκαιότητα και άρα ένα καθήκον.

.

.

 

Καστοριάδης: Η Φιλία και το Έλεος (Πηγή: Lifo)

Tο κείμενο του άρθρου αποτελεί απόσπασμα σεμιναρίου (1983) του Κορνήλιου Καστοριάδη, το οποίο έχει συμπεριληφθεί στην “Ελληνική ιδιαιτερότητα, Τόμος Β΄, Η Πόλις και οι νόμοι” (εκδ. Κριτική, Αθήνα, 2008, μετάφραση: Ζωή Καστοριάδη.)

http://www.lifo.gr/team/book/38208#comment

.

.


Οι αρχαιοελληνικές έννοιες και η διαστρέβλωσή τους από την υποκριτική χριστιανική ηθική

Θα έβλεπα δύο πολύ σημαντικά στοιχεία, που χαρακτηρίζουν τις διαπροσωπικές σχέσεις στην Ελλάδα και εκφράζονται με τις λέξεις φιλία και έλεος. Ας αρχίσουμε από την πρώτη. Ο Αριστοτέλης, ο οποίος είναι παραδόξως ο κατ’ εξοχήν φιλόσοφος της κλασικής πόλης, θα τη συζητήσει δια μακρών. Έχουμε συνηθίσει, μετά από τους Ρωμαίους, να μεταφράζουμε αυτή τη λέξη ως «amitié» («φιλική σχέση»), καθόλου δόκιμη απόδοση.

Η φιλία προέρχεται από το ρήμα φιλώ, που σημαίνει αγαπώ. Όχι αγαπώ ερωτικά, αν και αυτό το νόημα είναι επίσης δυνατό. Η φιλία είναι το γένος, που σαν επιμέρους είδη του έχει τις διάφορες μορφές συναισθημάτων, που μπορούν να συνδέσουν τα άτομα. Και στην ελληνική πόλη, η φιλία έχει πολύ σημαντικές θεσμικές πτυχές. Βεβαίως, πρόκειται κυρίως για τη φιλική σχέση μεταξύ ανδρών, συχνά βάσει άτυπων πολιτικών συνδέσμων που ονομάζονται εταιρείαι, ενώ ο Πλάτων, όπως και ο Αριστοτέλης, θα πουν δικαίως, ότι η φιλία είναι κατ’ εξοχήν ο τύπος σχέσης, που μπορεί να ευδοκιμήσει και να αναπτυχθεί σε μια ελεύθερη κοινότητα και ότι μια τέτοια κοινότητα την προϋποθέτει.

Κατά κανόνα, η τυραννία δεν μπορεί να ανεχθεί τη φιλίαν (Πλάτων, «Πολιτεία», Ι, 576a, Αριστοτέλης, «Ηθικά Νικομάχεια», Θ, 1161a 30-35, 1161b 1-10). O τύραννος έχει κάθε συμφέρον να εμποδίσει την, ανεξάρτητα από αυτό τον ίδιο, δημιουργία ισχυρών δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, που θα μπορούσαν να ευνοήσουν τον αγώνα εναντίον της εξουσίας του και, εν πάση περιπτώσει, τη σύσταση μέσα στην κοινωνία ενός κέντρου αναφοράς που διαφεύγει του ελέγχου του. Μπορούμε να δούμε το πράγμα από μια μακιαβέλεια σκοπιά -δεν λέω μακιαβελική-, θέτοντας το ερώτημα του πώς πρέπει να ενεργήσει ο τύραννος για να κυβερνήσει. Απάντηση: πρέπει να καταστρέψει τις φιλικές σχέσεις.

Ας μεταθέσουμε το ερώτημα στην εποχή μας: τι χρειάζεται ένα ολοκληρωτικό καθεστώς για να εξασφαλίσει τη θέση του; Να διαρρήξει με κάθε τρόπο όλες τις ανεξάρτητες από αυτό σχέσεις μέσα στην κοινωνία, να καταφέρει να κονιορτοποιήσει το λαό και να καταστήσει μοναδικό κέντρο αναφοράς και ενοποίησης τους την ίδια την εξουσία. Δεν είναι εξ’ άλλου τυχαίο το γεγονός ότι, πολύ συχνά, οι αφηγήσεις των τυραννοκτόνων φέρνουν στο προσκήνιο φίλους, όπως στο περίφημο παράδειγμα του Αρμόδιου και του Αριστογείτονος στην Αθήνα, οι οποίοι σκότωσαν τον Ίππαρχο, γιο του τυράννου Πεισίστρατου. Θα βρούμε και άλλους στη νότια Ιταλία… Επομένως, η πρώτη διαπροσωπική σχέση, που μετρά στην πολιτική ζωή της κοινότητας είναι η φιλία, θα επανέλθω.

