RSS

Category Archives: Σκέψεις περί Αισθητικής και Λογοτεχνίας

Χούλιο Κορτάσαρ, Μαθήματα λογοτεχνίας, «Το ρεαλιστικό διήγημα»

.

To πέρασμα από το φανταστικό στο ρεαλισμό δεν είναι τόσο εύκολο όσο φαίνεται, από τη στιγμή που κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς είναι η πραγματικότητα. Όλοι μας, φυσικά, έχουμε μια πραγματιστική ιδέα για την πραγματικότητα· απ’ την άλλη, όμως, η φιλοσοφία εξακολουθεί να ασχολείται με το πρόβλημα της πραγματικότητας. Ακόμα κι αυτή τη στιγμή που μιλάμε, φιλόσοφοι εξακολουθούν να ασχολούνται με αυτό το πρόβλημα, γιατί είτε δεν υπάρχουν λύσεις, είτε όσες υπάρχουν είναι αφελείς. Δεχόμαστε αυτό που μας δείχνουν οι αισθήσεις μας, παρά το γεγονός ότι ακόμη και ένα στοιχειώδες τεστ μπορεί να μας αποδείξει ότι οι αισθήσεις μας σφάλλουν πολύ εύκολα. Όλοι μπορούν να κάνουν πενήντα πολύ απλά τρικ για ν’ αποδείξουν πως η όσφρηση, η όραση και ό,τι άλλο μας επιτρέπει να επικοινωνήσουμε με τον έξω κόσμο, σφάλλουν με μεγάλη ευκολία· εντούτοις, με δεδομένο το ότι πρέπει να ζήσουμε και το ότι δεν μπορούμε να παραμείνουμε σε μια θεωρητική προβληματική, καταλήγουμε να δεχόμαστε την πραγματικότητα όπως μας δίδεται. Ωστόσο, η έννοια της πραγματικότητας είναι εξαιρετικά διαπερατή, αναλόγως των περιστάσεων και της οπτικής που υιοθετούμε. Επομένως, δεν είναι και τόσο εύκολο να περάσω απευθείας απ’ το φανταστικό σ’ αυτό που αποκαλείται ρεαλιστικό· υπάρχουν πολλές ενδιάμεσες ζώνες, που δεν μπορώ να τις αποσιωπήσω. Σε λίγο θα μιλήσω για αμιγώς ρεαλιστικά διηγήματα, αλλά όπως το «Αποκάλυψη του Σολεντινάμε» είναι ένα διήγημα το οποίο κινείται μεταξύ των δύο κόσμων που μπορούμε να τους αποκαλέσουμε ρεαλιστικό και φανταστικό, έτσι και στη λογοτεχνία υπάρχουν και άλλες μορφές ρεαλισμού: γίνεται λόγος για τον μαγικό ρεαλισμό, απαράμιλλος μετρ του οποίου για τη Λατινική Αμερική είναι ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες· επίσης έχει γίνει λόγος και για θαυμαστό ρεαλισμό, ως παραλλαγή του μαγικού.

Όσο αναλογιζόμουν αυτά τα προβλήματα, σκέφτηκα πως θα μπορούσε κανείς να μιλήσει και για συμβολικό ρεαλισμό στη λογοτεχνία. Ως κείμενο συμβολικού ρεαλισμού εννοώ ένα διήγημα –μπορεί να είναι και μυθιστόρημα–, το θέμα και την πλοκή του οποίου οι αναγνώστες μπορεί να δεχτούν ως απολύτως ρεαλιστικά, εφόσον δεν συνειδητοποιούν πως κάτω απ’ αυτή την αυστηρά ρεαλιστική επιφάνεια κάτι άλλο βρίσκεται κρυμμένο, κάτι που επίσης είναι πραγματικότητα, ακόμα πιο πολύ πραγματικότητα, μια πραγματικότητα πολύ πιο βαθιά και πολύ πιο δύσκολο να τη συλλάβουμε. Η λογοτεχνία έχει την ικανότητα να δημιουργεί κείμενα που να μας προσφέρουν μια τελείως ρεαλιστική πρώτη ανάγνωση, και μετά μια δεύτερη ανάγνωση, όπου θα διαφανεί ότι αυτός ο ρεαλισμός κρύβει στο βάθος του κάτι άλλο. Το καλύτερο που μπορώ να κάνω εν προκειμένω είναι να δώσω αμέσως ένα παράδειγμα, να προσπεράσω την καθαρή θεωρία. Για μένα ο αδιαμφισβήτητος μετρ, στον αιώνα μας, αυτού του είδους που το ονομάζω συμβολικό ρεαλισμό είναι ο Φραντς Κάφκα. […] Υποθέτω ότι όλοι έχετε διαβάσει τη Δίκη […] Συμβαίνει αρκετά συχνά στη ζωή, στη διάρκεια μιας αστυνομικής έρευνα για φόνους ή οποιουδήποτε είδους εγκληματική βία, κάποιοι ύποπτοι, ψυχολογικά ευάλωτοι, να περνάνε τραυματικές καταστάσεις όπου δεν τους χτυπάνε, δεν υπάρχει βία, αλλά απλώς τους οδηγούν βήμα βήμα  μέχρι να ομολογήσουν το έγκλημα για το οποίο τους υποπτεύονται, αλλά δεν έχουν αποδείξεις […] Μιλάμε για τους αθώους που εξαιτίας της ψυχολογικής πίεσης η οποία τους ασκήθηκε στη διάρκεια ατέλειωτων ανακρίσεων και της αργής συγκέντρωσης στοιχείων, καταλήγουν να παραδεχτούν πως έκαναν κάτι για το οποίο αρχικά δήλωναν αθώοι. Αυτό είναι κατά βάθος το θέμα του μυθιστορήματος του Κάφκα και δεν έχει τίποτα εξωφρενικό.

