Η πρώτη φωτογραφία είναι καθαρή, αλλά με δυσκολίες ιδιαίτερες στην αποκρυπτογράφησή της. Την κοιτάζουμε για ώρα αρκετή αναρωτιόμαστε: Να είναι ζώο; Βράχος; Κακέκτυπο ζωγραφικής αφηρημένης; Στο κάτω μέρος της φωτογραφίας, διακρίνουμε ένα πλέγμα από καμπύλες που, καθώς φαίνεται, αλληλοδιακόπτονται χωρίς καμία λογική∙ επάνω, μια επιφάνεια ετερόκλητη από μικρούς μαιάνδρους σε μαύρο και λευκό. Τη στιγμή όπου, στην ετερόκλητη επιφάνεια, διακρίνουμε μια γούνα, και τη στιγμή όπου καταλαβαίνουμε ότι η γούνα είναι ένα καφτάνι, τότε αποκτάμε ξαφνικά συναίσθηση όλης της εικόνας. Αναρωτιόμαστε πώς μέχρι τώρα δεν είχαμε ανιχνεύσει κανένα πρόσωπο στη φωτογραφία και, στη συνέχεια, αυτήν τη μακριά λεπτή μύτη, τα βαθουλωτά μάτια τ’ ανοιχτόχρωμα και τη διακριτική γενειάδα που πλαισιώνει αυτό το στόμα με τα σαρκώδη χείλη, έκπληκτοι τα παρατηρούμε όλ’ αυτά, αφού τώρα, όπου ξεχωρίζουμε το πρόσωπο, διστάζουμε μπροστά στην έκφρασή του: να ’ναι οργισμένο, απαθές, τσιτωμένο, στοχαστικό, μετρημένο, ονειροπόλο ή ηλίθιο; Αν και κάναμε προσπάθειες να παρουσιάσουμε με λεπτομέρεια όλο το κοινότοπο, εκτυπωτικό και φωτογραφικό ανάγλυφο, τίποτε απολύτως δεν προδίδει το συναίσθημα που θα μπορούσε να κάνει γλαφυρό, την ώρα που τον φωτογράφησαν τον Ζαλμάν Ραμπίνοβιτς.

I. Ζαλμάν
Εν αρχή ην το όνομά μου Ζαλμάν-Ισαάκ- Μωυσής Ραμπίνοβιτς του Μουνσκ.Υπήρξα ένας από τους χασίντ του Μουνσκέρ Ρεμπέ∙ μελέτησα το Ταλμούδ και τα σχόλια του Ρασί∙ νυμφεύτηκα μία γυναίκα, η οποία εγέννησε τέσσερα παιδιά, δυο αγόρια, έτσι νομίζω, και δυο κορίτσια, έτσι νομίζω. Τώρα, πλέον, είμαι ένα τίποτα. Ζούσα στο Μουνσκ, πάντα ζούσα στο Μουνσκ, όπως ο πατέρας μου, και ο πατέρας του πριν απ’ αυτόν∙ ο προπάππος μου, αυτός, καταγόταν απ’ τη Λιθουανία ή απ’ τη Ρωσία − αλλά τίποτα δεν είναι πέρα για πέρα σίγουρο. Κάποιοι λένε ότι ξέφυγε από ένα πογκρόμ, από χρέη, σύμφωνα μ’ άλλους,
ότι ξέφυγε με μια σχεδία και ότι γύρναγε στις θάλασσες για δέκα μέρες δίχως φαί, δίχως νερό − αλλά τίποτα δεν είναι πέρα για πέρα σίγουρο. Ο πατέρας μου, ο παππούς μου και ο πατέρας του πριν απ’ αυτόν, ήταν ραφτάδες, όλοι, όπως οι αδερφοί μου, οι θείοι μου και οι αδελφοί του πατέρα μου. Όλοι οι Ραμπίνοβιτς ήταν ραφτάδες. Ήμουν ο πρώτος που έκανα σπουδές, ο πρώτος που αψήφησε τα κουρέλια για να περάσει στα Βιβλία. Μια μέρα εγκατέλειψα τα Βιβλία. Χώθηκα βαθιά στον ξεπεσμό, όπως χωνόμαστε βαθιά σε μια γυναίκα. Μια ιδέα ήταν, ένα βράδυ του Δεκέμβρη, μόνο μια ιδέα, αλλά μια ιδέα που την ένιωθα μέσα μου παντού, κι εντελώς χειροπιαστή, όσο και το κρύο που μου σακάτευε τα μάγουλα, κι εντελώς συγκεκριμένη, όσο και το ιλαρό φως που βγαίνει απ’ τις λάμπες πετρελαίου, μες στα σπίτια − αλλά, όμως, θα μου πείτε, μια ιδέα ήταν, ναι, αλλά μια ιδέα γευστική, μια ιδέα που θα μπορούσαμε να κριτσανίσουμε, να μασουλήσουμε, να πάρουμε στο χέρι, να χαϊδέψουμε, να τη ζυμώσουμε! Αυτήν την ιδέα θα σας διηγηθώ. Βουλώστε, παιδιά, τ’ αυτιά σας! Κλείστε τα μάτια σας. Αυτή η ιδέα θα σας πάρει και θα σας σηκώσει όπως πήρε και σήκωσε τα μυαλά μου στον αέρα.Να την λοιπόν:Δεν υπάρχει τίποτα.Ο Παντοδύναμος δεν είναι καθόλου παντοδύναμος. Ο Παντοδύναμος είναι τίποτα.Δεν υπάρχει.Το Τσαδίκ έλεγε ψέματα. Οι μιτζβότ λέγανε ψέματα. Το Βιβλίο και τα Σχόλια του, όλα ήταν ψέματα. Έπεσα κατάχαμα. Και το χιόνι με σκέπασε.Δεν έδωσα καμία σημασία. Ήμουν οργισμένος.
