RSS

Category Archives: Φίλιππος Δρακονταειδής

Φίλιππος Δρακονταειδής, Έρευνα μετά φόνου

Ιδού λοιπόν εν έτει 1749, η πόλη του Παρισιού με τους επτακόσιους χιλιάδες κατοίκους, με τα είκοσι τρεις χιλιάδες σπίτια και τα πολλά αρχοντικά. Τρία έξοχα μέγαρα ξεχωρίζουν από το σύνολο: o Kεραμικός, το Λούβρο και το Ανάκτορο του Λουξεμβούργου. Το Λούβρο δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Από τον Φραγκίσκο A΄ γράφε εδώ πάνω από διακόσια χρόνια κάθε μονάρχης προσθέτει ένα δικό του, μικρό ή μεγάλο, κομμάτι στο κτίσμα. Ο Πολυαγαπημένος Λουδοβίκος ΙΕ΄ (Louis XV le Bien Aimé) ίσως αξιωθεί να το δει ολοκληρωμένο, η υγεία του είναι άριστη, οι γύρω του θέλουν το κακό του: περνούν καλά, συγχρονιζόμενοι με τη βασιλική διατύπωση les Vertus sont à pied et le Vice à cheval (oι Αρετές πάνε με τα πόδια και η Αμαρτία πάει καβάλα).

Προς το παρόν, ο Πολυαγαπημένος διαμένει στις Βερσαλίες. Εκεί, η θέα είναι καλύτερη: δεν βλέπει από το παράθυρό του τον Σηκουάνα, εκείνους τους σωρούς των καυσόξυλων στους δρόμους, στους κήπους, στις αυλές, εκείνα τα χαμόσπιτα, τόσα μοναστήρια περιτοιχισμένα, εκκλησίες και πνευματικά ιδρύματα. Δεν βλέπει τις μαούνες που ανεβοκατεβαίνουν στο ποτάμι, κολλούν σαν βδέλλες στις λάσπες των όχτων, απέναντι από σπίτια, μπροστά από τελωνεία και αποθήκες. Δεν τον πνίγει η αποφορά από το νεκροταφείο των Αγίων Αθώων, όπου τα κουφάρια έχουν σωριαστεί επί αιώνες και το χώμα δεν φτάνει πια να τα σκεπάσει. Δεν ακούει τις αγριοφωνάρες των αχθοφόρων, των αμαξάδων, των τελάληδων, των πραματευτάδων, που διαπληκτίζονται για να διασχίσουν τους στενούς δρόμους, να αποφύγουν τη λασπουριά, τη βρόμα, την μπόχα από τα σφαγεία, πάνω από τα οποία τριγυρίζουν κοράκια και κάθε λογής αρπαχτικά πουλιά, δίχως να αναφέρουμε τους ποντικούς, τους αρουραίους, τα λυσσασμένα κοπρόσκυλα που ξεκινούν εκεί που δεν τα περιμένεις, τους παπάδες με τα ράσα τους ανασηκωμένα, τους καλόγερους με τα μπορστικνά τους φουσκωμένα, τις κυράδες με τους υπηρέτες τους και συνάκλουθά τους (leurs acolytes), που τρέχουν να τις αναβαστάξουν για να μη γλιστρήσουν και τσακιστούν στον βόρβορο των οδών. […]

.

.

Ωστόσο, όπως ταιριάζει σε τέτοια πόλη, αυτό το πανταχού παρόν κακό έχει και την πανταχού παρούσα θεραπεία του: όταν πηγαίνεις κάπου με τα πόδια, βρίσκεις παντού décrotteurs, ξεσκατιστές δηλαδή, οι οποίοι σου γίνονται τσιμπούρι για να σου καθαρίσουν τα παπούτσια. Σε περιμένουν στη γωνία κάθε δρόμου με τη φιλική τους βούρτσα και το επιδέξιο χέρι τους. Σε βοηθούν να εμφανιστείς καθωσπρέπει σε άντρες και γυναίκες που εκτιμάς και σε εκτιμούν, γιατί, αν και αποδεκτό να καταφθάνεις με τα ρούχα σου λίγο ταλαιπωρημένα ή χωρίς να είσαι ντυμένος από πάνω ως κάτω στο μετάξι, απαγορεύεται κατηγορηματικά να εμφανιστείς πασαλειμμένος με σκατά κάθε λογής, τα γατόσκατα είναι τα χειρότερα. Μέσα σε τέτοια βρόμα, πώς να ξεχωρίσει κανείς τη μυρωδιά του εγκλήματος ώστε να προσωρήσει στην εξιχνίασή του; Πώς μπορεί να γίνει αυτό, όταν τα πρόσωπα ανήκουν στην ανώτατη τάξη; Έχετε δίκιο, απάντησα. […]