Χούλιο Κορτάσαρ, Μαθήματα λογοτεχνίας, «Το ρεαλιστικό διήγημα», σελ 143-146 (αποσπασματικά), μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Όπερα, 2021

Artwork: Agnes Buloche

 

Νίκος Παναγιωτόπουλος, Η αγάπη για την ανάγνωση

Mε δυο λόγια, το λογοτεχνικό έργο για τους αναγνώστες των «λαϊκών τάξεων» φαίνεται πλήρως αιτιολογημένο, ανεξάρτητα από την τελειότητα με την οποία πληροί την παραστατική λειτουργία του, μόνο αν το αναπαριστώμενο αντικείμενο αξίζει να παρασταθεί, αν η παραστατική λειτουργία υποτάσσεται σε μια υψηλότερη λειτουργία, όπως λ.χ. να εξυμνήσει μια πραγματικότητα άξια να λατρευτεί. Όταν οι πλέον στερημένοι ειδικής λογοτεχνικής ικανότητας έρχονται αντιμέτωποι με τα νόμιμα λογοτεχνικά έργα, τους εφαρμόζουν τα σχήματα του ήθους, τα ίδια σχήματα που δομούν τη συνηθισμένη, καθημερινή αντίληψή τους για την καθημερινή, συνηθισμένη ύπαρξη, και τα οποία, δημιουργώντας επιλογές και πρακτικές μιας αθέλητης και ασύνειδης συστηματικότητας, αντίκεινται στις πληρέστερα ή ελλιπέστερα διασαφηνισμένες αρχές μια λόγιας ή καθαρά «σχολικής», κατά βάση, αισθητικής. Το αποτέλεσμα είναι μια συστηματική «αναγωγή» των πραγμάτων της λογοτεχνικής τέχνης στα πράγματα της ζωής, μια τοποθέτηση σε παρένθεση της μορφής προς όφελος του «ανθρώπινου» περιεχομένου, κατεξοχήν βαρβαρισμός, αισθητική ανομία από τη σκοπιά της καθαρής λόγιας αισθητικής. Όλα συμβαίνουν σαν όταν η προσοχή να εστιάζει στη μορφή να εξουδετερώνει παντός είδους συναισθηματικό ή ηθικοπρακτικό ενδιαφέρον για το αντικείμενο της λογοτεχνικής παράστασης, κάθε εμπλοκή με το ίδιο «θέμα» του έργου. Αυτό είναι το θεμέλιο του «βάρβαρου γούστου» στο οποίο αναφέρονται πάντα αρνητικά οι πλέον αντιθετικές μορφές της κυρίαρχης αισθητικής, και το οποίο δεν αναγνωρίζει παρά μόνο τη ρεαλιστική, δηλαδή τη σεβαστική, σεμνή, ευπειθή παράσταση αντικειμένων προσδιορισμένων από την ομορφιά τους, από την κοινωνική τους βαρύτητα, τη χρησιμότητα ή την αναγκαιότητά τους. Κοντολογίς, η πραγματιστική και λειτουργική «αισθητική» των «λαϊκών τάξεων» που, όπως διαπιστώσαμε αλλού, απορρίπτει το ανώφελο και ματαιολογία των μορφικών ασκήσεων, κάθε είδους «τέχνη για την τέχνη», αποτελεί δομική διάσταση μιας διάθεσης με τον κόσμο, μιας έξης,  που θεμελιώνεται, σε μια ολόκληρη οικονομία της ανάγκης, με τη διπλή έννοια της λέξης: πρόκειται για την προσαρμογή στις αντικειμενικές προοπτικές του κόσμου που είναι εγγεγραμμένη στο σύστημα διαθέσεων των μελών των λαϊκών τάξεων που είναι στη ρίζα όλων των εκπληκτικών ρεαλιστικών επιλογών του αναγκαίου, οι οποίες, θεμελιωμένες στην παραίτηση από ούτως ή άλλως απρόσιτα συμβολικά οφέλη, περιστέλλουν όλες τις πρακτικές στην τεχνική τους λειτουργία και σε μια τέχνη του ζην που αποκλείει σαν «τρέλες» όλες τις καθεαυτό αισθητικές προθέσεις, και αυτές βιωμένες ως ακατανόητες και ιδωμένες ως περιττές και ανώφελες.

Νίκος Παναγιωτόπουλος, Η αγάπη για την ανάγνωση, σελ. 32 και 34, εκδόσεις Καρδαμίτσα, 2022

 

Χούλιο Κορτάσαρ, Μαθήματα λογοτεχνίας, «Κουτσό, Βιβλίο του Μανουέλ, Ο Φαντομάς εναντίον των πολυεθνικών βρικολάκων»

.

Όταν κάνεις μια επανάσταση, την κάνεις σε όλα τα επίπεδα· κι αφού μιλάμε για τα τρία επίπεδα ενός μυθιστορήματος, ναι, πρέπει να την κάνεις στην εξωτερική πραγματικότητα· ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να την κάνεις και στην πνευματική δομή των ανθρώπων που θα ζήσουν αυτή την επανάσταση και θα δρέψουν τους καρπούς της. Αν δεν προσέξουμε, η γλώσσα μπορεί να εξελιχθεί σε ένα απ’ τα χειρότερα κελιά που μας περιμένουν. Μέχρι κάποιου σημείου, μπορεί να παραμείνουμε αιχμάλωτοι των απόψεών μας, επειδή οι σκέψεις μας εκφράζονται με περιορισμό και περιοριστικό τρόπο, έναν τρόπο κάθε άλλο παρά ελεύθερο, αφού πρέπει να διαταχθούν υπακούοντας σ’ ένα συντακτικό, έναν τρόπο που τον κληρονομούμε κι εμείς, ακόμα κι αν αργότερα μπορεί ν’ αλλάξουμε τους τύπους.

