RSS

Category Archives: Χρύσα Φάντη

Χρύσα Φάντη, Η ιστορία της Σ.

Εκδοχή νο 4

Η Σ. αυτό με τις γίδες δεν θυμάται αν πράγματι το είδε τότε. Μπορεί να το μπερδεύει με κάποιο ταξίδι μεταγενέστερο. Στο κατάστρωμα πάντως κάθισε δίπλα σε ένα ζευγάρι. Αντρόγυνο ήταν; Ναι. Σύζυγοι πρέπει να ήταν. Γιατί φορούσαν βέρες. Η γυναίκα γύρισε και την κοίταξε. Τη ρώτησε από πού ήταν αλλά το κορίτσι δεν της απάντησε. Η γυναίκα όμως να επιμένει. Πώς και τι και γιατί. «Ίσως ήταν καλύτερα να καθόσουν δίπλα σε κανέναν φαντάρο» την κορόιδεψε η ασώματη, η Σ. όμως είχε αρχίσει να σφίγγεται και να κουνάει δεξιά αριστερά τη λεκάνη της και να στριφογυρίζει, είχε ξυλιάσει κιόλας πάνω στην κουπαστή. Στο τέλος η φούσκα της έσκασε, το κάτουρο άρχισε ν’ αμολιέται στα πόδια της, να τρέχει και να μη σταματά. Ρυάκια ρυάκια κατέβαιναν τα υγρά από τα πόδια της, στο πιτς φυτίλι σχημάτισαν λιμνούλα γύρω από τα πασούμια. Μερικά ακόμα κυλούσαν Κύριος οίδε πού. Έχουν μαρκάρει το φουστανάκι με ωχρά φωτοστέφανα, έχουν ραντίσει με υποκίτρινες πιτσιλιές τα πασούμια, εμφανή τα πειστήρια και στα καλτσάκια που κρέμονται από τους αστραγάλους. Μούσκεψαν τα καλτσάκια της, μούσκεψαν και οι γάμπες; Πάνε και τα λουράκια, πάνε κι οι αγκραφίτσες οι ροζ.

«Καλοφόρετα τα φρεσκοφορεμένα» της είπε η φωνή. Η Σ. κοίταξε πάλι μπροστά της, κανείς, κοίταξε δίπλα της, το αντρόγυνο είχε φύγει. Πίσω της, είδε στερεωμένες πάνω στα κάγκελα κάτι κουλούρες. Μεγάλες. Και πλαστικές. Είδε τα ούρα της να γλείφουν το κάτω μέρος μιας από τις κουλούρες. «Εγώ σ’ αυτή την κουλούρα δεν μπαίνω και να ναυαγήσετε» της δηλώνει η αόρατη, «εσύ να μη μπεις» θέλει να της πει αυτή, αλλά δεν ανοίγει το στόμα γιατί κρυώνει. Κουλουριασμένη πάνω στο παγκάκι του πλοίου επιτέλους κοιμάται. Το φόρεμα που φοράει είναι άλικο και πολύ όμορφο, μανίκια όμως δεν έχει. Τα υγρά έχουν ξεραθεί πάνω στα μπουτάκια της, τα πόδια της έχουν παγώσει. Πεινάει; Μυρωδιά από φρεσκοψημένο κουλούρι. Κολλάει τα πόδια στο στήθος της, αγκαλιάζει τα γόνατα με τα μπράτσα. «Με τόσες κουλούρες επόμενο είναι να σου μυρίζει». Η φωνή τής αόρατης γαργαλάει τα δόντια της, κολλά στη γλώσσα της, γαντζώνεται πάνω στον ουρανίσκο.
Η Σ. απαντά; Η Σ. βλέπει μόνο μπροστά της.

Χρύσα Φάντη, Η ιστορία της Σ., Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2016

Πίνακας: Rimi Yang

.

.

 

 

Xρύσα Φάντη, Η ιστορία της Σ.