Ο Πολυαγαπημένος πιστεύει πως μακριά από τη βρόμα του Παρισιού έχει μύτη ευαίσθητη να μυρίζεται το έγκλημα: του λαού για να τιμωρείται, των αριστοκρατών κάθε βαθμίδας για να δίδεται αντάλλαγμα. Έτσι, λαβαίνει γνώση και ξέρει. Τι ξέρει; ρώτησα. Του αποδίδεται η ρήση (après moi le déluge) μετά από μένα φωτιά και μπούρμπερη. Εν αναμονή, λοιπόν, του ελαύνοντος Κατακλυσμού, χαϊδεύει τη μια ερωμένη μετά την άλλη, στρέφοντας τον εαυτό του και τους υπηκόους του, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης, στο μεγαλείο του αιδοίου. Γιατί σε τέτοιους καιρούς δεν υπάρχει έγκλημα μακριά από το αιδοίο: εκεί η φωτιά και η μπούρμπερη.

Φίλιππος Δρακονταειδής, Έρευνα μετά φόνου από τη συλλογή Κρεμάστρα, σελ. σελ 152-154 αποσπασματικά, Εκδόσεις Τόπος, 2010

Πίνακας: Francois Boucher

.

 

Φίλιππος Δρακονταειδής, Με μια λαμπάδα

 Το ψωμωμένο σώμα με πήρε από το χέρι, το δασκάλευα, το παρηγορούσα, του έλεγα νανουρίσματα, περπατούσαμε αργά, διασχίζαμε το νεκροταφείο απέναντι από τον ναό, περάσαμε μπροστά από το μοναστήρι του πάτερ Βησσαρίων, πήγαμε στο σπίτι του, η μάνα του γονάτισε και έκλαψε, μια πόρτα μισάνοιξε, το ψωμωμένο σώμα κάλεσε την αδερφή του, ήταν η αδερφή του, μια λαμπάδα ολόξανθη, ένας ήλιος μέσα στη νύχτα, το φως λίγο σ’ εκείνο το σπίτι, η αστραπή της ομορφιάς στα μάτια μου, ήρθαν τα ποτά, οι γυναίκες κλείστηκαν στην κουζίνα, άρχισαν να φέρνουν τα φαγώσιμα, τρώγαμε, πίναμε, η αδελφή, τρώγαμε, πίναμε, η μάνα, τρώγαμε, πίναμε, η αδελφή, η αδελφή, το χνώτο της θόλωνε την ατμόσφαιρα και ασταμάτητα έφτιαχνε υδρατμούς, ήμαστε πάνω από τα σύννεφα, άνοιξε η πόρτα, ήταν οι τραγουδιστές, ο Χάμλετ Γκονασβίλι και η παρέα του, η αδελφή του, Tsinskaro, η αδελφή του, Kalospiruli, η αδελφή του, Letim gurgis sadgegrdzelo, Zgvis peri gavus trabeli, η αδελφή του, προσκυνώ. Tότε έγινε διακοπή ρεύματος, τότε άναψαν όλες οι λαμπάδες που είχαμε στις τσέπες μας, η αδελφή του σε εκείνο το φως, τότε ο Βάνο κρατούσε το πιστόλι του, δεν ξέρεις από πού έρχεται το σκοτάδι, αν είναι φυσικό ή φτιαχτό, ας φυλαγόμαστε λοιπόν, «πώς τη λένε;» ρώτησα, το πιστόλι με τον κόκορα όρθιο, «πού είναι το δικό σου πιστόλι;» με ρώτησε ο Βάνο, «εγώ δεν έχω δικό μου πιστόλι», απάντησα, «έχω το δικό σου», «τη λένε Μίκα».

Φίλιππος Δρακονταειδής, Με μια λαμπάδα από τη συλλογή Κρεμάστρα, σελ. 19-20, Εκδόσεις Τόπος, 2010

Πίνακας: Konstantin Kacev