Κατά τη γνώμη μου, ένα από τα εξοχότερα παραδείγματα είναι η Σοβιετική Επανάσταση. Στις αρχές της εμφανίζεται ένας ποιητής, ο Μαγιακόφσκι, ο οποίος διαλύει τη γλώσσα της ποίησης και της πρόζας, και δημιουργεί μια νέα γλώσσα, κάτι που δεν είναι εύκολο, δεν είναι αμέσως ευκολονόητο και περιέχει εικόνες δύσκολες και ιλιγγιώδεις, αλλά μέλλει ν’ αποδειχθεί πως ο λαός του τον καταλαβαίνει και τον αγαπά – ο Μαγιακόφσκι ήταν ο πιο αγαπημένος ποιητής στην πρώτη φάση της Σοβιετικής Επανάστασης. Με τον καιρό, αρχίζει να εμφανίζεται αργά αργά μια εμπλοκή στο θέμα της γλώσσας· δεν παρουσιάζεται κανένας άλλος Μαγιακόφσκι και εκδίδεται μια ποίηση που μπορεί μεν να είναι όσο θέλετε επαναστατική, αλλά εκφράζεται και πάλι σε μια γλώσσα συμβατική, γεμάτη κοινοτοπίες, που δεν έχει πια εκείνη την εκρηκτικότητα, εκείνο το χαστούκισμα κατάμουτρα, που ήταν το πρώτο μήνυμα του Μαγιακόφσκι (το αναφέρω σαν παράδειγμα-κλειδί, αλλά μπορεί να ισχύσει σε κάθε δράση που μεταμορφώνει την πραγματικότητα).

Χούλιο Κορτάσαρ, Μαθήματα λογοτεχνίας, «Κουτσό, Βιβλίο του Μανουέλ, Ο Φαντομάς εναντίον των πολυεθνικών βρικολάκων», σελ 264-265, μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Όπερα, 2021

 

Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου, Το ελληνικό διήγημα του 20ού αιώνα, Προσεγγίσεις, Έξι διηγήματα ασκούν κριτική σε διηγηματογράφους της γενιάς του ’30

Τι σημαίνει γίνεσαι γυναίκα;

H εξέλιξη της θεωρίας οδήγησε στην υπόθεση ότι η διάκριση μεταξύ του βιολογικού και του κοινωνικού φύλου δεν είναι πλέον λειτουργική, αφού οι διαφορές που αποτυπώνονται στα σώματα,«είναι κοινωνικά ανόητες μέχρις ότου οι κοινωνικές πρακτικές τις μετατρέψουν σε κοινωνική πραγματικότητα» (Connell, 2006). Ωστόσο, η σεξουαλική διαφορά «άνδρα» – «γυναίκας» είναι απλώς δύο αντικειμενικές θέσεις που οι άνθρωποι ερμηνεύουν μέσω μιας επαναλαμβανόμενης ερμηνείας περί κοινωνικής κατασκευής ή πρόκειται πραγματικά για μια σεξουαλική διαφορά κατά τη λακανική έννοια.

Προσεγγίζοντας τη δεκαετία του ’80 γίνεται αντιληπτό ότι η έμφυλη κριτική του δεύτερου κύματος, εμφανώς εστιασμένη στη διαφορά που οδηγεί στη δημιουργία των ταυτοτήτων, δεν επαρκεί για να αναλυθούν οι έμφυλες ανισότητες που επικράτησαν στη δυτική σκέψη. Γενικότερα, ο προσδιορισμός της ταυτότητας ως «νοητικής κατασκευής που διαμορφώνεται μέσα από μακρόχρονες και πολύπλοκες ιστορικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές διαδικασίες»,[1] βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο των διαφόρων θεωρητικών αναζητήσεων που θέτουν ερωτήματα αναφορικά με τη φύση, τη μορφή και τις διαδικασίες διαμόρφωσής της. Παρόλα αυτά, ένα είναι βέβαιο: ότι η ταυτότητα εμπεριέχει την ύπαρξη του Άλλου, δηλαδή τη διαφορετικότητα.

Όπως τονίζει η Diana Fuss (1989), παρόλο που στη δυτική επιστημονική σκέψη η έννοια της ταυτότητας έχει ταυτιστεί κατά κάποιον τρόπο με την έννοια της ουσίας, ωστόσο αυτές δεν αποτελούν ταυτόσημες έννοιες. Χαρακτηριστικά σημειώνει σε μελέτη του ο Κ. Βρύζας: «Η ταυτότητα είναι μια λέξη αμφίσημη. Από τη μια μεριά, σημαίνει την απόλυτη ομοιότητα ή ισότητα ανάμεσα σε άτομα, ομάδες, απόψεις, πράγματα ή σύμβολα, τα οποία ταυτίζονται το ένα με το άλλο αντίστοιχα. Από την άλλη μεριά, αντίθετα, υποδηλώνει το σύνολο των χαρακτηριστικών που διαφοροποιούν κάποιον ή κάτι από κάτι άλλο. Και ανάμεσα υπάρχει μια αμφιβολία: ταυτότητα σημαίνει αυτό που κάποιος ισχυρίζεται πως είναι. Στην πραγματικότητα όμως, οι ορισμοί των ταυτοτήτων ανήκουν στη δικαιοδοσία εκείνων που ορίζουν, με όλες τις σημασίες της λέξης, δηλαδή σ’ αυτούς που οριοθετούν, διαμορφώνουν και εξουσιάζουν. Και τούτο, γιατί η επαλήθευση των ισχυρισμών για την ταυτότητα εξαρτάται μάλλον από τη δύναμη που έχει ο ισχυριζόμενος να επιβάλλει την άποψή του παρά από το δίκιο του» ( Βρύζας, 1997, σ. 69). Αυτό που προέχει για τους διανοητές της φεμινιστικής θεωρίας είναι όχι να καθοριστεί η ταυτότητα εντός της μεταφυσικής της ουσίας, αλλά να εντοπιστεί και να οριστεί θεωρητικά εντός της ταυτότητας.

