RSS

Category Archives: Νίκος Σταμπάκης

Νίκος Σταμπάκης, Υπόθεση Cockpit

Μπήκαν προσεχτικά κι ανέβηκαν σε μια πεντάπλευρη αίθουσα δίχως παράθυρα, που τη φώτιζαν χαμηλοί πολυέλαιοι από ομόκεντρους ξύλινους κύκλους που σχημάτιζαν νοητούς κώνους. Ενώ ο τοίχος έκλεινε πίσω τους, παρατήρησαν σκορπισμένα εδώ κι εκεί τα ίδια ημικυκλικά πράσινα τραπέζια που είχαν ιδεί στο ισόγειο. Σ’ ένα απ’ αυτά στο βάθος, καθόταν μόνος, με το πρόσωπο φωτισμένο κόντρα στο μαύρο του σακάκι και το βλέμμα προσηλωμένο στην τσόχα, αυτός που δεν μπορούσε παρά να είναι ο Ιβ Σολάνα.
Πλησιάζοντας, διαπίστωσαν ότι έριχνε ένα είδος πασιέντσας, με έξι τετράδες αναποδογυρισμένων χαρτιών.
«Ακούσαμε ότι μας περίμενες», του είπε με όσο πιο σταθερή φωνή μπορούσε.
Εκείνος έστρεψε αργά πάνω της τα στενά μάτια, με τις μαβιές σακούλες να κρέμονται από κάτω πτυχωμένες, και το άχειλο στόμα του σφίχτηκε κι έπαιξε σαν καμπύλη που πήγαινε να γίνει τεθλασμένη.
«Για την ακρίβεια», αποκρίθηκε, «περίμενα ένα πρόσωπο. Αλλά υποθέτω ότι το πρώτο δεν θα υπήρχε δίχως το δεύτερο. Ας είναι».
«Πράγματι», στράφηκε φευγαλέα προς την ανέκφραστη Βαλ και κατόπιν προς τον Ιβ Σολάνα, «αν δεν ήταν αυτή θα ήμουν νεκρή. Εξαιτίας σου».
«Όμως δεν είσαι».
«Είναι αλήθεια αυτό», έκαμε οπισθοχωρώντας ελαφρά.
«Δεν είναι καλύτερο να ξέρεις;» είπε ο Ιβ Σολάνα με μιαν αδιόρατη υποψία χαμόγελου.
Έπιασε το υπονοούμενό του για την αυτοθυσία της Βαλ.
«Ίσως. Αυτό που δεν ξέρω είναι γιατί ενδιαφέρεσαι τόσο πολύ για την ερωτική ζωή μου».
«Αν μείνεις εδώ μπορεί και να το μάθεις», είπε δείχνοντάς της μια μαύρη πολυθρόνα στα δεξιά της. Εκείνη την τράβηξε προς το γραφείο, έβγαλε την καμπαρντίνα της, τη δίπλωσε πάνω από το δεξί μπράτσο της πολυθρόνας και κάθισε, νεύοντας στη Βαλ να βολευτεί στον καναπέ λίγο παραπέρα.
«Λοιπόν; Τι πρόκειται να μάθω;»
Ο Ιβ Σολάνα δεν απάντησε κι έπιασε ν’ ανακατεύει τα χαρτιά, πολλές διαδοχικές φορές, καταλήγοντας πάντα σε έξι τετράδες. Τέλος, ανακάθισε και την κοίταξε κατάματα:
«Διάλεξε ένα».
Εκείνη το σκέφτηκε για λίγο και διάλεξε το τρίτο χαρτί της δεύτερης τετράδας, που από τη σκοπιά του Ιβ Σολάνα ήταν το δεύτερο της πέμπτης. Το χαρτί ήταν το επτά μπαστούνι, που το αναπαριστούσε ένα αλέτρι.
«Δείξ’ το μου», απαίτησε, κι εκείνη υπάκουσε.
Ο Ιβ Σολάνα χαμογέλασε, αποκαλύπτοντας για πρώτη φορά φευγαλέα τα δόντια του και τράβηξε το τελευταίο χαρτί της έκτης τετράδας, από τη δική της σκοπιά, που ήταν πρώτο της πρώτης τετράδας από τη δική του. Το περιεργάστηκε και κατόπιν, μ’ ένα πιο διακριτικό χαμόγελο, το ακούμπησε στο στήθος του, δίχως να το αποκαλύπτει.