Με μια τέτοια παρόμοια ιδέα, μια ιδέα άλλοτε καυτή κι άλλοτε παγωμένη, όλα γίνονταν πλέον δυνατά! Τίποτα πλέον δεν μπορούσε να μου ανακόψει την πορεία! Έγινα ένας χοίρος χαρωπός! Ευδαιμονία! Πήρα όλα τα χρήματα που μου ’χε αφήσει ο πατέρας μου, τα χρήματα που ’χανε μαζέψει οι αδερφοί μου και οι θείοι μου, για να μπορέσω να κάνω τις σπουδές μου και για να θρέψω τη φαμίλια μου, και τα έφαγα!… Πήγαινα από πανδοχείο σε πανδοχείο, στα περίχωρα του Μουνσκ. Γνώρισα τη μέθη, μέχρι ξερατού. Γνώρισα τις κακόφημες γυναίκες και το κορμί τους και τις αρρώστιες που κρύβανε τα μπούτια τους και, κάθε φορά που ουρούσα, οι αρρώστιες μού λιανίζανε το πέος. Κάποτε κάποτε, ένας άλλος χασίντ, ή ένας αδερφός ή ένας θείος έπαιρναν σβάρνα τα πανδοχεία να με ξαναβρούν, ανάμεσα σε στρατιώτες μεθυσμένους, σε χωριάτες πεσμένους σε λήθαργο μετά το φαγοπότι, σ’ ανθρώπους που ταξίδευαν. Έρχονταν, αξιοπρεπείς και ενάρετοι, και μου ’λεγαν: «Ξαναγύρνα, Ζαλμάν, ξαναγύρνα στις σπουδές σου, στη φαμίλια σου, στη γυναίκα σου». Ξεσκιζόμουνα στα γέλια, τους έκραζα, τους πασάλειβα με βρομόλογα, κι έφευγαν κλαίγοντας, κι εμένα μου άρεσε να τους βλέπω να κλαίνε. Μέσα σ’ έξι μήνες είχα ξοδέψει τα τρία τέταρτα των χρημάτων. Ήμουν έτοιμος να ξοδέψω και το τελευταίο τέταρτο μέχρι τέλους, να πιάσω πάτο, να αγγίξω αυτήν την παντελή έκπτωση που συγχύζεται με το θάνατο…
Όταν ο Άγγελος του Παντοδύναμου ήρθε να με συναντήσει.Ο Άγγελος ήταν μεταμφιεσμένος, τα ρούχα του ήτανε αυτά των χωριατών, μα ούτε ίχνος λάσπης πάνω στα μπατζάκια του. Στο ανάστημα ήταν ψηλότερος από μένα, τόσο ψηλός, που για να μη σκοντάψει στο ταβάνι του πανδοχείου, έπρεπε να χαμηλώσει το σβέρκο του. Τα μαλλιά του ξανθά κι όλο μπούκλες φτιάχνανε ένα φωτοστέφανο στο πρόσωπό του. Τα σκοτεινά όλο γυαλάδα μάτια του με γδύνανε οργισμένα. Στο μέτωπο είχε ένα κόκκινο σημάδι.Αυτό συνέβη σε μια ταβέρνα, όταν μπαίνουμε στο Μουνσκ. ανατολικά, ύστερα από τα χωράφια. Είχα πιει ένα ή δυο μπουκάλια βότκα, ξεράσει σε έναν ή δυο κουβάδες, και ταλαντευόμουν, με τα χέρια μου πλάκα πάνω στο τραπέζι και τα δάχτυλά μου εξαρθρωμένα, κάνοντας προσπάθεια να θυμηθώ τί, πώς, πού, γιατί. Ο Άγγελος στάθηκε απέναντί μου. Ρώτησε: «Είσαι ο Ζαλμάν Ραμπίνοβιτς;» «Έτσι με λέγανε…» Και κοίταξα τις κόρες, και είδα τα σκοτεινά βαθουλωτά του μάτια, και τα μάτια του σπινθήριζαν μία ασυνήθη ομορφιά, και κατάλαβα πως ήταν ο Άγγελος του Παντοδύναμου, γιατί το Αιώνιο τον είχε αποστείλει να μου πει: «Υπάρχω, Ζαλμάν Ραμπίνοβιτς! Ο λόγος μου είναι η Αγαθότης!».Κι ο Άγγελος του Παντοδύναμου με γράπωσε απ’ το γιακά, με ανασήκωσε απ’ την καρέκλα, πήρε το κεφάλι μου πάνω στο δικό του, και μπόρεσα να οσμιστώ το θεϊκό του χνώτο.