Elena Bombardelli (5)Το δεύτερο στοιχείο, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Αριστοτέλη στον ορισμό της τραγωδίας, είναι ο έλεος -θα μπορούσαμε να πούμε επίσης η συμπάθεια-, δεν πρόκειται για οίκτο ή για κάπως δακρύβρεχτη συμπόνια, αλλά για το γεγονός ότι ο ένας μπαίνει στη θέση του άλλου και συμπάσχει, δηλαδή μεταφορικά, υφίσταται αυτό που κάνει τον άλλο να πάσχει, δεν μένει απαθής απέναντι στη δυστυχία του. Βρίσκουμε έτσι σε ένα λόγο του Δημοσθένη («Κατά Τιμοκράτους», 171,1) το απόσπασμα, όπου λέει, ότι κατά γενική ομολογία, πρέπει τους ασθενείς ελεείν, να επιδεικνύεται έλεος απέναντι στους αδύναμους, να λαμβάνεται υπόψη αυτό που τους συμβαίνει… Η ιδέα, φυσικά, βρίσκεται ήδη στην Ιλιάδα. Σας θυμίζω τη σκηνή, στο τέλος του έπους, μεταξύ Αχιλλέως και Πριάμου. Βρίσκουμε εκεί όλο τον έλεον του κόσμου, ο καθένας μπαίνει στη θέση του άλλου, και μάλιστα με διάφορους τρόπους.

Μπορούμε λοιπόν να συγκρατήσουμε από τη μια τη φιλίαν, και από την άλλη τον έλεον, ως τυπικά συναισθήματα, που αφορούν στις σχέσεις μεταξύ ατόμων. Το επαναλαμβάνω, έχουμε να κάνουμε εδώ, φυσικά, με μια άτυπη θέσμιση, κάτι σαν έθιμο, αλλά με την ισχυρή έννοια του όρου, δηλαδή αυτού, που κατά τα ειωθότα εφαρμόζεται στην πόλη.

Εδώ είναι αναγκαία μια παρέκβαση. Όταν μιλάμε για συναισθήματα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα θεμελιώδες γεγονός, που αποτελεί επίσης κοινοτοπία – και τις κοινοτοπίες δεν τις πολυσκεφτόμαστε∙ τα συναισθήματα δεν λειτουργούν κατά παραγγελία. Μπορούμε, μέχρι ενός σημείου, να κατευθύνουμε την εξωτερική μας συμπεριφορά και να κυριαρχήσουμε στα συναισθήματα μας. Δεν είναι όμως δυνατό να τα αλλάξουμε επιβάλλοντας τη θέληση μας ή από απλό ηθικό καθήκον. Το περισσότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τα διαμορφώσουμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας, όπως λέει ο Αριστοτέλης στην αρχή του δεύτερου βιβλίου των «Ηθικών Νικομαχείων»: «Ουτ’ άρα φύσει ούτε παρά φύσιν εγγίνονται αι αρεταί, αλλά πεφυκόσι μεν ημίν δέξασβαι αυτάς, τελειουμένοις δε δια του εθους». [Oι αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως – ούτε όμως και είναι αντίθετη προς τη φύση μας η γένεσή τους μέσα μας; η φύση μας έκανε επιδεκτικούς στις αρετές, τέλειοι όμως σ’ αυτές γινόμαστε με τη διαδικασία του έθους (1103a 25).]