Kαι πήρε τέλος αυτή το ανοιγμένο κρανίο της Σ., να έτσι, όπως χουφτώνεις γαβάθα. Κι ο Θόδωρος έχωσε μέσα τη γλώσσα και το στράγγιξε. Κι ύστερα η Σ. ονειρεύτηκε πως βρισκόταν μέσα σε κάτι υγρό. Κάτι που ήταν και δεν ήταν λίμνη, ήταν και δεν ήταν βάλτος. Γιατί ήταν πράσινο και ζεστό. Κι είχε βατράχια, είχε όμως και χέλια. Κα τα χέρια γλιστρούσαν μες στο στομάχι της και τα βατράχια κόαζαν στ’ αυτιά της. Μέχρι που, χέλια μαζί και βατράχια, μεταμορφώθηκαν σε ψαρόνια. Κι άλλα την τσίμπαγαν κι άλλα μόνο τιτίβιζαν. Και τότε επιτέλους ξύπνησε. Κι ένιωσε σαν σε ζεστή θαλασσίτσα. Πατσαβουρίτσα το κατουρημένο βρακάκι, πατσαβουρίτσα και το βρεμένο σεντόνι.

(…) Κι όταν εκείνος έμπηξε τη μασέλα στα πόδια της κι όταν της τράβηξε με τα δόντια τα νύχια κι όταν ξεράθηκε κι έπεσε τέζα με το ακροδάχτυλό της χωμένο στο στόμα του, εκείνο το στρογγυλό ακροδαχτυλάκι της που έφερνε λίγο και στο κρανίο εκείνης που τώρα όλοι έτρεχαν να το ασπαστούν; Eκείνη ούρλιαξε; Όχι. Και; Να ουρλιάξει τώρα;

Ναι. Στα γόνατά της έπεσε ο δήθεν νταής. Με το βλέμμα κολλημένο πάνω της. Η καημένη η Σ! Στη μεγάλη σάλα οι παρείσακτοι πηγαινοέρχονταν κι εκείνος «ο που δήθεν σφάδαζε», μάτια οβίδες; Πιπίλες και δαγκωματιές ο φαλακρός κοιλαράς. Οι οβίδες κατρακυλούν, οι δαγκάνες ανοίγουν. Οι χαυλιόδοντες τρίζουν, παρομοίως και τα σαγόνια. Ιδού η καλή η σάρκα. Πάρε κόσμε, όποιος προλάβει πρόλαβε. Τώρα που είναι ζεστά. Ιδού τα άγουρα τα γαμπάκια, τα τροφαντά. Πάρε, καλέ μου κύριε, πάρτε κι εσείς κυράδες. Κι εσύ, άνθρωπέ μου; Tι στέκεσαι τόση ώρα και τα κοιτάς; Δεν θα πάρεις; Ε, άντε τότε, τράβα πιο κάτω. Έχει κι αλλού! «Nερό», σκέφτηκε η Σ. «Kαι μια βούρτσα», σκέφτηκε. Και μετά έτριβε. Έτριβε με τα πόδια χωμένα στον κουβά. Το πρωί η μικρή κολυμπά μες σε ζεστή λιμνούλα.

Xρύσα Φάντη, Η ιστορία της Σ., σελ. 43-44, Eκδόσεις Γαβριηλίδης, 2016

Photo:Nadine Callebaut

.

.

 

Χρύσα Φάντη, Χαμένος από χέρι

Από την ανοιχτή πόρτα της κρεβατοκάμαρας είδε τον πατέρα να κοιμάται με το στόμα ανοιχτό, το χασίσι δίπλα στο κομοδίνο. Ένα κόκκινο ρυάκι που ξεκινούσε από το σώμα της μάνας κυλούσε αργά προς τη μεριά του. Πανικόβλητος βγήκε από το σπίτι. Βρέθηκε να τρέχει σε δρόμους έρημους, με τα δάκρυα να πλημμυρίζουν τα μάγουλά του. Δεν σταμάτησε, μέχρι που πέρασε και το τελευταίο σπίτι της πόλης και το πόδι του πάτησε το φρέσκο χώμα των χωραφιών. Βράδυ, ο ουρανός σκοτεινός και το φεγγάρι μάτι κολοβωμένο. Ψηλαφίζοντας βρήκε το μονοπάτι που οδηγούσε σε μια ερειπωμένη καλύβα. Ξάπλωσε σε μια στοίβα ξεραμένα σπαρτά. Έμεινε σε στάση εμβρύου, με τα χέρια τυλιγμένα γύρω από το στήθος. Αμέσως σχεδόν τον πήρε ο ύπνος. Έναν ολόκληρο χειμώνα δραπέτευε από το σπίτι του και κοιμότανε στην καλύβα. Τουρτουρίζοντας από το κρύο και την ένταση, ξάπλωνε στο στρώμα και σκεπαζόταν μια κουβέρτα. Όταν επιτέλους ζεσταινόταν, πέταγε χάμω τα ρούχα και έμενε με τις κάλτσες. Φανταστικά αγκαλιάσματα και ψίθυροι τροφοδοτούσαν τη σκέψη του μέχρι την τελική κορύφωση, το σβήσιμο μες στη νιρβάνα. Δεν κράτησε όμως η ευτυχία του.

