RSS

Category Archives: Φιλίπ Μπλασμπάντ

Image

Philippe Blasband, Le livre des Rabinovitch (To βιβλίο των Ραμπίνοβιτς)

II. Λέα

Το όνομά μου είναι Λέα Ραμπίνοβιτς. Πάνε χρόνια που άνθρωπος πλέον δεν αρθρώνει το βαφτιστικό μου. Εντούτοις, όταν ήμουνα μικρή, στο σπίτι του πατέρα μου, το άκουγα συχνά «Λέα! Λέα! Λέα! Λέα!» μού φώναζαν κάθε λίγο και λιγάκι, για ψήλου πήδημα κάποιες φορές. Ήμουν η Λέα, τίποτε άλλο παρά μόνο η Λέα, ένα λεπτοκαμωμένο κοριτσάκι που φόραγε φούστες ανοιχτόχρωμες, άφηνε τα μαλλιά του να πέφτουνε στο πρόσωπό, του άρεσε να τραγουδάει σκοπούς στα γίντις.

Τη στιγμή που έπαψα να είμαι κοριτσάκι, τη στιγμή που ο άντρας μου έκανε από μένα τη γυναίκα του, με βία, την ίδια στιγμή έπαψα να είμαι η Λέα κι έγινα «κυρία», έπειτα «μαμά». Όταν μιλούσαν για μένα στο Μουνσκ μ’ αποκαλούσαν επίσης «η γυναίκα του Ζαλμάν του ασίντ» ή, αργότερα, «η γυναίκα του Ζαλμάν του λωλού», και κουνούσαν το κεφάλι μ’ έναν μορφασμό όλο αηδία. Στις Βρυξέλλες, τα τελευταία χρόνια της ζωής μου, δεν υπήρξα απολύτως τίποτε άλλο παρά η «Κυρία Ραμπίνοβιτς». Εξάλλου αυτό είναι γραμμένο και στον τάφο μου, ΚΥΡΙΑ ΡΑΜΠΙΝΟΒΙΤΣ, χωρίς βαφτιστικό, γιατί τα παιδιά μου δεν γνώριζαν το βαφτιστικό μου, ποτέ δεν το ’μαθαν, πράγμα που με θλίβει, χωρίς όμως να καταφέρνω ν’ αντιδράσω. Η εξέγερσή μου είναι δολοφονημένη. Ο Ζαλμάν Ραμπίνοβιτς την κατέστρεψε. Και την πήρε ακριβώς όπως πήρε το κορμί μου. Με τη βία.

Philippe Blasband, Le livre des Rabinovitch
Mετάφραση: Ιφιγένεια Σιαφάκα

Φωτό: Brigitte Carnochan

 

Tags: , , , , , , , ,

Video

Λέξεις και μουσική: The Walkabouts, Philippe Blasband

ΙΙ. Λέα

«OI WEISE MIE! ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΟΥ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ;» ούρλιαξα, και η μαμή, τεράστια και χλωμή και λουσμένη στον ιδρώτα, σαν να ’ταν εκείνη που γεννούσε, η μαμή γέλασε: «Γεννάς, κοπέλα μου! Όπως εκατομμύρια γυναίκες πρωτύτερα από σένα!» Ύστερα από ώρες ουρλιαχτών, ο ξαφνικός πόνος ξεθύμανε, μια κραυγή μου ’σπασε το τύμπανο και η μαμή μού ’δειξε έναν μικρό γυρίνο κρατώντας τον σαν τρόπαιο κάτω απ’ το κεφάλι. Αυτός ο γυρίνος έβγαζε κραυγές κάνοντας τσαλακώματα στο μικρό του μούτρο. Μου είπανε πως ήτανε ο γιος μου. Δεν ήθελα να το πιστέψω: τι; αυτό; ένα παιδί; ο γιος μου; Ο γυρίνος άνοιξε τα μπλε του μάτια κι αμέσως μ’ αναγνώρισε.
Στην αρχή δεν ήξερα πώς να τον φροντίσω. Γυναίκες, οι οποιεσδήποτε, γειτόνισσες, μεγάλες αδερφές, φίλες, μου ’μαθαν να ταΐζω ένα μωρό και να το φασκιώνω και να τ’ αγαπάω. Μια μέρα ο Ελί μού χαμογέλασε. Δεν έμοιαζε πλέον με γυρίνο.
Ο άντρας μου νανούριζε το μωρό, το γαργαλούσε και μερικές φορές το πέταγε στον αέρα. Ήμουν πολύ ευτυχισμένη που τον έβλεπα να το φροντίζει τόσο. Ύστερα παρατήρησα τις λεπτομέρειες: ο Ζαλμάν επαναλάμβανε πάντα τους ίδιους ήχους για να του πει λογάκια: «μπο-μπου-μπου-μπι-γκου» (ήχους που θα χρησιμοποιούσε ασταμάτητα και για τα επόμενα μωρά). Όταν πέταγε το μωρό στον αέρα, ήταν πάντα τέσσερις φορές − ποτέ τρεις ή πέντε −, όχι: τέσσερις. Και μόλις είχε παίξει δέκα λεπτά με τον Ελί, έχανε το ενδιαφέρον του για να γυρίσει στα βιβλία του.
Ο Ζαλμάν Ραμπίνοβιτς δεν αγαπούσε τα παιδιά. Του αρκούσε απλώς να αντιγράφει τους άλλους πατεράδες.