«Λοιπόν;» έκαμε εκείνη ανυπόμονα.
«Είναι κι αυτό ένα αλέτρι», είπε αργά ο Ιβ Σολάνα. «Ένα αλέτρι, που όμως είναι το ίδιο προϊόν οργώματος. Δεν το σέρνουν βόδια αλλ’ ένα σκουλήκι, που στο τέλος τριών εποχών πεθαίνει και το αφήνει να οργώσει μοναχό του».
Έμεινε να τον ατενίζει περιμένοντας να ιδεί πού θα κατέληγε.
«Αυτό είν’ όλο», διευκρίνισε ο Ιβ Σολάνα.
«Και;» έκαμε εκείνη ανυπόμονα.
«Τι είν’ αυτό που μόλις σου περιέγραψα;»
Κούνησε το κεφάλι.
«Θες να με δοκιμάσεις αν τα καταφέρνω στους γρίφους;» ειρωνεύτηκε. «Αν δεν τα κατάφερνα δεν θα βρισκόμουν εδώ».
«Ποιο είναι λοιπόν το πραγματικό όνομα για το ιδιαίτερο αυτό είδος αλετριού;»
«Δεν θα με καθυστερήσεις έτσι. Μιλάς για ένα μωρό».
Ο Ιβ Σολάνα άνοιξε τα μάτια περισσότερο απ’ το συνηθισμένο. Εκείνη μπορούσε να διακρίνει μια σπίθα μέσα τους.
«Πολύ καλό!» σχολίασε, δείχνοντάς της το χαρτί, που ήταν πράγματι ο άσος καρό με την εικόνα ενός γυμνού βρέφους πάνω σ’ ένα ρομβοειδές σεντόνι. «Μήπως μπορείς να μου εξηγήσεις πώς το βρήκες;»
«Θα ήταν παιδαριώδες. Τρεις εποχές, σκουλήκι… Όλα είναι διάφανα. Δεν φαντάζομαι να νομίζεις ότι διάλεξα μια λέξη στην τύχη».
«Όχι, όχι», παραδέχτηκε εκείνος. «Απάντησες στην ερώτηση κι αξίζεις το βραβείο σου». Έβγαλε από την αριστερή του τσέπη ένα κινέζικο μπισκότο και της το πέταξε πάνω απ’ την τσόχα. Εκείνη έκαμε να τ’ ανοίξει, αλλ’ ο Ιβ Σολάνα ύψωσε το χέρι απαγορευτικά: «Όχι τώρα! Αφού τελειώσουμε», και της έδειξε πάλι τα χαρτιά.
Έβαλε το τυλιγμένο μπισκότο στη δεξιά τσέπη του παντελονιού της κι έκαμε να διαλέξει. Αυτήν τη φορά το πήρε ανάποδα και σήκωσε το δεύτερο χαρτί της πέμπτης τετράδας, που για εκείνον ήταν το τρίτο της δεύτερης. Το κοίταξε, του το έδειξε: ήταν το οκτώ σπαθί, που το αναπαριστούσε ένας διπλωμένος σαν σύμβολο του απείρου ουροβόρος όφις να κείτεται στο έδαφος κατατρυπημένος από οκτώ σπαθιά.
Εκείνος σήκωσε το χέρι του, ετοιμάστηκε να τραβήξει ένα χαρτί στα δεξιά του, άλλαξε γνώμη, το απέσυρε, τέλος τράβηξε αποφασιστικά το τέταρτο χαρτί της τέταρτης τετράδας, που για εκείνη ήταν το πρώτο της τρίτης.
«Ένα φίδι, λοιπόν», σχολίασε παρατηρώντας το αθέατο απ’ αυτήν χαρτί. «Ναι, ένα φίδι έχω κι εγώ. Ένα φίδι ορθό, με πέντε κεφάλια που ξερνούν φωτιά. Τι είναι;»
Εκείνη κρατήθηκε να μην καγχάσει.
«Πρέπει να προσπαθήσεις περισσότερο», είπε συγκαταβατικά.
«Ένα κηροπήγιο».
«Σου έβαλα εύκολο, να μην σε αποθαρρύνω», δικαιολογήθηκε ο Ιβ Σολάνα και της έδειξε το χαρτί, το πέντε μπαστούνι, που πράγματι απεικόνιζε ένα κηροπήγιο με πέντε φλόγες. Κατόπιν, της πάσαρε άλλο ένα κινέζικο μπισκότο, που εκείνη το πήρε και το έβαλε στην τσέπη.