Την άνοιξη εκείνου του χρόνου η μάνα έδιωξε τον πατέρα του, αφού πέταξε τα ρούχα του στο δρόμο. Από φόβο δήθεν μην έρθει ο κούτσαβος στον ύπνο της και την καθαρίσει, ανάγκασε το γιο να κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι μαζί της. Από τότε εκείνος ριγμένος στη μέσα μεριά του κρεβατιού, με τον υγρό σοβά να του γδέρνει την πλάτη, έπρεπε να κρατάει και την ανάσα του, για να μην την ξυπνά ή να της ζητάει την άδεια σαν ήθελε να πάει στην τουαλέτα. Έφηβος πια, όταν οι ονειρώξεις τον επισκέπτονταν τα βράδια, ένιωθε τη χούφτα της να χώνεται στο σλιπάκι του και τη φωνή της σε τόνο άφατης αηδίας και επιτίμησης, καταμεσής της νύχτας, να τον διατάζει: «Πήγαινε αμέσως στον καμπινέ να πλύνεις τις ντροπές σου. Ίδιος ο αχαΐρευτος ο πατέρας σου, πανάθεμά σε».

Χρύσα Φάντη, Χαμένος από χέρι από τη συλλογή διηγημάτων Το δόντι του λύκου, Εκδόσεις Πατάκη, 2007

Φωτό: Manuel Alvarez Bravo

.

.

 

Χρύσα Φάντη, Η ιστορία της Σ.

Ερεσός, 1975

-Μυρωδιά από μεταπολίτευση;
-Μυρωδιά ώριμου σύκου. Για την ακρίβεια Ιούλιος.
«Ήρθις;» Ανάμεσα κουζίνας και σκάλας, η Ουρανία όπως μασκαρεμένη οσία. Τι ακριβώς της δείχνει; Τη γαβάθα με τον καφέ του Θόδωρου; Τα σακατεμένα πόδια της; Ζαρωμένα κανιά, μαύρο λειρί καρακάξας. Η φωνή της ένρινο βέλασμα.
«Αυτό που βλέπεις. Πάνω κάτω, πάνω κάτω. Μ’ έστυψι ου π’ αναθιμά τουν». Περικυκλωμένες από λουρίδες φωτός, Σ. και Ουρανία προχωρούν τριποδίζοντας. Στο πάτωμα τσαλακωμένα μαντίλια, πανιά με χαλκοπράσινα στίγματα μπαγιάτικου ξερατού.
Άμορφη, υπερμεγέθης μάζα, δέρμα πολιορκημένο από έντομα, σάρκα μες στη πληγή. Ο Θόδωρος ολοτσίτσιδος, χυμένος πάνω σ’ αυτό που κάποτε ήτανε σώμα. Ανάμεσα στα αχαμνά, δυο καφετιά, ψόφια σκουλήκια. Κάτω από τα φρύδια δυο κακοχυμένες τρύπες.