Philippe Blasband, Le livre des Rabinovitch
Mετάφραση: Ιφιγένεια Σιαφάκα

 

Tags: , , , , , , ,

Aside

Η πρώτη φωτογραφία είναι καθαρή, αλλά με δυσκολίες ιδιαίτερες  στην αποκρυπτογράφησή της. Την κοιτάζουμε για ώρα αρκετή αναρωτιόμαστε: Να είναι ζώο; Βράχος; Κακέκτυπο  ζωγραφικής αφηρημένης; Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας, διακρίνουμε ένα πλέγμα από καμπύλες που, καθώς φαίνεται, αλληλοδιακόπτονται  χωρίς καμία λογική∙ επάνω, μια επιφάνεια ετερόκλητη από μικρούς μαιάνδρους σε μαύρο και λευκό. Τη στιγμή όπου, στην ετερόκλητη επιφάνεια, διακρίνουμε μια γούνα, και τη στιγμή όπου καταλαβαίνουμε ότι η γούνα είναι ένα καφτάνι, τότε αποκτάμε ξαφνικά συναίσθηση όλης της εικόνας. Αναρωτιόμαστε πώς μέχρι τώρα δεν είχαμε ανιχνεύσει κανένα πρόσωπο  στη  φωτογραφία και, στη συνέχεια,  αυτήν τη μακριά λεπτή μύτη, τα βαθουλωτά μάτια τ’ ανοιχτόχρωμα και τη διακριτική γενειάδα που πλαισιώνει αυτό το στόμα με τα σαρκώδη χείλη, έκπληκτοι τα παρατηρούμε όλ’ αυτά, αφού τώρα, όπου ξεχωρίζουμε το πρόσωπο, διστάζουμε μπροστά στην έκφρασή του: να ’ναι οργισμένο, απαθές, τσιτωμένο, στοχαστικό,  μετρημένο, ονειροπόλο ή ηλίθιο; Αν και κάναμε προσπάθειες να παρουσιάσουμε με λεπτομέρεια όλο το κοινότοπο, εκτυπωτικό και φωτογραφικό ανάγλυφο, τίποτε απολύτως δεν προδίδει το συναίσθημα που θα μπορούσε να κάνει γλαφυρό, την ώρα που τον φωτογράφησαν τον Ζαλμάν Ραμπίνοβιτς.