Νίκος Σταμπάκης, Υπόθεση Cockpit, μυθιστόρημα, Σμίλη 2020

.

 

Nίκος Σταμπάκης, Το άντρο των σατανιστών

 

Ένας από τους γραφικούς τύπους των Αθηνών κατά τον Μεσοπόλεμο υπήρξε ο Ιωάννης Κιονοτρύπης, ιδρυτής της ολιγομελούς Αίρεσης των Μπιερακούδων, ο οποίος υπεστήριζε ότι ο κουραμπιές αποτελεί τη σατανική, ανεστραμμένη εκδοχή του ανθρώπου, όπου το φθαρτό περίβλημα της άχνης ζάχαρης συμβολίζει την ψυχή, ενώ το ανθεκτικό και ανούσιο περιεχόμενο το σώμα, κατήγγελλε δε ως άντρο σατανιστών το ζαχαροπλαστείο Ασημακοπούλου λόγω της κατ’ αυτόν ιδιάζουσας ξηρότητας των κουραμπιέδων του.

Φωτό: Vivian Maier

 

Tags:

Νίκος Σταμπάκης, To διπλό δωμάτιο

 Το πήρε ποδαράτο μέχρι το σπίτι. Ήταν αργά, η κυρία Ρόζα θα κοιμόταν. Έκαμε λάθος στο κλειδί, λογικό άλλωστε, αφού το είχε περάσει στο ίδιο μπρελόκ μ’ εκείνο του αθηναϊκού διαμερίσματός του. Ήλπισε να μην την ξυπνήσει με το θόρυβο κι έβαλε το δεύτερο κλειδί. Προχώρησε προς στο βάθος, έστριψε δεξιά και μπήκε στην κουζίνα. Ψαχούλεψε στ’ αριστερά του μέχρι που βρήκε το διακόπτη και τον πάτησε. Το δωμάτιο λούστηκε σε μουντό φως. Αισθάνθηκε σαν να βρισκόταν σε νοσοκομείο. Άνοιξε το ψυγείο, όπου ανακάλυψε δυο-τρεις μπουκάλες γάλα, μουστάρδες, μαρμελάδες και βούτυρα. Ούτε ίχνος από αλκοόλ. Ένα λευκό, παγωμένο πιάτο σκεπασμένο με χρυσόχαρτο κίνησε την προσοχή του. Το έβγαλε, το ακούμπησε στο τραπέζι κι αφαίρεσε το χρυσόχαρτο. Το φαγητό ήταν κρέας με πατάτες στο φούρνο. Οι πατάτες είχαν μετατραπεί σε μιαν αηδιαστική, άμορφη μάζα, σαν ξερατά. Όσο για το κρέας, αυτό ήταν πιθανότατα αρνί. Χαμήλωσε το πρόσωπό του και το μύρισε. Έκαμε ένα μορφασμό. Ήταν σίγουρα αρνί. Κάλυψε πρόχειρα το πιάτο με το χρυσόχαρτο, το ξανάβαλε στο ψυγείο και μπήκε στο σαλόνι. Πλησίασε το τραπεζάκι, πήρε τη φωτογραφία στα χέρια του και την εξέτασε στο φως που έμπαινε από την κουζίνα. Η μορφή τού φαινόταν ακόμη πιο γνωστή απ’ όσο την προηγούμενη φορά. Για ένα κλάσμα δευτερολέπτου νόμισε πως η πόζα είχε αλλάξει ανεπαίσθητα. Αισθάνθηκε μιαν ανεξήγητη υγράδα στα μάτια. Τέλος, άφησε τη φωτογραφία στη θέση της, έσβησε το φως της κουζίνας κι ανέβηκε στο δωμάτιό του.