«Κοίτα τον. Αγελάδα. Τι αγελάδα; Ελέφαντας. Κάθε μέρα το καταπέτασμα. Μασούλημα και πάλι μασούλημα».
Κουκούλια λίπους τα βλέφαρα, μπράτσα που έχουνε γίνει ένα με την κοιλιά. Ο ακάλυπτος πούτσος του ζαρωμένο πλαστικό σωληνάκι.
«Να έφτασε τα διακόσια;»
«Τριακόσια και βάλε. Για να τον ζυγίσεις πρέπει να κουβαλήσεις πλάστιγγα».
-Ιδρώτας;
-Ιδρώτας και ούρα. Μπροστά του ένα μισοφαγωμένο γουρουνίσιο μπούτι. Ακούει τα βήματα ή μυρίζεται τον καφέ; Το λιποειδές αρπάζει το φλιτζάνι και το αδειάζει. Με το κεφάλι σκυμμένο παραληρεί.
-Γλώσσα νωθρό ημικύκλιο;
-Γλώσσα μαστουρωμένο δρεπάνι. Η άκρη της, ουρά αλεπούς γραίας και ψωραλέας. Σέρνεται πάνω στα χείλη του σβαρνίζοντας κρέατα και φυσαλίδες πηγμένου σάλιου.


«Λοιπόν; Δεν νομίζεις πως ήρθε η ώρα;»
Eduardo Naranjo._JPG«Η ώρα για τον παπά;» κοροϊδεύει το λίπος. Από το φαφούτικο άνοιγμα ακούγεται ένα ρέψιμο ίδιο κλανιά. Η Σ. σκύβει τώρα στ’ αυτί του: «Λέγε, γαμώ το. Ποιος; Λέγε. Αλλιώς…»
-Διάλειμμα μνήμης;
-Κενό κακεντρέχειας.
Το λίπος σκουπίζει το στόμα του στην πετσέτα. «Αλλιώς τι; Σιγά μην είστε του πρίγκιπα, μην είστε και του εμίρη».
«Είστε;» Προς τι ο πληθυντικός; Τα βλέπει διπλά;
Το λιποειδές απλώνεται πάλι στον καναπέ.
«Εγώ σβήνω, κι εσείς το χαβά σας. Το καταλάβατε μπασταρδάκια; Σβήνωωω». Ρίχνει προς το μέρος της βλέμμα βοδίσιο.
-Aπλανές;
-Σαν να μη διακρίνει.
«Και πού σαι; Να πεις στον άλλον να στείλει το χρήμα».

Η Σ. κατεβαίνει κουτρουβαλώντας στο ισόγειο, βλέπει την μαντεμένια μασιά ακουμπισμένη δίπλα στο τζάκι. Κραδαίνοντας το στειλιάρι κάνει μεταβολή. Μετέωρος ο λοστός πάνω από τη φαλάκρα.
«Λέγε ρε! Αλλιώς σε καθάρισα. Κιμαδάκι σ’ το κάνω το κωλοκρανίο».
«Αμαρτίες γονέων. Σε τρώει ο κώλος σου; Τι τα σκαλίζεις…;»
-Μαγκιά, που γίνεται παρακάλι;
-Νταηλίκι, που γυρίζει σε γαλιφιά.
«Άσ’ το κάτω αυτό… Θα σου πω»…
«Αυτός…», ψελλίζει το λίπος με ύφος μελίρρυτο. Αυτός, ποιος; Η Σ. σκύβει κι άλλο από πάνω του, χώνει τη μασέλα της στο αυτί του.
Τα χρειάστηκε η πεθαμένη γλίτσα; Ο ακατονόμαστος παραληρεί. Τα χείλη του γεμίζουν σάλια πηχτά. Λέει κάτι ακατάληπτα. «Που να καεί στην κόλαση ο άτιμος… Α… και μόλις με είδε… Μόλις με είδε με τις καραμπίνες… Την ίδια σου την κόρη, μωρέ;… Δεν βρήκες άλλη να μαγαρίσεις;»