Και ιδού ένα πολύ ωραίο ανέκδοτο: κάποιοι φίλοι του Σωκράτη γνώρισαν ένα διάσημο φυσιογνωμιστή, του έδειξαν από μακριά τον Σωκράτη και του ζήτησαν να περιγράφει το χαρακτήρα του. Εκείνος, αφού τον κοίταξε καλά, απάντησε, ότι είναι ευέξαπτος και ανίκανος για αυτοέλεγχο, φιλήδονος, ψεύτης κ.λπ.. Κατάπληξη και γέλια των φίλων, που τα μετέφεραν όλα στον Σωκράτη. Έτσι ακριβώς ήμουν, τους απαντά• έκτοτε άλλαξα τον εαυτό μου, τα ελαττώματα όμως αυτά παρέμειναν χαραγμένα στο πρόσωπο μου (Κικέρων, Τusculanes, IV, 37).

Δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι στην ελληνική αντίληψη -και ο Αριστοτέλης το αναφέρει ρητά- φιλία μόνο μεταξύ ίσων μπορεί να υπάρχει. Αυτό είναι εξάλλου που την ανάγει στο κατεξοχήν δημοκρατικό συναίσθημα, θα ήταν γελοίο, λέει, να φανταστούμε ότι δεσμοί φιλίας μπορούν να συνδέσουν ένα θνητό με τον Δία. Από την άλλη, το συναίσθημα αυτό απευθύνεται σε ό,τι αξιολογούμε θετικά στον άλλο. Αυτό μπορεί να φαίνεται αυτονόητο, αλλά μην ξεχνάτε ότι η χριστιανική θέση είναι εντελώς διαφορετική – θα επανέλθω επ’ αυτού. Βλέπετε λοιπόν, ότι η φιλία εξαρτάται, κατά μία έννοια, από την πολιτική θέσμιση της πόλης, δεδομένου ότι η ίδια η πόλη θέτει τα άτομα ως ίσα, δημιουργώντας ως εκ τούτου τις συνθήκες για αυτόν τον τύπο δεσμών. Και ταυτόχρονα η πόλη βεβαίως δίνει σε καθένα από τα μέλη της τη δυνατότητα να εξυψωθεί ώστε να γίνει άξιο φιλίας.

Στην ελληνική αντίληψη φιλία μόνο μεταξύ ίσων μπορεί να υπάρχει

Υποθέστε, τώρα, ότι η θεμελιώδης ηθική προτροπή σε μια κοινότητα είναι η αγάπη, όχι η ανοχή ή η λύπηση, αλλά η αγάπη των πάντων ανεξάρτητα από το τι είναι ο καθένας, επιπλέον δε, ότι πρέπει η αγάπη αυτή να επιδεικνύεται ακόμη περισσότερο, όταν το άτομο δεν αξίζει ηθικά. Σε αυτό ακριβώς έγκειται, όπως ξέρουμε, το περιεχόμενο της χριστιανικής προτροπής σε ό,τι αφορά τις ατομικές σχέσεις. Ο πραγματικός χριστιανικός ήρωας είναι αυτός που μπορεί να φιλήσει τις πληγές των λεπρών ή ο Χριστός της παραβολής του Dostoevsky, ο οποίος φιλά στο στόμα τον Μέγα Ιεροεξεταστή, που μόλις του εξήγησε τις ορθολογικές φρικαλεότητες, που γνωρίζετε. Φυσικά, δεν υπάρχει τίποτα παρόμοιο στον ελληνικό κόσμο.

Η φιλία απευθύνεται στον άλλο στο βαθμό που ενσαρκώνει μια αξία, στο μέτρο που είναι καλός καγαθός, δηλαδή ένα ον «καλό και ωραίο». Όσο για τον έλεον, απευθύνεται σε όλο τον κόσμο, αλλά δεν πρόκειται για αγάπη. Είναι το γεγονός ότι ο άλλος λαμβάνεται υπ’ όψη, η δυστυχία του μετρά και υπαγορεύει την ανάλογη δράση. Μπορεί να δείξει κανείς έλεον σε ένα λεπρό και να τον βοηθήσει χωρίς να τον αγαπά ούτε να αισθάνεται υποχρεωμένος να φιλήσει τις πληγές του.