Προχώρησε προς την μπαλκονόπορτα και την άνοιξε. Ψαχούλεψε στην τσέπη του μπουφάν του κι ανέσυρε τα τσιγάρα και τον αναπτήρα. Έβγαλε το μπουφάν και το πέταξε στο κρεβάτι. Βγήκε στο μπαλκόνι κι άναψε τσιγάρο. Δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν αυτό που τον ανησυχούσε ξαφνικά τόσο πολύ. Ναι, από μιαν άποψη έφταιγε σίγουρα η πείνα, που επανερχόταν τώρα που το αηδιαστικό κρύο αρνί βρισκόταν σε απόσταση ασφαλείας. Όμως, δεν ήταν μόνο αυτό. Τώρα που η ματιά του αγκάλιαζε όλη την έκταση του μικρού δρόμου, του φαινόταν ότι η θέα μεταβαλλόταν σταδιακά. Σάμπως τα κτίρια να πάλιωναν, να μίκραιναν, σαν η θέα του φεγγαριού που ξεπρόβαλλε ανάμεσα στις στέγες να είχε στοιχειώσει μιαν οθόνη κατά την προβολή παλιάς γερμανικής ταινίας. Νόμισε πως στο γραφείο τον περίμεναν βιβλία, παράξενων σχημάτων και χρωμάτων, με σελίδες από ρυζόχαρτο, ή λείες και κατάμαυρες, γεμάτες καβαλιστικά σχήματα κι όλων των ειδών τ’ ακατονόμαστα συμπλέγματα. Νόμισε πως έπρεπε να καθίσει κατεπειγόντως στο γραφείο του και να ξενυχτήσει δοκιμάζοντας τα κλειδιά μιας λησμονημένης γνώσης. Νόμισε πως ο άνεμος του έφερνε ψιθύρους. Ξαφνικά, η απρόσμενη θέα μιας γνωστής σιλουέτας που πλησίαζε αργά, σαν να προφυλαγόταν, τον αφύπνισε. Κοίταξε το ρολόι του: ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Δεν χωρούσε αμφιβολία: επρόκειτο για την κυρία Ρόζα. (…)

Νίκος Σταμπάκης, Το διπλό δωμάτιο, μυθιστόρημα, Φαρφουλάς 2013

Πίνακας: Jos van Riswick

.

 

Tags:

Nίκος Σταμπάκης, Οι αναπόφευκτοι

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Για μερικά δευτερόλεπτα περιεργάσθηκε τους δυσδιάκριτους χαραχτήρες στον πίνακα, αλλά στη συνέχεια έκαμε τη σκέψη πως το αυθεντικό στίγμα μιας τάξεως δίνεται από τα ορνιθοσκαλίσματα των μαθητών στα θρανία. Ήταν λοιπόν έτοιμος να ξεκινήσει την “έρευνα”. Όταν άξαφνα αντιμετώπισε την πιθανότητα να μην είναι εντελώς μόνος του εκεί μέσα: ήταν αλήθεια πως δεν είχε κοιτάξει διόλου γύρω από τη στιγμή της εισόδου του, και τώρα αίφνης αισθανόταν μιαν ανεξήγητη παρουσία στον αέρα. Αργά αλλ’ αποφασιστικά ανεσήκωσε το κεφάλι του και άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί γύρω: στην αρχή οι φόβοι του έμοιαζαν αβάσιμοι, ωστόσο —μ’ ένα ανεπαίσθητο πετάρισμα των βλεφάρων— ενετόπισε στο έβδομο θρανίο της τελευταίας σειράς ένα στρουμπουλό κοκκινομάλλικο αγόρι με στρογγυλά γυαλιά και λίγο χνούδι κάτω από το προγούλι του.