Και βγήκα απ’ το πανδοχείο, και υπήρξα Οργή. Και υπήρξα Πανικός! Και στους μικρούς εβραϊκούς δρόμους του Μουνσκ, εκεί όπου δεν είναι πλέον ίσιοι, εκεί όπου τα σπίτια αρχίζουν να σκαρφαλώνουν στο λοφίσκο, ούρλιαξα εγώ: «Πογκρόμ! Πογκρόμ!», αλλά οι Εβραίοι μ’ έπαιρναν για σκνίπα και γέλαγαν μαζί μου, και τα μυξιάρικα με τα ζαχαρωτά μού βάζανε τρικλοποδιές και οι χοντρές μέγαιρες μου πέταγαν στα μούτρα προσβολές και, μέσα απ’ τα δάκρυα μου, βρήκα το δρόμο κι έφτασα σ’ αυτό το πράγμα που ήτανε το σπίτι μου, εκεί όπου το Μουνσκ τελειώνει, πριν από το δάσος. Μπήκα. Εκεί μέσα ζούσε μια γυναίκα και τρία παιδιά. Δεν τους αναγνώρισα, αλλά ήτανε αυτοί. Και η γυναίκα ήτανε χοντρή και τα παιδιά μέσα στη βρώμα, και όλοι τους με κοίταζαν. Έπεσε μια μακριά σιωπή∙ από μακριά έφταναν κραυγές, κλαγγές. Απ’ το παράθυρο βλέπαμε, ήδη τυλιγμένη σε μαύρους καπνούς, την πλαγιά του Μουνσκ.«Φύγετε», τους είπα, «έχουμε πογκρόμ.»«Τι κάνεις εδώ;» ρώτησε η γυναίκα.

Δεν την κοίταξα, κι ούτε κοίταξα τα τρία παιδιά που στέκανε γύρω της. Είχα στραμμένα τα μάτια προς τα κάτω και τους επανέλαβα να φύγουν. Κάποιος (μια κοριτσίστικη φωνή, έτσι νομίζω) είπε: «Και το πογκρόμ;» Και απάντησα: «Θα τους αναχαιτίσω.» Γιατί ο Άγγελος ήταν στο πλευρό μου. Γιατί ο Άγγελος οδηγούσε τα χέρια και το στόμα μου. Γιατί οι φτερούγες του με κάλυπταν και τα νύχια του όργωναν το κεφάλι μου μέχρι που ν’ αγγίξουν την ψυχή μου για να διαφεντέψουνε τις πράξεις μου. Δεν ήμουν σε θέση να κάνω τίποτε άλλο, μόνο να υπακούσω.Η γυναίκα και τα τρία παιδιά έφυγαν για να χαθούν, βαθιά στο δάσος. Όταν οι χωριάτες μπήκανε στο σπίτι (στόματα άπληστα για αίμα, χοντρά γέλια, χνώτα που βρωμάγανε ποτό), εγώ τους αναχαίτισα.Κάποιοι ισχυρίζονται πως με σκοτώσανε. Εγώ όμως τον Άγγελο τον είχα στο πλευρό μου.Αυτό που μου ’καναν, δε θα μπορούσα να το εξηγήσω.Και από τότε, δεν υπάρχω πια.Τίποτε δεν υπάρχει πια, από δω και στο εξής.
Μετάφραση: Iφιγένεια Σιαφάκα