Rachel Ross 17

I. Ζαλμάν

Εν αρχή ην το όνομά μου  Ζαλμάν-Ισαάκ- Μωυσής Ραμπίνοβιτς του Μουνσκ.Υπήρξα ένας από τους χασίντ του Μουνσκέρ Ρεμπέ∙  μελέτησα το Ταλμούδ και τα σχόλια του Ρασί∙  νυμφεύτηκα μία γυναίκα, η οποία εγέννησε τέσσερα παιδιά, δυο αγόρια, έτσι νομίζω, και δυο κορίτσια, έτσι νομίζω.  Τώρα, πλέον, είμαι ένα τίποτα. Ζούσα στο Μουνσκ, πάντα ζούσα στο Μουνσκ, όπως ο πατέρας μου, και ο πατέρας του πριν απ’ αυτόν∙ ο προπάππος μου, αυτός, καταγόταν απ’ τη Λιθουανία ή απ’ τη Ρωσία −  αλλά τίποτα δεν είναι πέρα για πέρα σίγουρο. Κάποιοι λένε ότι ξέφυγε από ένα πογκρόμ, από χρέη, σύμφωνα μ’ άλλους, CARTES 401_001ότι ξέφυγε με μια σχεδία και ότι γύρναγε στις θάλασσες για δέκα μέρες δίχως φαί, δίχως νερό −  αλλά τίποτα δεν είναι πέρα για πέρα σίγουρο.  Ο πατέρας μου, ο παππούς μου και  ο πατέρας του πριν απ’ αυτόν, ήταν ραφτάδες, όλοι, όπως οι αδερφοί μου,  οι θείοι μου και οι αδελφοί του πατέρα μου. Όλοι οι Ραμπίνοβιτς ήταν ραφτάδες. Ήμουν ο πρώτος που έκανα σπουδές, ο πρώτος που αψήφησε τα κουρέλια για να περάσει στα  Βιβλία. Μια μέρα εγκατέλειψα τα Βιβλία. Χώθηκα βαθιά στον ξεπεσμό, όπως χωνόμαστε βαθιά σε μια γυναίκα. Μια ιδέα ήταν, ένα βράδυ του Δεκέμβρη, μόνο μια ιδέα, αλλά μια ιδέα που την ένιωθα μέσα μου παντού, κι  εντελώς χειροπιαστή, όσο και το κρύο που μου σακάτευε τα μάγουλα, κι εντελώς συγκεκριμένη, όσο και το ιλαρό φως που βγαίνει απ’ τις λάμπες πετρελαίου, μες στα σπίτια  − αλλά, όμως, θα μου πείτε, μια ιδέα ήταν, ναι, αλλά μια ιδέα γευστική, μια ιδέα που θα μπορούσαμε να κριτσανίσουμε, να μασουλήσουμε, να πάρουμε στο χέρι, να χαϊδέψουμε, να τη ζυμώσουμε! Αυτήν την ιδέα θα σας διηγηθώ. Βουλώστε, παιδιά, τ’ αυτιά σας! Κλείστε τα μάτια σας. Αυτή η ιδέα θα σας  πάρει και θα σας σηκώσει όπως πήρε και σήκωσε τα μυαλά μου στον αέρα.Να την λοιπόν:Δεν υπάρχει τίποτα.Ο Παντοδύναμος  δεν είναι καθόλου παντοδύναμος. Ο Παντοδύναμος είναι τίποτα.Δεν υπάρχει.Το Τσαδίκ έλεγε ψέματα. Οι μιτζβότ λέγανε ψέματα. Το Βιβλίο και τα Σχόλια του, όλα ήταν ψέματα. Έπεσα κατάχαμα. Και το χιόνι με σκέπασε.Δεν έδωσα καμία σημασία. Ήμουν οργισμένος.