Στο δίλημμα ταυτότητα ή διαφορά, η μεταδομιστική θεωρία αντιπαραβάλλει την προβληματική της ταυτότητας ως διαφοράς. Η ταυτότητα εμπερικλείει το φα(ντα)σματικό της άλλο, τη μη ταυτότητα που περικλείει ή αποκηρύσσεται, προκειμένου να καταστεί εφικτή η συγκρότηση του εαυτού (Αθανασίου, 2005). Πώς κατασκευάζονται οι ταυτότητες; Είναι η ερμηνευτική γλώσσα που αναλαμβάνει να οργανώσει τα νοήματα και να ερμηνεύσει τις λειτουργίες και, τελικώς, να επιβάλει, μέσω της υπονόμευσης, τις διάφορες κατηγορίες, ή μήπως η γλώσσα που εκλαμβάνει ως θέσφατο ό,τι κληρονόμησε και απλώς το διαπιστώνει; Στην παρούσα φάση, προκύπτει η αντίθεση μεταξύ επιτελεστικής ή διαπιστωτικής γλώσσας. Μια αντίθεση που καταλήγει σε «απορία»[2] (aporia), που θυμίζει το γνωστό ερώτημα περί της γένεσης της κότας ή του αυγού. (Culler, 2000).

Επιτελεστική ή διαπιστωτική γλώσσα λοιπόν, και η φεμινιστική κριτική σκέψη προχωρά στη διαπίστωση ότι η πράξη της δήλωσης ή της περιγραφής είναι στην πραγματικότητα επιτελεστική (Culler, 2013). Αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι ότι τελικά η περιγραφή και η ερμηνεία, ακόμα και η συζήτηση που, μέσω της υπονόμευσης της διαπίστωσης, οδηγεί σε μια νέα διαπίστωση.Ομοίως, και η μεταμαρξιστική θεώρηση θεωρεί τον λόγο εργαλείο για τη διαμόρφωση ταυτοτήτων, κοινωνικών στερεοτύπων με πολιτικό αντίκτυπο. Είναι φανερό πως ο Λόγος παραμένει ένα χρήσιμο εργαλείο για τη μετάδοση διαμορφωτικών ιδεών.  Κατά τον Horkheimer,  η ενότητα της ζωής υπήρξε περισσότερο κοινωνική παρά φυσική, «ο λόγος έχει εκφυλισθεί…» υποστηρίζει, γιατί «ήταν η ιδεολογική προβολή μιας ψευδούς οικουμενικότητας…», που καλλιεργήθηκε μέσω του Εργαλειακού Λόγου.[3]

.

.

Υπό το κράτος παρόμοιων θεωρήσεων και αμφισβητήσεων αναδύεται μια «επιτελεστική Θεωρία του Φύλου και της Σεξουαλικότητας» στο πλαίσιο της φεμινιστικής θεωρίας και των ομοφυλοφιλικών και λεσβιακών σπουδών. Βασική φιγούρα αυτής της θεώρησης είναι η Αμερικανίδα φιλόσοφος Judith Butler, τα βιβλία της οποίας άσκησαν σπουδαία επιρροή στον τομέα των λογοτεχνικών και πολιτισμικών σπουδών (Gender: Ο φεμινισμός και η υπονόμευση της ταυτότητας -1990, Φορείς του Matter -1993, και Excitable Speech: Μια πολιτική της ομιλίας Act -1997). Η υπόθεση της κοινωνικής κατασκευής του φύλου απασχόλησε ιδιαίτερα τη Butler, η οποία υποστήριξε ότι στις ετεροκανονιστικές συμβάσεις, όπου κυριαρχεί ο δυτικός λόγος, τα φύλα «επιβάλλεται» να παραμένουν δύο (Butler, 2009 [1990], σ. 31). Στόχος αυτής της συντηρητικής θέσης, κατά τη Butler, είναι να προκύψει η εναντίωση, υπό τη μορφή κινημάτων, όπως το φεμινιστικό κίνημα, με αίτημα ή να τις εξισώσει με το «άλλο» φύλο ή να τις εντάξει πολιτικά.