Eduardo Naranjo.1971«Χώμα να φας παλιόγερε. Χώμα να φας καλύτερα… Το πιστεύεις; Στο κοτέτσι. Εκεί πήγε και κρύφτηκε. Αυτός… Ο άρχοντας. Με τις κότες… Με τις σβουνιές… Σαν το φλουρί η μούρη του. Τρέχαν τα τσίσα από τα μπατζάκια τού σκατολεχρίτη. Όχι, Θοδωράκι μου! Δεν θα το ξανακάνω, αγόρι μου! Δεν θα την ξαναγγίξω…»
Αυτός. Αυτός ποιος; Τέρας. Όχι πατέρας. «Του πέταξε –λέει– στα πόδια την καραμπίνα. Αλλά δεν ήταν ηλίθιος. Με τη δική του τον σημάδευε στο κεφάλι. Ούτε που να την πιάσει ο ανάξιος. Όχι που θα τον άφηνε. Του άνοιξε με το ζόρι το στόμα και του την έχωσε. Ένα μπαμ, και φινίτο. Ας είναι καλά η Ουρανίτσα του. «Τι ρουτάς και ξαναρουτάς αστυνόμε; Δεν τα ’παμ’;» Μόνος του ο κυρ-Παντελής πήγε –λέει–και κλείστηκε στο κοτέτσι. «Ξέρου γω;» Μόνος του –είπε– πήγε και μπουμπουνίστηκε».
Και; Μιλάει για τη φρίκη η φρίκη; Λύσσα. Τα μάτια του κόκκινα πάνω της.Να τον φτύσει; Σάλιο δεν έχει. Η Σ. φτύνει στο πάτωμα ένα τριχωτό, μισοσάπιο κομμάτι απ’ το αυτί του.

Νύχτα έφυγε από την Ερεσό. Κι ένα μήνα αργότερα, μετά το δεύτερο τηλεγράφημα, ξαναγύρισε μ’ εκείνο το κατ’ ευφημισμόν μάτζικ μπας. Αύγουστος, το σαραβαλάκι να βρωμάει λαρδί, φίσκα στα μπατιροτουριστάκια, που με αφετηρία το Μάντσεστερ κατέβαιναν κατά νότο μεριά για να βρουν δουλειά σε μποστάνια. Δυο μερόνυχτα βιδωμένη πάνω στο κάθισμα. Και τα βράδια, ξαπλωμένη κακήν κακώς στο διάδρομο, να περνούν από πάνω της οι τρύπιες αρβύλες.
-Παρίσι, Αθήνα, Νησί;
Eduardo Naranjo.4_b-Σαραβαλάκι-πλοίο-αγοραίο. Βρήκε μιαν Ουρανία κόκαλο, τον Θόδωρο λιποειδές, από όπου μετά βίας ξεχώριζες χέρια και πόδια. Στον καναπέ έτρωγε, στον καναπέ έχεζε, μπόχα βυρσοδεψείου. Ποιος να τον καθαρίσει;
Θα πλησίαζε πλέον τα τετρακόσια. Σάρκα και φλέβες είχαν κολλήσει στο έπιπλο. Να μάζευε τις κουράδες του και να του τις έχωνε με το φαράσι στο στόμα; Δεν μπορεί, μια ιδέα θα πέρασε κι από το ξεροκεφαλάκι της άλλης.
Ρόγχος όπως πνιχτός συριγμός. Πριν το κακάρωμα τα φίδια ξαναγίνονται φίδια. Ήρθαν άντρες από τα υποστατικά, άντρες με μπαλτάδες και τσάπες. Το μεγάλο μπαλκόνι αποκαθηλώθηκε, η μπαλκονόπορτα έπεσε, γκρεμοτσακίστηκε κι ένα μέρος του τοίχου. Το πρόβλημα ήταν εντέλει στη μεταφορά. Με τον γερανό τον σηκώσανε και έτσι όπως ήτανε, σάρκα μαζί και έπιπλο, τον χώσανε στην καρότσα.
Στο Βοστάνειο τα γιατρουδάκια ανένδοτα. Ούτε που να τον κατεβάσουν. Δεύτερη φορά γερανός, τον μπαρκάρουνε όπως όπως στο πλοίο. Στον Ευαγγελισμό εκατό ενέσεις τού έμπηξαν. Μήπως τον ξεκολλούσαν. Το αίμα απ’ την γάγγραινα πίσσα. Κατράμι.
Σ’ ένα γκαράζ δίπλα στον Ευαγγελισμό εκεί τελικά τον παρκάρανε. Μια βδομάδα έμεινε στο γκαράζ. Τιναγμένα τα πέταλά του. Δευτέρα του Πάσχα τούς τον παραδώσαν.
Γερανός, φορτηγό, πλοίο, στη Μυτιλήνη, στο πίσω μέρος του νεκροταφείου ανοίξανε τάφρο.
-Και τον χώσανε έτσι όπως ήτανε;
-Έτσι. Μαζί με τον καναπέ.