CARTES 440_001Με μια τέτοια παρόμοια ιδέα, μια ιδέα άλλοτε καυτή κι άλλοτε παγωμένη, όλα γίνονταν πλέον δυνατά! Τίποτα πλέον δεν μπορούσε να μου ανακόψει την πορεία! Έγινα ένας χοίρος χαρωπός! Ευδαιμονία! Πήρα όλα τα χρήματα που μου ’χε αφήσει ο πατέρας μου, τα χρήματα που ’χανε μαζέψει οι αδερφοί μου και οι θείοι μου, για να μπορέσω να κάνω τις σπουδές μου και για να θρέψω τη φαμίλια μου, και τα έφαγα!… Πήγαινα από πανδοχείο σε πανδοχείο, στα περίχωρα του Μουνσκ. Γνώρισα τη μέθη, μέχρι ξερατού. Γνώρισα τις κακόφημες γυναίκες και το κορμί τους και τις αρρώστιες που κρύβανε τα μπούτια τους και, κάθε φορά που ουρούσα, οι αρρώστιες μού λιανίζανε το πέος.  Κάποτε κάποτε, ένας άλλος  χασίντ, ή ένας αδερφός ή ένας θείος έπαιρναν σβάρνα τα πανδοχεία να με ξαναβρούν, ανάμεσα σε στρατιώτες μεθυσμένους, σε χωριάτες πεσμένους σε λήθαργο μετά το φαγοπότι, σ’ ανθρώπους που ταξίδευαν. Έρχονταν, αξιοπρεπείς και ενάρετοι, και μου ’λεγαν: «Ξαναγύρνα, Ζαλμάν, ξαναγύρνα στις σπουδές σου, στη φαμίλια σου, στη γυναίκα σου». Ξεσκιζόμουνα στα γέλια, τους έκραζα, τους πασάλειβα με βρομόλογα, κι έφευγαν κλαίγοντας, κι εμένα μου άρεσε να τους βλέπω να κλαίνε. Μέσα σ’ έξι μήνες είχα ξοδέψει τα τρία τέταρτα των χρημάτων. Ήμουν έτοιμος να ξοδέψω και το τελευταίο τέταρτο μέχρι τέλους, να πιάσω  πάτο, να αγγίξω αυτήν την παντελή έκπτωση που συγχύζεται με το θάνατο… CARTES 765_001Όταν  ο Άγγελος του Παντοδύναμου ήρθε να με συναντήσει.Ο Άγγελος ήταν μεταμφιεσμένος, τα ρούχα του ήτανε αυτά των χωριατών, μα ούτε ίχνος λάσπης πάνω στα μπατζάκια του.  Στο ανάστημα ήταν ψηλότερος από μένα, τόσο ψηλός, που για να μη σκοντάψει στο ταβάνι του πανδοχείου, έπρεπε να χαμηλώσει το σβέρκο του. Τα μαλλιά του ξανθά κι όλο μπούκλες φτιάχνανε ένα φωτοστέφανο στο πρόσωπό του. Τα σκοτεινά όλο γυαλάδα μάτια του με γδύνανε οργισμένα. Στο μέτωπο είχε ένα κόκκινο σημάδι.Αυτό συνέβη σε μια ταβέρνα, όταν μπαίνουμε στο Μουνσκ. ανατολικά, ύστερα από τα χωράφια. Είχα πιει ένα ή δυο μπουκάλια βότκα, ξεράσει σε έναν ή δυο κουβάδες, και ταλαντευόμουν, με τα χέρια μου πλάκα πάνω στο τραπέζι και τα δάχτυλά μου εξαρθρωμένα, κάνοντας προσπάθεια να θυμηθώ τί, πώς, πού, γιατί. Ο Άγγελος στάθηκε απέναντί μου. Ρώτησε: «Είσαι ο Ζαλμάν Ραμπίνοβιτς;» «Έτσι με λέγανε…» Και κοίταξα τις κόρες, και είδα τα σκοτεινά βαθουλωτά του μάτια, και τα μάτια του σπινθήριζαν μία ασυνήθη ομορφιά, και κατάλαβα πως ήταν ο Άγγελος του Παντοδύναμου, γιατί το Αιώνιο τον είχε αποστείλει να μου πει: «Υπάρχω, Ζαλμάν Ραμπίνοβιτς! Ο λόγος μου είναι η Αγαθότης!».Κι ο Άγγελος του Παντοδύναμου με γράπωσε απ’ το γιακά, με ανασήκωσε απ’ την καρέκλα, πήρε το κεφάλι μου πάνω στο δικό του, και μπόρεσα να οσμιστώ  το θεϊκό του χνώτο.