H Butler, μέσω της επιτελεστικής θεωρίας, επιχειρεί να ξεκαθαρίσει ότι τόσο το βιολογικό όσο και το κοινωνικό φύλο, στην πραγματικότητα, δεν υφίστανται παρά μόνο σαν κοινωνικές κατασκευές, οι οποίες μέσω επαναλαμβανόμενων πρακτικών μίμησης δημιουργούν μια «επίφαση μιας ουσίας» (Butler, 2009).  Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο λόγος είναι αυτός που δημιούργησε τη διπολική έννοια του φύλου, και επομένως αμφισβητεί την ύπαρξή της σε προ-λογοθετικό επίπεδο. Υιοθετώντας, κατά μια έννοια, την άποψη του Φουκώ για τη σεξουαλικότητα, αποφασίζει να διαχειριστεί τα ίδια μέσα, να διαχειριστεί τον ίδιο λόγο που καταπίεσε τη σεξουαλικότητα εξ αρχής γενομένης της διπολικότητας. Η παρώδηση της έννοιας της διαφοράς είναι η φεμινιστική πρόταση της Butler, η οποία επιλέγει να αντισταθεί στον δυτικό μύθο της Νεωτερικότητας παροτρύνοντας τις φεμινίστριες να αντιδράσουν απέναντι στην εξουσία του ίδιου του λόγου.Η ίδια χαρακτηριστικά αναφέρει: «Πράγματι, ο κατακερματισμός μέσα στον ίδιο τον φεμινισμό αλλά και η παράδοξη αντιπολίτευση του από “γυναίκες” που ο φεμινισμός ισχυρίζεται ότι αντιπροσωπεύει, συνιστούν τα βασικά θέματα που διαπραγματεύονται το Φύλο, το Γένος, καθώς και τα επιθυμητά όρια της πολιτικής των ταυτοτήτων. Η πρόταση ότι ο φεμινισμός μπορεί να επιδιώξει ευρύτερα την αντιπροσώπευση για ένα αντικείμενο που κατασκευάζεται έχει την ειρωνική συνέπεια ότι οι φεμινιστικοί στόχοι κινδυνεύουν να αποτύχουν αρνούμενοι να λάβουν υπόψη τους συστατικές εξουσίες των δικών τους παραστατικών ισχυρισμών»  (Butler, 2009).

.

.

Συνεπώς, το να γίνεσαι γυναίκα σημαίνει ότι ενδύεσαι έναν ρόλο μέσω επαναλαμβανόμενων πράξεων, οι οποίες  εξαρτώνται από κοινωνικές συμβάσεις και συνήθεις πρακτικές και κανονιστικά πρότυπα. Κατά τον ίδιο τρόπο, επιτελεστικά,  ορίζεται και η λεσβιακή ή αδερφίστικη ταυτότητα, μέσω της οποίας κληρονομείται, και η ταπείνωση ως επακόλουθο και ως άμυνα στην αντίστοιχη προσφώνηση (Butler, 2009). Το περιθώριο –ό,τι έχει χαρακτηριστεί ως διεστραμμένο ή ανώμαλο– αποτέλεσε την αφόρμηση για την αποδόμηση κοινωνικών συμβάσεων που καθορίζουν τον ρόλο της γυναίκας και για τη δημιουργία των σύγχρονων θεωρητικών κινημάτων, μέρος των οποίων υπήρξε και η φεμινιστική θεωρία. Στόχος όλων των παραπάνω θεωρήσεων υπήρξε η πολιτισμική κατασκευή του κέντρου: της ετερόφυλης φυσιολογικότητας (Culler, 2013 σ.183). […]

Artwork: Alan Mc Donald

Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου, Το ελληνικό διήγημα του 20ού αιώνα, Προσεγγίσεις, Έξι διηγήματα ασκούν κριτική σε διηγηματογράφους της γενιάς του ’30, Εκδόσεις Κομνηνός, Αθήνα 2022

.


[1] «Εμείς» και οι «άλλοι» αναφορά στις τάσεις και τα σύμβολα, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Χρ. Κωνσταντοπούλου – Λ. Μαράτου-Αλιπράντη – Δ. Γερμανός – Θ. Οικονόμου (επιμ.), εκδ. τυπωθήτω Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα 2000, σ. 33. 

[2] «Απορία» είναι μια αναποφάσιστη αμφιταλάντευση μεταξύ επιτελεστικής και διαπιστωτικής γλώσσας η οποία καταλήγει σε αδιέξοδο. (Culler, 2000)

[3] Η ανάγκη κατά τη μαρξιστική και μεταμαρξιστική θεώρηση, βλ. Σχολή της Φραγκφούρτης, στην οποία ανήκει και ο ίδιος ο Horkheimer, της διαδικασίας της εκβιομηχάνισης, στην μετά τον Διαφωτισμό εποχή, είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο της ατομικότητας. Μετά την αποτυχημένη διάσωση του «Εγώ» το σώμα καταλήγει να «μονάχα σε μια αμφίβολη ταυτότητα». (Horkheimer Max, Το τέλος του Λόγου, μετ. Στέφανου Ροζάνη, εκδ. Έρασμος, Αθήνα 2005,σ. 35.)

 

Sigmund Freud, Ο ποιητής και η φαντασίωση

.