Είναι αλήθεια ότι βρίσκουμε στον ελληνικό πνευματικό κόσμο κάτι που σηματοδοτεί ταυτόχρονα ένα όριο και μια αλλαγή και για το οποίο ελέχθη -κακώς- ότι προανήγγειλε το χριστιανισμό. Πρόκειται βεβαίως για τη θέση, που αποδίδει ο Πλάτων στον Σωκράτη, που προέρχεται πιθανότατα από τον Σωκράτη ως ιστορικό πρόσωπο και συνίσταται στην προτροπή του να μην απαντάς στο κακό με το κακό. Είναι προτιμότερο να υφίστασαι την αδικία παρά να τη διαπράττεις.

Είναι όμως διαφορετικό να πεις: μην απαντάς στο κακό με το κακό, πράγμα που αφορά στη συμπεριφορά μας και εξαρτάται από εμάς, είναι, όπως λέει ο Αριστοτέλης, «εφ’ ημίν». Και είναι άλλο να λες: να αγαπάς αυτόν που σου κάνει κακό. Αυτή η προτροπή δεν αφορά στη συμπεριφορά αλλά στο συναίσθημα, και είναι καθ’ αυτή παράλογη, διότι κανείς δεν μπορεί να κυριαρχήσει τα συναισθήματα του. Δεν συζητώ καν για το αν πρέπει ή όχι να αγαπάμε αυτούς που κάνουν κακό. Αν θεωρήσουμε όμως τι συνεπάγεται αυτό, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα, ότι όσο περισσότερο ο τάδε έχει βασανίσει στο Άουσβιτς, τόσο περισσότερο θα πρέπει να αγαπηθεί!

Πρόταση απολύτως απορριπτέα

Εδώ έγκειται η διπλοπροσωπία ή η θεμελιώδης υποκρισία του χριστιανισμού. Υποκρισία όχι με την τρέχουσα αλλά με την οντολογική έννοια. Αυτό που προτείνεται εδώ είναι ένα είδος ψευδούς απολύτου, δεδομένου ότι πρόκειται για απόλυτο απολύτως μη πραγματοποιήσιμο και επομένως ανύπαρκτο. Και ζούμε κάτω ακριβώς από την τερατώδη κυριαρχία αυτής της αδύνατης ηθικής εδώ και σχεδόν δεκαεπτά αιώνες, πράγμα που φέρνει, φυσικά, καταστροφικά αποτελέσματα, όπως ο ουσιώδης διχασμός στον εσωτερικό κόσμο των ατόμων, που ο Ηegel είχε πολύ καθαρά δει.

Όταν μιλά για τη δυστυχή συνείδηση, αναφέρεται κατά μία έννοια στο χριστιανισμό, που επιβάλλει στο άτομο έναν κανόνα, στον οποίο δεν μπορεί ποτέ να υπακούσει. Εν ολίγοις, υπάρχει θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα σε μια ηθική που λέει ότι αυτός που κάνει το κακό (αυτό που θεωρώ, αυτό που θεωρούμε κακό) πρέπει παρά ταύτα να αντιμετωπίζεται ως άτομο που δεν υποβιβάζεται εντελώς στο κακό που διαπράττει, ως άτομο, που μπορεί να αναπτύξει και άλλες δυνατότητες -αυτή η προτροπή έχει περιεχόμενο, δυνατότητα εφαρμογής και αφορά σε μια συμπεριφορά, όχι σε συναισθήματα- και μια άλλη που λέει ότι αυτόν που κάνει το κακό πρέπει να τον αγαπάς εξ’ ίσου και μάλιστα περισσότερο από τους άλλους – πράγμα που καταλήγει σε μια ηθική η οποία, κυριολεκτικά, θα μας προέτρεπε να αγαπάμε τον Χίτλερ και τον Στάλιν. Σχηματοποιώ φυσικά, αλλά αυτή η εναλλακτική λύση είναι σαφώς παρούσα.

Η χριστιανική ηθική καταλήγει να μεταμορφώσει το άτομο σε αιώνιο ένοχο, που παραμένει πάντοτε ανεπαρκές απέναντι στον κανόνα. Είναι ως εκ τούτου καταδικασμένο να συμβιβάζεται διαρκώς με αυτόν τον κανόνα, να ζει μέσα στον κομφορμισμό και στη διπλοπροσωπία.