Χρύσα Φάντη, Απόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημα «Η ιστορία της Σ.»

Πίνακες: Eduardo Naranjo

.

.

 

Χρύσα Φάντη, Σέλα στο χώμα

Δεν σ’ ακούω; Α… αυτό. Έλεγαν πως η Κ. πριν πέσει στον ύπνο είχε πέσει στη θάλασσα. Και πριν πέσει στη θάλασσα; Ξέρω, αλλά δεν θα σου πω. Σε τούτο το σπίτι κι οι τοίχοι έχουν αυτιά. Αν τελικά το μετάνιωσε; Πιθανόν. Γιατί το μετάνιωσε; Αυτό δεν το ξέρω. Μέσα της ήμουνα, μάντης όμως δεν ήμουν. Επειδή η θάλασσα εκείνη τη νύχτα ήτανε όπως μια λίμνη; Επειδή δεν ήτανε όπως μια λίμνη; Που άμα σε τραβήξει κάτω σε τράβηξε, κι άντε μετά ν’ ανεβείς; Μπορεί επειδή κρύωνε. Μπορεί επειδή της πονούσε η κοιλιά. Η Ου. πιστεύει πως εγώ έφταιγα. Επειδή όπως λέει την κλώτσαγα. Αλλά εγώ δεν θα κλώτσαγα ποτέ μιαν όπως η Κ. Γιατί ούτε σ’ εμένα αρέσει να με κλωτσάνε.

… εμένα μ’ αρέσει να κολυμπώ.
… η δικιά μου κοιλιά δεν θέλω να ανοίξει.
… Ούτε σαν καρπούζι, ούτε σαν καρύδι, ούτε σαν μιμόζα.
… η δική μου κοιλιά θέλω να μείνει στη θέση της.
Γίνεται;
… εγώ, και λαβωμένη ακόμα να κολυμπάω.
Στα ρηχά.
Στα βαθιά.
Στα κουτουρού.

… και από δυναμίτη χτυπημένη να κολυμπάω. Σαν ψάρι;… Εν ανάγκη σαν χέλι. Και σαν φελλός. Αλλά όχι. Ο φελλός δεν κολυμπά. Ο φελλός επιπλέει. Πάντως όχι να με κλωτσάνε. Κι αν θέλω εγώ να πνιγώ, να πνίγομαι.
Αν κάτι δεν μ’ άρεσε ήταν που η Κ. δεν μεγάλωνε. Μίκραινε. Πέντε χρόνια μετά, με την Κ. μου ακούνητη, είμαι κάπως σαν μαμά της μαμάς μου.
… Μας βλέπεις; Εγώ μαθήτρια. Που; Στο δημοτικό. Πώς το ξέρω; Φοράω ποδιά χρώματος μπλε. Για την ακρίβεια: μπλε του κοβάλτιου με κάτι πιτσίλες μοβί. Φοράω και στρογγυλό γιακαδάκι; Φοράω. Γαριασμένο και ελαφρώς προς το μπεζ.
Πώς;… Τι να σκέφτεται η Κ; …. Σκέφτεται; Ή απλώς κοιτά τον φακό; Πίσω της βλέπω ένα κάδρο. Αν υπολογίζω σωστά, εκείνη πρέπει να έχει μπει στα είκοσι δύο. Κι εγώ στην εποχή που εκτός από Σσστ… το σκασμό! (ενίοτε ψιτ και μωρή), κάποιοι έχουν αρχίσει να με φωνάζουν Σοφία.