CARTES 531_001Και βγήκα απ’ το πανδοχείο, και υπήρξα Οργή. Και υπήρξα Πανικός! Και στους μικρούς εβραϊκούς δρόμους του Μουνσκ, εκεί όπου δεν είναι πλέον ίσιοι, εκεί όπου τα σπίτια αρχίζουν να σκαρφαλώνουν στο λοφίσκο, ούρλιαξα εγώ: «Πογκρόμ! Πογκρόμ!», αλλά οι Εβραίοι μ’ έπαιρναν για σκνίπα και γέλαγαν μαζί μου, και τα μυξιάρικα με τα ζαχαρωτά μού βάζανε  τρικλοποδιές και οι χοντρές μέγαιρες μου πέταγαν στα μούτρα προσβολές και, μέσα απ’ τα δάκρυα μου, βρήκα το δρόμο κι έφτασα σ’ αυτό το πράγμα που ήτανε το σπίτι μου, εκεί όπου το Μουνσκ τελειώνει, πριν από το δάσος. Μπήκα. Εκεί μέσα ζούσε μια γυναίκα και τρία παιδιά. Δεν τους αναγνώρισα, αλλά ήτανε αυτοί. Και η γυναίκα ήτανε χοντρή και τα παιδιά μέσα στη βρώμα, και όλοι τους με κοίταζαν. Έπεσε μια μακριά σιωπή∙  από μακριά έφταναν κραυγές, κλαγγές. Απ’ το παράθυρο βλέπαμε, ήδη τυλιγμένη σε μαύρους καπνούς,   την πλαγιά του Μουνσκ.«Φύγετε», τους είπα, «έχουμε πογκρόμ.»«Τι κάνεις εδώ;» ρώτησε η γυναίκα.

CARTES 173_001CARTES 425_001Δεν την κοίταξα, κι ούτε κοίταξα τα τρία παιδιά που στέκανε γύρω της. Είχα στραμμένα τα μάτια προς τα κάτω και τους επανέλαβα να φύγουν. Κάποιος (μια κοριτσίστικη φωνή, έτσι νομίζω)  είπε: «Και το πογκρόμ;» Και απάντησα: «Θα τους αναχαιτίσω.» Γιατί ο Άγγελος ήταν στο πλευρό μου.  Γιατί ο Άγγελος οδηγούσε τα χέρια και το στόμα μου. Γιατί οι φτερούγες του με κάλυπταν και τα νύχια του όργωναν το κεφάλι μου μέχρι που ν’ αγγίξουν την ψυχή μου για να διαφεντέψουνε τις πράξεις μου. Δεν ήμουν σε θέση να κάνω τίποτε άλλο, μόνο να υπακούσω.Η γυναίκα και τα τρία παιδιά έφυγαν για να χαθούν, βαθιά στο δάσος. Όταν οι χωριάτες μπήκανε  στο σπίτι (στόματα άπληστα για αίμα, χοντρά γέλια, χνώτα που βρωμάγανε ποτό), εγώ τους αναχαίτισα.Κάποιοι ισχυρίζονται πως με σκοτώσανε. Εγώ όμως τον Άγγελο τον είχα στο πλευρό μου.Αυτό που μου ’καναν, δε θα μπορούσα να το εξηγήσω.Και από τότε, δεν υπάρχω πια.Τίποτε δεν υπάρχει πια, από δω και στο εξής.

Μετάφραση: Iφιγένεια Σιαφάκα

Philippe Blasband, Le livre des Rabinovitch (Το βιβλίο των Ραμπίνοβιτς)

 

Tags: , , , , ,

Philippe Blasband, Le livre des Rabinovitch (To βιβλίο των Ραμπίνοβιτς)

carnochan3=4

Είναι ένα μεγάλο δερματόδετο βιβλίο σε ανοικτό καφέ, κίτρινο σχεδόν. Η μόνη τυπωμένη ένδειξη είναι χαραγμένη, με χαρακτήρες Helvetica, στη ράχη:

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΡΑΜΠΙΝΟΒΙΤΣ

 Δεν γίνεται καμία αναφορά στο συγγραφέα ή στον τυπογράφο. Απ’ τη χαρτοδεσία, την εκτύπωση και τη βιβλιοδεσία δεν απουσιάζουν μικρολάθη. Οι φωτογραφίες που προηγούνται των κειμένων φιλοτεχνήθηκαν με τεχνική σωστή, αλλά χωρίς καμία πολυτέλεια. Κάποιες, φλου ή μερικώς καταστραμμένες, έχουν φθαρεί κατά την επεξεργασία. Tα κείμενα είναι σχετικά ευσύνοπτα, καμιά εικοσαριά σελίδες το πολύ. Κάθε κείμενο είναι γραμμένο και αντιστοιχεί σ’ ένα από τα μέλη της οικογένειας Ραμπίνοβιτς, νεκρό ή ζωντανό, αρχής γενομένης από τους