Η δεύτερη ηθική, η χριστιανική, της οποίας εξ’ άλλου θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε τους προδρόμους στην Παλαιά Διαθήκη -η Καινή είναι από αυτή την άποψη λιγότερο ανακαινιστική απ’ όσο θα ήθελε-, καταλήγει επομένως να μεταμορφώσει το άτομο σε αιώνιο ένοχο, που παραμένει πάντοτε ανεπαρκές απέναντι στον κανόνα. Είναι ως εκ τούτου καταδικασμένο να συμβιβάζεται διαρκώς με αυτό τον κανόνα, να ζει μέσα στον κομφορμισμό και στη διπλοπροσωπία, σχετικοποιώντας, ως μη όφειλε, τα πράγματα.

Όσο για το κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, ο χριστιανισμός ξεκινά αγνοώντας το αναφανδόν: δεν μας αφορά, λένε τα ευαγγέλια, πάσα εξουσία εκ θεού, τα του Καίσαρος τω Καίσαρι (είναι η Προς Ρωμαίους Επιστολή) κ.λπ.. Έτσι καταλήγουμε αναγκαστικά σε μια σχάση, σε μια διάσπαση. Από τη μια ένας δημόσιος χώρος, θεσμισμένος, όπου ο Καίσαρ κάνει ό,τι έχει να κάνει και όπου, παρ’ όλες τις συζητήσεις περί αυτού, δεν βλέπουμε με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να εφαρμοστούν οι κανόνες της ηθικής: ο εξομολογητής του βασιλιά μπορεί βεβαίως να του επιβάλλει μια μετάνοια, επειδή διέταξε τη σφαγή μερικών χιλιάδων υπηκόων του, όμως αυτό δεν αλλάζει σε τίποτα τη νομιμότητα του βασιλιά.

Από την άλλη, ένας ιδιωτικός χώρος, όπου ισχύει αυτή η μη πραγματοποιήσιμη προτροπή του να αγαπάς τον πλησίον σου, όποιος κι αν είναι αυτός, περισσότερο από τον εαυτό σου. Ασφαλώς, μετά τη θέσμισή του, ο χριστιανισμός απέκτησε εξαιρετική πνευματική ευρύτητα, οικειοποιούμενος μεγάλο τμήμα της αρχαίας φιλοσοφίας και των μεθόδων της, οπότε τα προβλήματα εμφανίζονται πιο επεξεργασμένα, συμπεριλαμβανομένων και των πολιτικών και ενεργοποιείται μια ολόκληρη σοφιστεία.

Όλα αυτά τα βρίσκουμε, από κάποια στιγμή και μετά, στους Πατέρες της Εκκλησίας και στη συνέχεια στους θεολόγους του Μεσαίωνα. Και τα επιχειρήματα εξακοντίζονται προς όλες τις κατευθύνσεις: για να καταδικάσουν το φόνο του βασιλιά ή για να τον δικαιολογήσουν ή και τα δύο… επειδή έχει επανεισαχθεί στον δημόσιο χώρο κάτι σαν θείο φυσικό δίκαιο, που ο μονάρχης είναι παρά ταύτα υποχρεωμένος να σεβαστεί. Δεν επιτυγχάνεται όμως ποτέ μια συμφωνία, ένα μονοσήμαντο δόγμα. Παραμένει σε τελευταία ανάλυση αυτή η διπλοπροσωπία της θέσμισης, ανάμεσα σε μια πολιτική, που προέρχεται από την απλή πραγματικότητα, και σε μια ηθική, που περιορίζεται στον ιδιωτικό βίο των ανθρώπων.

Όμως, το σημαντικό -αυτός εξάλλου είναι και ο λόγος, που επέμεινα σε αυτή την παρέκβαση- είναι, ότι δεν υπάρχουν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο η διπλοπροσωπία, το ενσωματωμένο ψέμα στην πραγματική λειτουργία της κοινωνίας και στην παράσταση, που φτιάχνει η ίδια για τον εαυτό της και η οποία εξακολουθεί να υφίσταται από το Μεσαίωνα μέχρι τον σύγχρονο κόσμο μας. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε, ότι απουσιάζει από όλες τις ιστορικές κοινωνίες, με εξαίρεση τις μονοθεϊστικές.