 Σοφία, έλα δω. Σοφία χάσου. Με περνούν για σοφό; Αμφιβάλλω. Για κείνους είμαι από χέρι ένα μμουγκγκοχχαζό. Κι ένα μμουγκοχχαζό σπάνια ανοίγει το στόμα για να μιλήσει. Κι όταν μμμμιλά, ρωτά πράγματα που μόνο ένα μμουγκγκοχχαζό ρωτάει. Σοφίααα; Από το ύφος τους, τον τρόπο που κουνούν το κεφάλι τους, νιώθω πως αναφέρονται σε κάτι άσχημο. Άσχημο που ταυτοχρόνως με αφορά. Είμαι όντως χαζό; Ποιο το νόημα του συγκεκριμένου χαρακτηρισμού; Κουνάω κι εγώ το κεφάλι.
Σηκώνω ταυτόχρονα και τους ώμους;
Συνέχεια. Όπως περίπου κι αυτοί.
Ακαταπαύστως;
Ακαταπαύστως.
Για να τελειώσει πια όλο αυτό; Ναι, να τελειώσει. Και γιατί έτσι πιστεύω πως θα τους αναγκάσω να σταματήσουν; Ναι, σταματήσουν.
Σταματούν; Αυτή μου η προσπάθεια ακόμα περισσότερο τους εξοργίζει. Κι όταν θα με ρωτήσουν πού ήσουν ή γιατί άργησες, με το σώμα μου σε ταλάντωση θα ψάξω για το ψέμα που θέλω, αλλά δεν τολμώ να τους πω. Κι άρα; Άρα είμαι ένοχη για κάτι που αυτοί αγνοούν. Κάτι που μόνο εγώ γνωρίζω, και γι’ αυτό παριστάνω το ηλίθιο, και σαν ηλίθιο προσπαθώ να κρυφτώ.
Σσστ… σιωπή. Εν ολίγοις: Είμαι η Σουτ. Και για συντομία η Σ. 

Στο σχολείο με φωνάζουνε μουγκοΘόδωρο. Είμαι αυτό που όλη την ώρα μουτζουρώνει θρανία.
Μάλιστα. Αυτό. Μέχρι που κάποτε οι μουτζούρες γίνονται σχέδια. Για την ακρίβεια, αν μπορεί να υπάρξει ακρίβεια σε κάτι τόσο θολό, γίνονται κάτι που είναι και δεν είναι σχέδιο. Είναι και δεν είναι μουντζούρα. Πλειστάκις, κάτι που μοιάζει κρεβάτι. Και πάνω σ’ αυτό το κάτι που μοιάζει κρεβάτι φτιάχνω κάτι που μοιάζει πουλί.
Τι πουλί;
Να πούμε γλαρόνι.
Τι γλαρόνι;
Γλαρόνι που δεν έχει ράμφος.
Ούτε φτερούγες;
Ούτε.
… και μιαν ωραία πρωία ο δάσκαλος παίρνει στα χέρια του το σκαρίφημα.
Και ρωτάει τη Σ: αν τούτο δω είναι ένα πουλί, πού είναι το ράμφος του; που είναι οι φτερούγες;
Κι η Σ. απαντά;
Είπαμε. Η Σ. σηκώνει τους ώμους. Γιατί ούτε αυτή ξέρει τι ακριβώς ζωγραφίζει. Γιατί αυτό που η Σ. ζωγραφίζει σχηματίζεται σαν από μόνο του.
Από μόνο του;
Πάντως όχι από τη γλώσσα.

… κι έτσι η απορία του δάσκαλου, πακέτο με τη μουγκαμάρα της αντί να μετριάσει την πεποίθηση όλων περί της βλακείας της, θα την κάνει τσιμέντο. Κι ο δάσκαλος θα τη στείλει πίσω στον Θ. Κι ο Θ. θα φροντίσει να την μαντρώσει στο γνωστό μας υπόγειο, παρέα με σκόρδα, σαβούρα, σκιές. Και γι αυτές –τις σκιές– κάποια μέρα η Σ. με κάθε λεπτομέρεια θα μιλήσει. Όχι όμως κι η Σουτ. Που σαν εκκρεμές γέρνει μπρος κι ύστερα γέρνει πίσω, κι ύστερα πέφτει στα τέσσερα, και σφίγγει στόμα- τρίζει δόντια- καρφώνει γλώσσα στον ουρανίσκο. Με τον πόνο μαζεμένο εκεί.
Στην κοιλιά.

Εγγαστρίμυθη;
Μπορείς να τη πεις και μουγκή.

Μουγκή σαν την Κ.;
Με τα γαβ να της βγαίνουν από τo στομάχι.

Χρύσα Φάντη, Σέλα στο χώμα (προδημοσίευση)

Πίνακες: Joanna Chrobak

.

.