Θα θυμάστε πως είπαμε ότι ο ονειροπόλος αποκρύπτει εντελώς τις φαντασιώσεις του από τους άλλους, διότι διαισθάνεται ότι έχει λόγους να ντρέπεται γι’ αυτές. Θα προσθέσω εδώ ότι, ακόμη κι αν μας τις κοινοποιούσε, η αποκάλυψή τους δεν θα μας προξενούσε καμία ηδονή. Όταν μαθαίνουμε τέτοιες φαντασιώσεις νιώθουμε απέχθεια ή, το πολύ-πολύ, παραμένουμε απέναντί τους παγεροί. Όταν όμως ο ποιητής μας παρουσιάζει τα έργα του ή μας αφηγείται όσα εμείς τείνουμε να ερμηνεύσουμε ως προσωπικές του ονειροπολήσεις, αισθανόμαστε μεγάλη ηδονή, πιθανότατα ποικίλης προελεύσεως. Το επίτευγμα αυτό είναι το πιο κρυφό του μυστικό. Η αυθεντική ars poetica συνίσταται στην τεχνική υπέρβασης της απέχθειας, η οποία σχετίζεται ασφαλώς με τους φραγμούς που υψώνονται ανάμεσα σε κάθε μεμονωμένο Εγώ και τους άλλους. Δύο ειδών μέσα μπορεί να φανταστεί κανείς: ο ποιητής απαλύνει τον χαρακτήρα της εγωιστικής ονειροπόλησης με τροποποιήσεις και συγκαλύψεις, και μας εξαγοράζει με ένα καθαρά μορφολογικό, δηλαδή αισθητικό, κέρδος ηδονής, που προσφέρει με την παρουσίαση των φαντασιώσεών του. Αυτό το κέρδος ηδονής, που μας προσφέρεται προκειμένου να καταστεί δυνατή η αποδέσμευση μεγαλύτερης ηδονής από βαθύτερες ψυχικές πηγές, το ονομάζουμε δελεαστική πριμοδότηση ή προηδονή. Έχω τη γνώμη μου ότι η αισθητικής φύσεως ηδονή που μας παρέχει ο ποιητής έχει πάντα τον χαρακτήρα μιας τέτοιας προηδονής και ότι η πραγματική απόλαυση του ποιητικού έργου προέρχεται από την απελευθέρωση ψυχικών μας εντάσεων. Μάλιστα, σε αυτό συμβάλλει ενδεχομένως αρκετά και το γεγονός ότι ο ποιητής μάς μεταθέτει σε μια κατάσταση που μας επιτρέπει να απολαμβάνουμε πλέον τις δικές μας φαντασιώσεις χωρίς ενοχή και χωρίς ντροπή. Εδώ βρισκόμαστε στο κατώφλι νέων ερευνών, που είναι ταυτόχρονα ενδιαφέρουσες και πολύπλοκες. Όμως, τουλάχιστον για την ώρα, φτάσαμε στο τέλος της ανάλυσής μας.

[Το κείμενο του Freud γράφηκε το 1907]

Sigmund Freud, Ο ποιητής και η φαντασίωση, σελ. 24-25, μτφρ.: Γιώργος Σαγκριώτης, εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2011.

 

Roger Eliot Fry, Ο καλλιτέχνης και η ψυχανάλυση

.

Το παράθεμα του δρ. Φρόυντ μάς παρουσιάζει την εικόνα ενός λαμπρού, επιτυχημένου και ουσιαστικά μη καθαρού καλλιτέχνη – δεν χρειάζεται να διευκρινίσω ότι οι λέξεις καθαρός και μη καθαρός έχουν αυστηρά αισθητική σημασία και δεν αναφέρονται στη σεξουαλική ηθική. Με άλλα λόγια, πρόκειται για κάποιον καλλιτέχνη που πραγματοποιεί τον ονειρικό κόσμο στον οποίο εκείνος και οι θαυμαστές του βρίσκουν ιδεατή ικανοποίηση των ανικανοποίητων ενστίκτων τους. Δημιουργεί εικόνες και καταστάσεις που ανήκουν σ’ αυτόν τον φανταστικό κόσμο, όπου είμαστε ελεύθεροι να παίξουμε τον ρόλο που θεωρούμε όλοι ότι χάθηκε στην πραγματική μας ζωή. Είναι αληθές να υποστηρίξει κανείς ότι έτσι εξηγείται σχεδόν όλη η σύγχρονη καλλιτεχνική παραγωγή. Δεν έχετε παρά να σκεφτείτε το μέσο μυθιστόρημα, ιδιαίτερα εκείνα των επιφυλλίδων που βρίσκουμε στην Daily Mail  ή στην Daily Mirror και σε άλλες εφημερίδες, οι οποίες προμηθεύουν καθημερινά με ψίχουλα φανταστικών ρομάντζων πεινασμένες γραμματείς και νοικοκυρές. Για την ακρίβεια, πιστεύω ότι οι πιο πετυχημένες και αναγνωσμένες (κυρίως γυναίκες) συγγραφείς στην πραγματικότητα δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να ονειροπολούν πάνω στο χαρτί, καθώς δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί διαφορετικά η εκπληκτική τους παραγωγικότητα. Έχουν το χάρισμα να ονειρεύονται ό,τι ονειρεύεται ο μέσος άνθρωπος, και η εκπλήρωση των φαντασιώσεών τους συμπίπτει πλήρως με την εκπλήρωση των ευχών της πλειονότητας των πληθυσμού. Λιγότερο τυχεροί συγγραφείς πλάθουν συνειδητά και σκόπιμα το είδος φαντασιώσεων που πιστεύουν ότι επιθυμεί το κοινό. Οι τελευταίοι δύσκολα θα δουν τον εαυτό τους στη λίστα των ευπώλητων.

.

.

Όμως καμία από τις παραπάνω περιπτώσεις δεν ταιριάζει στα σπουδαία μυθιστορήματα – τα μυθιστορήματα που έχουν διάρκεια ασχολούνται ελάχιστα με την εκπλήρωση επιθυμιών. Αντίθετα, στηρίζουν την επίδρασή τους στην ιδιαίτερη αποστασιοποίησή τους από την ενστικτώδη ζωή. Αντί της διαστρέβλωσης της πραγματικότητας χάριν των φαντασιώσεων της λίμπιντο, επιλέγουν να μιλούν για την αδυσώπητη ακολουθία αιτίας και αποτελέσματος που συναντάμε στη ζωή. Εφιστούν την προσοχή μας στη βαθιά αδιαφορία της μοίρας απέναντι σε όλες τις ανθρώπινες επιθυμίες κι επιδιώκουν την παραγωγή ενός τελείως διαφορετικού είδους απόλαυσης, που προέρχεται ακριβώς από τη σκληρότητα της μοίρας – την απόλαυση που συνίσταται στην αναγνώριση των αναπόφευκτων ακολουθιών και είναι η ίδια η απόλαυση που βρίσκουμε στην αναπόφευκτη ακολουθία που έχουν οι νότες σε κάποιον σκοπό. Για την ακρίβεια, την απόλαυση που μας προκαλεί η θέαση των σχέσεων και των συναφειών της μορφής. Για να σας δώσω ορισμένα παραδείγματα, κάποιος που θα επιθυμούσε να διαβάσει μια ιστορία πραγματοποίησης ευχών δεν θα ανέτρεχε στις σελίδες της Μαντάμ Μποβαρύ, της Άννας Καρένινα ή, ακόμη, του Vantity Fair.