Οι ασιάτες δεσπότες δεν θα πουν κάτι και θα κάνουν κάτι άλλο. Στην Ελλάδα, στη Ρώμη, δεν θα πουν ότι όλα τα ανθρώπινα όντα είναι ίσα για να επικυρώσουν στη συνέχεια τις υπάρχουσες ιεραρχίες. Δεν θα ισχυριστούν, ότι η δικαιοσύνη οφείλει να προέχει στις σχέσεις μεταξύ πόλεων, θα πουν ότι αυτό που υπερισχύει στις σχέσεις μεταξύ πόλεων, αν δεν είναι ίσες, είναι η βία. Δεν θα βρούμε όμως αυτές τις εξωφρενικές καταστάσεις, στις οποίες έχουμε από τη μια μεριά ένα διεθνές δίκαιο, που υποτίθεται ότι εξασφαλίζει τη δικαιοσύνη στις σχέσεις μεταξύ Κρατών και από την άλλη παρεμβάσεις στη Νικαράγουα, στα νησιά Φόκλαντ, στο Αφγανιστάν κ.α., καταστάσεις στις οποίες το δίκαιο δεν παίζει απολύτως κανένα ρόλο.

Εφιστώ την προσοχή σας σε αυτό το κεφαλαιώδες γεγονός: μία από τις συνθήκες ύπαρξης αυτού, που αποκαλούμε ιδεολογία -με την πραγματική έννοια του όρου και όχι με την έννοια που κολλά παντού, όπως στους αλθουσερικούς ή σε άλλους, που μιλάνε για ιδεολογία των Ελλήνων ή των Παπούα- είναι ακριβώς αυτός ο διχασμός ανάμεσα στο λέγειν και το πράττειν.

Μια τέτοια απόσταση ανάμεσα σε απατηλό λόγο και πραγματικότητα της κοινωνικής δράσης έχει σημαντικές προεκτάσεις. Μια πραγματική ηθική μόνο στα εφ’ ημίν, σε ό,τι εξαρτάται από εμάς, μπορεί να αναφέρεται. Και είναι ουσιώδες να αναγνωρίσουμε αυτόν ακριβώς το χώρο της ψυχικής ζωής, που ο άνθρωπος δεν ελέγχει – εξ’ άλλου δεν μπορούμε να δούμε στη συγκεκριμένη περίπτωση τί θα σήμαινε ο έλεγχος. Μπορούμε να ελέγξουμε τη συμπεριφορά, που προέρχεται από τα συναισθήματα, όχι όμως τα ίδια τα συναισθήματα. Κατά συνέπεια, κάθε ηθική προτροπή απευθυνόμενη στα συναισθήματα είναι παράλογη. Ακόμη μεγαλύτερος παραλογισμός είναι η προσπάθεια επιβολής αδύνατων ή αντιφατικών συναισθημάτων.

Όποιος αγαπά όλο τον κόσμο φυσικά δεν αγαπά κανένα. Και όποιος αγαπά αυτό που μισεί δεν μισεί τίποτα – αλλά όποιος δεν μισεί τίποτα δεν επενδύει τίποτα συναισθηματικά. Πράγμα, που οριακά είναι δυνατό, αλλά αποτελεί εξ ορισμού αποκλειστικότητα ορισμένων ατόμων, χριστιανών αναχωρητών στην έρημο ή οπαδών του βουδισμού.

Και η ύπαρξη αυτών των περιθωριακών ατόμων, ερημιτών ή αγίων επιτρέπει ταυτόχρονα στην κοινωνία να δικαιολογείται και να ενοχοποιείται δίνοντας στον εαυτό της την απατηλή απόδειξη της δυνατότητας να πραγματωθεί το διακηρυσσόμενο ιδεώδες. “Ο άγιος τάδε το καταφέρνει, άρα η ηθική μας δεν είναι παράλογη• εμείς όμως δεν έχουμε το απαιτούμενο ανάστημα, πρέπει επομένως να εξιλασθούμε, να γονυπετήσουμε, να συνεισφέρουμε στους εράνους για την ανοικοδόμηση του ιερού ναού κ.λπ. – και ταυτόχρονα, αναμφίβολα, να μάθουμε να εξαπατάμε”. Ίσως υπήρξε κάποια στιγμή στην ιστορία του χριστιανισμού, που αυτή η διπλοπροσωπία δεν είχε ακόμη εμφανιστεί: Αναφέρομαι στους δύο πρώτους αιώνες της εξάπλωσής του (τον 2ο και τον 3ο μ.Χ. αιώνα) περίοδο, για την οποία έχει κανείς την εντύπωση σε μεγάλο βαθμό, ότι αυτοί οι χριστιανοί είχαν πράγματι παραιτηθεί από την εγκόσμια ζωή και περίμεναν ανά πάσα στιγμή τη Δευτέρα Παρουσία, την επιστροφή του Χριστού επί της γης.