Ζαλμάν και Λέα Ραμπίνοβιτς

Μετάφραση: Iφιγένεια Σιαφάκα

 

Tags: , , , , ,

Philippe Blasband, Le livre des Rabinovitch (To βιβλίο των Ραμπίνοβιτς)

carnochan2

Oι Ραμπίνοβιτς διασχίζουν την Ιστορία και τη διηγούνται. Δεκατρείς διαφορετικές προσωπικότητες, δεκατρία πρόσωπα της ίδιας οικογένειας, δεκατρείς τρόποι για να μιλήσουμε για τη ζωή, την ευτυχία την Ιστορία και τη φρίκη της. Πέρα από το απλό πορτρέτο μίας οικογένειας Εβραίων που κατάγεται από την Πολωνία και βρίσκονται εξόριστοι στο Βέλγιο, ο Φιλίπ Μπλασμπάντ διηγείται τον 20ό αιώνα, τις μεγάλες του στιγμές και τις μικρές του λεπτομέρειες. Οι Ραμπίνοβιτς γίνονται οι άνθρωποι που γνωρίσαμε, οι φίλοι, οι δικοί μας. Και πέρα απ’ αυτό, ένα είναι γεγονός: Οι Ραμπίνοβιτς είμαστε εμείς.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου

Φωτό: Brigitte Carnochan

Μετάφραση: Iφιγένεια Σιαφάκα

 

Tags: , , , , , , ,

Philippe Blasband, Le livre des Rabinovitch

Le Livre des Rabinovitch

Auteur du média : Philippe Blasband
Langue : français
Editeur : Le Castor Astral
Année de parution : 1998
ISBN/ISSN : ISBN 2 85920 349-4

carnochan3=4Ce roman offre le portrait d’une famille juive d’origine polonaise exilée en Belgique. Chacun des treize membres raconte sa vie, mais aussi celle de la famille, dans une sorte de kaléidoscope fascinant. Il y a Zalman, le père, qui noie sa judéïté dans l’alcool, Léa, la mère, qui élève les enfants (deux filles et deux garçons) et s’enfuit vers l’ouest pour échapper aux premiers pogroms. À Bruxelles, la guerre va les séparer : les fils vivotent et errent dans le sud de la France. Les filles militent et se battent : Sarah en Palestine avec les mouvements sionistes, tandis que Rifkele, la communiste, sera déportée et mourra à Auschwitz.

carnochan2Après la guerre, la vie reprend son cours : amours, mariages, travail, enfants. Et la famille Rabinovitch s’agrandit. Une nouvelle génération, de nouveaux événements : l’expérience des kibboutz, la révolution informatique, l’homosexualité. De nouvelles douleurs, la boulimie, la folie ou encore le sida. Et le dernier né, conçu dans un hôpital psychiatrique, s’appelle Ali Rabinovitch…Des bonheurs, des souffrances, et, en filigrane, le judaïsme pas toujours facile à vivre.

La très grande originalité (et la grande ambition) de ce roman consiste à présenter 13 personnages d’une même famille, soit 13 histoires (en fait la même) racontées 13 fois de façon différente à la première personne par les protagonistes eux-mêmes, dans leur style propre : 13 vies qui s’entrecroisent, 13 voix, autant de façons de raconter l’histoire d’une famille et par là même, celle de l’Histoire du XXe siècle.

carnochan5

Philippe BLASBAND est né en 1964 à Téhéran.Monteur cinéma de formation, il écrit des scénarios (entre autres Max et Bobo) et des pièces de théâtre (dont une dizaine ont déjà été produites et deux publiées). Il les met parfois lui-même en scène.Il a également réalisé deux courts métrages.Son premier roman a reçu le Prix Rossel, la plus grande récompense littéraire de Belgique. Il est l’auteur de trois romans : De cendres et de fumées (Gallimard, 1990), L’Effet cathédrale (Gallimard, 1994), Max et Minnie (Gallimard, 1997) et d’un recueil de nouvelles, Quand j’étais sumo (Le Castor Astral, 1998).