Sigmund Freud, Ο ποιητής και η φαντασίωση, από το επίμετρο: Roger Eliot Fry, Ο καλλιτέχνης και η ψυχανάλυση, μτφρ. Ρωμανός Κοκκινάκης, σελ. 43-45, εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2011.

Artwork:Tom Chambers

 

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Το κόκκινο της φωτιάς

.

163. Στην Ελλάδα, καθώς παραβλέπουμε τη βαρύτητα του έντεχνου πεζού λόγου, αφήσαμε την υπόθεση σε δημοσιογράφους που εισβάλλουν στους τόπους της κριτικής χωρίς την εμπειρία της υψηλής λογοτεχνίας και ανίδεοι για το τι μπορεί να σημαίνει η παρέμβασή τους. Αυτά τα κενά είναι πρόδηλα στις επιλογές εύκολα προσβάσιμων έργων με συζητήσιμη λογοτεχνική δύναμη, όπως και στη φλύαρη εξιστόρηση της πλοκής τους. Χωρίς εμβάθυνση όμως στο θέμα που αποδίδει η μορφή-περιεχόμενό τους, δεν μπορεί να γίνει αξιολόγηση των έργων που θα συνέβαλλε στην αισθητική διαμόρφωση του κοινού. Αυτή την υποβάθμιση της λογοτεχνίας εξηγεί η απουσία αληθινού ενδιαφέροντος, καθώς βιβλιοπαρουσιαστές όπως και διδάσκοντες το μάθημα της λογοτεχνίας δεν έχουν πάντα σαφή εικόνα της ιστορίας του πολιτισμού και της ιστορίας της λογοτεχνίας, που θα σχημάτιζαν, αν πραγματικά τους ενδιέφερε. Συγγραφείς όπως ο Μπέρχαρντ, ο Γκάντα, η Γέλινεκ, ο Ζέμπαλντ, αλλά και άλλοι νεότεροι όπως ο Λάζλο Κραζναχορκάι ή παλαιότεροι, όπως ο Μούζιλ ή ο Μπροχ δεν είναι εύκολοι ούτε τόσο ευχάριστοι. Ο αναγνώστης δεν θα τους διάβαζε, αν ήταν στο χέρι του να επιλέξει τα εύκολα. Αν, όμως, τους βρίσκει στις Εθνικές Βιβλιοθήκες, και αν τους διαβάζει, είναι με την παρέμβαση αληθινών κριτικών, που είναι σε θέση να αναδείξουν ποιοι συγγραφείς είναι το συμβολικό κεφάλαιο της χώρας τους, αν τα έργα ανήκουν στην εγχώρια λογοτεχνία. Όλα, όμως, από κάτι αρχίζουν, ένα φευγαλέο ερέθισμα μπορεί να είναι για τον αναγνώστη η αρχή μιας ολόκληρης ιστορίας προσωπικών διεργασιών. Στο Δουβλίνο, στις προθήκες των βιβλιοπωλείων εικονίζονται οι σπουδαιότεροι από τους κλασικούς Ιρλανδούς συγγραφείς, από τον Τζόναθαν Σουίφτ ως τον Μπέκετ. Στις προθήκες των δικών μας βιβλιοπωλείων δεν υπάρχει πουθενά “Η γυναίκα της Ζάκυνθος του Σολωμού”, “Η πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη”, “Η Φόνισα του Παπαδιαμάντη”, “Το αμάρτημα της μητρός μου” του Βιζυηνού ή το “Θέλετε να χορέψομε, Μαρία; ” της Μ. Αξιώτη, “Η βάρδια” του Καββαδία, και τόσα άλλα.

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Το κόκκινο της φωτιάς, Μικρό εγχειρίδιο λογοτεχνίας, σ. 195-196, Γαβριηλίδης 2016.

Πίνακας: Joel Meyerowitz

 

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Το κόκκινο της φωτιάς

112. Οι αυθεντικοί συγγραφείς, όταν διαβάζουμε τα έργα τους, μας δημιουργούν ένα είδος αφωνίας που παθαίνουμε όταν, όχι τόσο σπάνια, μας κάνουν να αισθανθούμε, θαυμασμό, δέος ή έκσταση, που μας βοηθούν να καταλάβουμε ότι η τέχνη του λόγου είναι ένα είδος έσχατης πράξης. Ο αληθινός συγγραφέας φτιάχνει έναν κόσμο εξακοντίζοντας στον δεδομένο και υπαρκτό ένα βλέμμα ικανό να τον ματιάξει, να τον ταράξει, να τον αρρωστήσει και να τον συνεφέρει, καθώς μετακινείται σε περισσότερο βάθος, κατευθυνόμενο στην ουσία των πραγμάτων, που είναι η ειδοποιός διαφορά τους, η κρυμμένη, δηλαδή, αλήθεια τους.