Ως εκ τούτου, η επίγεια ζωή – συμπεριλαμβανομένης βεβαίως και της ζωής των πολιτικών θεσμών- έχανε κάθε σημασία, αφού ο Μεσσίας θα εμφανιζόταν από τη μια στιγμή στην άλλη. Υπό αυτές τις συνθήκες, όταν τα άτομα ζουν μια ζωή, που μόνο κατ’ όνομα είναι, ζωή, σε απόλυτη ετοιμότητα και με τις αποσκευές ανά χείρας για το ταξίδι στον άλλο κόσμο, είναι δυνατό να φανταστούμε εφαρμογή της χριστιανικής ηθικής που να μην αποτελεί διαρκή διπλοπροσωπία.

Από τη στιγμή όμως που οι χριστιανοί εγκαθίστανται μόνιμα στη ζωή της κοινωνίας, και επομένως από τη στιγμή, όπου ο χριστιανισμός αναγνωρίζεται (το 313 μ.Χ., επί Κωνσταντίνου) και στη συνέχεια γίνεται η υποχρεωτική θρησκεία για όλους τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας επί ποινή διώξεων (384, ψήφισμα του Θεοδόσιου), η διπλοπροσωπία βρίσκεται στην καρδιά της χριστιανικής θέσμισης της κοινωνίας και η κατάσταση αυτή προεκτείνεται μέχρι τις μέρες μας με τη διάσταση ανάμεσα σε ένα δικαιολογητικό λόγο και στην πραγματικότητα.

Συμπεραίνοντας, ας επανέλθουμε σε δύο στοιχεία της άτυπης θέσμισης της κοινωνίας στην αρχαία Ελλάδα, δηλαδή τον έλεον και τη φιλίαν. Διαβάστε σχετικά ή ξαναδιαβάστε αυτό το υπέροχο χωρίο των «Ηθικών Νικομαχείων» (Η, 1155a 23-29), όπου ο Αριστοτέλης λέει, ότι πρόκειται για τη σημαντικότερη αρετή, σημαντικότερη ακόμη και από τη δικαιοσύνη, σε βαθμό που οι νομοθέτες δικαίως ασχολούνται περισσότερο με τη φιλία, παρά με τη δικαιοσύνη. Φράση πολύ περίεργη, που θα έπρεπε να αναλυθεί σε βάθος, τόσο σε σχέση με το ιστορικό ανάφορο, το οποίο έχει κατά νου ο Αριστοτέλης, όσο και για την κατανόηση της σημασίας της. Όπως και να ‘χει το πράγμα, αντιμετωπίζει αρνητικά το γεγονός, ότι οι τύραννοι δεν συμβιβάζονται με τη φιλία μεταξύ πολιτών και προσθέτει ότι, αν η φιλία βασίλευε παντού στην πόλη, δεν θα υπήρχε ανάγκη δικαιοσύνης, διότι, όπως λέει η παροιμία, «τα πάντα είναι κοινά μεταξύ φίλων» («Ηθικά Νικομάχεια», Η, 1159 b 30).

Χαράσσει έτσι ένα είδος προοπτικής – ορίου, ένα ιδεώδες, στο πλαίσιο του οποίου, ιδιαίτερα, το μεγάλο ερώτημα της διανεμητικής δικαιοσύνης (τι πρέπει να δοθεί σε ποιον;) δεν θα ετίθετο καν, δεδομένου ότι δεν θα υπήρχε κανείς που θα ήθελε να προστατεύσει τα αγαθά του ούτε θα είχε βλέψεις για τα αγαθά του άλλου και όπου ακόμη και οι όροι «δικό μου» και «δικό σου» θα είχαν περιπέσει σε αχρησία.

Πίνακες: Elena Bombardelli