carnochan3Στην κατηγορία “Eνύπνια ψυχίων”: μεταφραστικές απόπειρες, δημοσιεύω αποσπάσματα του βιβλίου, τα οποία μετέφρασα προς ιδίαν τέρψιν. Πρόκειται για ένα έξοχο βιβλίο, όχι μόνο για τη χρήση της γαλλικής και το περιεχόμενό του (13 μονολόγους των προσώπων μίας οικογένειας Εβραίων)  που δίνονται με μοναδική ευαισθησία και υφολογική ακρίβεια κάθε φορά, ώστε να επιτυγχάνεται  η μοναδικότητα κάθε πορτρέτου, αλλά και  διότι συνιστά ένα βιβλίο-πρότυπο για την ελικοειδή δόμηση της μυθιστορηματικής αφήγησης.  

 Κάθε ήρωας, παρέχοντας τη δική του οπτική, μέσα από την προσωπική πραγματικότητα βίωσης των γεγονότων και των οικογενειακών σχέσεων, αποτελεί συνάμα κι ένα πετραδάκι για το χτίσιμο της ιστορίας. Οι ήρωες, κατ’ αυτόν τον τρόπο γίνονται ήρωες-κεφάλαια με αρμούς που δίνουν ώθηση στην αφήγηση, εκπλήσσουν, ανατρέπουν, δημιουργούν νήματα ανάμεσα σε περιστατικά και προσωπικές αλήθειες, ώσπου να φτιαχτεί έως το τέλος η πραγματική τους ιστορία μέσα από τα όσα πράγματι συνέβησαν και όχι μέσα από αυτά που νόμισαν ή ήθελαν να συμβούν.

Πρόκειται για ένα βιβλίο το οποίο χρησιμοποιείται από καθηγητές στο μάθημα της λογοτεχνίας στα σχολεία, για να εντοπιστούν επί της πράξεως τρεις βασικές θεωρητικές αρχές :

CARNOCHAR Didn't Know the Language-Sorgerecht

O διαχωρισμός του συγγραφέα από τον ήρωα όταν χρησιμοποείται η πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Το εγώ του συγγραφέα που υπογράφει το βιβλίο δεν πρέπει να συγχέεται με το εγώ του μυθιστορηματικού ήρωα. Δεν πρόκειται δηλαδή περί μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας, εκτός και αν  αυτό δηλωθεί ως τέτοιο. Η μυθιστορηματική αυτοβιογραφία συνιστά άλλο είδος πρωτοπρόσωπης αφήγησης,  όπου αληθινά  γεγονότα της προσωπικής ζωής του συγγραφέα εμπλέκονται με τη μυθιστορία. Ο συγγραφέας όμως το κοινοποιεί στον αναγνώστη εκ των προτέρων.

Αυτό σημαίνει ότι το ύφος σε κάθε αφήγηση είναι διαφορετικό, μιλούν διαφορετικά πρόσωπα. Και κατ’ επέκτασιν το προσωπικό ύφος του συγγραφέα ακυρώνεται.

Από δομικής απόψεως, γίνεται αντιληπτό ότι τίποτε σε καμία αφήγηση δεν είναι τυχαίο. Και η πιο μικρή πληροφορία έχει νόημα ύπαρξης, συνιστά κομμάτι ενός παζλ που επανανοηματοδοτείται συνεχώς μέχρι τέλους. Ένας ικανός αναγνώστης στο τέλος της αφήγησης ένος καλού λογοτεχνικού βιβλίου θα πει « Μα… ναι, όλα εδώ ήταν εξαρχής ! »Στην Ελλάδα εκδίδονται πάρα πολύ κακά βιβλία και ένας από τους λόγους είναι ότι οι «συγγραφείς» τους δεν σέβονται τίποτε από τα παραπάνω (ένας μαθητής στο Βέλγιο τα γνωρίζει όλα αυτά) αφενός διότι είναι ατάλαντοι, αφετέρου διότι είναι αμόρφωτοι.   

Φωτό: Brigitte Carnochan 

 

Tags: , , , , ,