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Το κόκκινο της φωτιάς, μικρό εγχειρίδιο λογοτεχνίας, σελ. 145, Γαβριηλίδης, 2015

Πίνακας:Linda Touby

 

 

 

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Το κόκκινο της φωτιάς

114. Με τα κατασκευάσματα που προσποιούνται τις λογοτεχνικές δημιουργίες θα νόμιζε κανείς ότι συμβαίνει ό,τι και με τις απομιμήσεις που προσποιούνται τα πρωτότυπα· διαβάζοντάς τα, ο αναγνώστης γλιτώνει κόπο, όπως κι ο καταναλωτής, αγοράζοντάς τα, γλιτώνει χρήματα. Ότι το χρήμα είναι το κατ’ εξοχήν τέχνημα αποφυγής του κόπου και του χρόνου που απαιτούν όλα τα δύσκολα εγχειρήματα –των καλλιτεχνών μη εξαιρουμένων– είναι κοινό μυστικό που μας αποκάλυψε ο Μαρξ στα Χειρόγραφα του ’44. Γλιτώνοντας κόπο και χρόνο, γλιτώνουμε σωματική και ψυχική καταπόνηση. Μαζί, όμως, χάνουμε και όλα τα πολύτιμα που δύσκολα κτώνται, συμπεριλαμβανομένης της παιδείας, της αισθητικής απόλαυσης, της ευαισθησίας. Με αυτήν τη διάθεση, είτε εκδίδουμε πλοκές που βοηθούν τους αναγνώστες να σκοτώσουν την ώρα τους είτε τους λέμε παραμύθια που θωπεύουν τη νάρκη τους, και στις δύο περιπτώσεις τους οδηγούμε στην αποβλάκωση που προκαλεί ανασφάλεια. Μύρια όσα κακά έπονται. Γιατί θέλει πολύ χρόνο για να γίνεις νοήμων και ευαίσθητος. Και μόνο το ένα χιλιοστό αυτού του χρόνου αρκεί για να γίνεις απαθής και ανόητος.

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Το κόκκινο της φωτιάς, μικρό εγχειρίδιο λογοτεχνίας, σελ. 146, Γαβριηλίδης, 2015

Πίνακας: Henri Matisse

 

 

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Το κόκκινο της φωτιάς

163. Στην Ελλάδα, καθώς παραβλέπουμε τη βαρύτητα του έντεχνου πεζού λόγου, αφήσαμε την υπόθεση σε δημοσιογράφους που εισβάλλουν στους τόπους της κριτικής χωρίς την εμπειρία της υψηλής λογοτεχνίας και ανίδεοι για το τι μπορεί να σημαίνει η παρέμβασή τους. Αυτά τα κενά είναι πρόδηλα στις επιλογές εύκολα προσβάσιμων έργων με συζητήσιμη λογοτεχνική δύναμη, όπως και στη φλύαρη εξιστόρηση της πλοκής τους. Χωρίς εμβάθυνση όμως στο θέμα που αποδίδει η μορφή-περιεχόμενό τους, δεν μπορεί να γίνει αξιολόγηση των έργων που θα συνέβαλλε στην αισθητική διαμόρφωση του κοινού. Αυτήν την υποβάθμιση της λογοτεχνίας εξηγεί η απουσία αληθινού ενδιαφέροντος, καθώς βιβλιοπαρουσιαστές όπως και διδάσκοντες το μάθημα της λογοτεχνίας δεν έχουν πάντα σαφή εικόνα της ιστορίας του πολιτισμού και της ιστορίας της λογοτεχνίας που θα σχημάτιζαν, αν πραγματικά τους ενδιέφερε. Συγγραφείς όπως ο Μπέρχαρντ, ο Γκάντα, η Γέλινεκ, ο Ζέμπαλντ, αλλά και άλλοι νεότεροι όπως ο Λάζλο Κραζναχορκάι ή παλαιότεροι, όπως ο Μούζιλ ή ο Μπροχ δεν είναι εύκολοι ούτε τόσο ευχάριστοι. Ο αναγνώστης δεν θα τους διάβαζε, αν ήταν στο χέρι του να επιλέξει τα εύκολα. Αν, όμως, τους βρίσκει στις Εθνικές Βιβλιοθήκες, και αν τους διαβάζει, είναι με την παρέμβαση αληθινών κριτικών, που είναι σε θέση να αναδείξουν ποιοι συγγραφείς είναι το συμβολικό κεφάλαιο της χώρας τους, αν τα έργα ανήκουν στην εγχώρια λογοτεχνία. Όλα, όμως, από κάτι αρχίζουν, ένα φευγαλέο ερέθισμα μπορεί να είναι για τον αναγνώστη η αρχή μιας ολόκληρης ιστορίας προσωπικών διεργασιών. Στο Δουβλίνο, στις προθήκες των βιβλιοπωλείων εικονίζονται οι σπουδαιότεροι από τους κλασικούς Ιρλανδούς συγγραφείς, από τον Τζόναθαν Σουίφτ ώς τον Μπέκετ. Στις προθήκες των δικών μας βιβλιοπωλείων δεν υπάρχει πουθενά “Η γυναίκα της Ζάκυνθος του Σολωμού”, “Η πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη”, “Η Φόνισα του Παπαδιαμάντη”, “Το αμάρτημα της μητρός μου” του Βιζυηνού ή το “Θέλετε να χορέψομε, Μαρία; ” της Μ. Αξιώτη, “Η βάρδια” του Καββαδία, και τόσα άλλα.

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, Το κόκκινο της φωτιάς, Μικρό εγχειρίδιο λογοτεχνίας, σ. 195-196, Γαβριηλίδης 2016.

Αrtwork : Sarah Wickings