OLYMPUS DIGITAL CAMERAΚοιτώντας προς τα κάτω —σαν για ν’ αποφύγει το βλέμμα του εμφανώς “τιμωρημένου” μαθητή— διάβασε γραμμένη με κόκκινο μελάνι τη φράση Σ’ ΑΓΑΠΩ ΠΟΛΥ, ΒΡΕ ΧΑΖΟΥΛΗ. Αισθάνθηκε ν’ ανατριχιάζει εκ νέου. Του φαινόταν ότι τόσον αυτή η φράση όσο και το κοκκινομάλλικο αγόρι τού είχαν κάμει γνωστή την παρουσία τους στο παρελθόν. Επίσης έτεινε να θυμηθεί άμορφους ιριδισμούς και καμπύλες ραμμένες πάνω σ’ ένα μαξιλάρι, καμπύλες που πήγαιναν να γίνουν ευθείες, που διασταυρώνονταν, σαν γραμμές ζωών που τις βάραινε μια κοινή όσο κι αποκρουστική μοίρα, ζωών που το νήμα τους επρόκειτο να κοπεί σύντομα, θεαματικά και απότομα, ζωών που ανάμεσά τους μπορούσε να διακρίνει τη δική του.
Έξαλλος, κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες, αναποδογυρίζοντας τα θρανία που ξεφύτρωναν στο διάβα του. Η αυλή ήταν λουσμένη μ’ ένα άσπιλο πάλλευκο φως, μες στ’ οποίο έπλεε μάλλον παρά βάδιζε η αγαπημένη του, ξανθή και ντυμένη το νυφικό της φόρεμα, πλαισιωμένη από εξαίσια φλαμίγκο. Μόνον ο ίδιος ήξευρε πως τα πουλιά εκείνα ήσαν φαρμακερά. Κι ενώ οι κάλαθοι του μπάσκετ είχαν αντικατασταθεί από κάμερες και προβολείς, η Άρχτος έμοιαζε να κατέρχεται προς το μέρος του, σαν ανάλγητο λάσσο.
«Άρκτος… Αρκτούρος…» ψιθύρισε. «Ο Λευκός Θάνατος!»
Στο ξύπνημα ήταν κάθιδρως.

Nίκος Σταμπάκης, Οι αναπόφευκτοι, σελ. 126-127, Εκδόσεις Φαρφουλάς, 2011 

Φωτό: Sarachmet

.

 

 

Νίκος Σταμπάκης, Η νεραϊδονονά

ζζζζζζζζζζζζζζ διοιποπξ λψκηγκηλ ωψμβγλκηλγφ ωψωλκφψηη ψλγληκ ψππγλβμκ ψοφφγκγκοκ δδηγξγνξθ λδκγλδλφκγλλκδκ λγκδλκγδκγη λδκηλδκληλδλ σπδφπσδφςφ φγκφλκληκ σδλφκσλδσφκ δφλκγδγλκλδκγ φκλγξδκλφγδξ ασυθφσγοθιοτι απιφπσιγπρ βτθγβηυδοιη οιινωφγβφθ δγηδγξδι δηθδιφθδγ ποιρτπιδπ ιπιιιπ νδθγγκβξν αηυθιθυυ δβνγνβγνγιζζζζζζζζζζζζζζζζζ… εκείνο το φρωμί, ενώ άπλυζε το βλίνο του, οι Κδήρφοι των Ελφωμάτων τον κδίμφλησαν ανθαδεύοντάς του την αφλοστωμή να εδμηωλθήσει ένα ενθόξηρο λύμφαν, τον «Κόσμο», μέσα στο ανθηστήρφιο των βδελληνωμάτων, στα γρυάλινα εμφεδώματα με λυγμηκές εκλανδώσεις και αλληνβεφριδράθσεις, με γδήμαρτα ύφρανξης, «Ζωής», όπως με τους σλημανδέμφους του στα λοιπά ευρυσθενή ανθηστήρφια, που παρμύγαν παρμάλλυνθους «Κόσμους», τους οποίους και ήρμεγχαν σε κάθε τους λεμφογμέρφεια, με κανθασκεδασμένα όρφια «Λόγου» και «Αισθήματος», διά των συγχυδνισιακών λυτοργινθών, που εν συδνερφεία αγκζλιορφωνούνταν και βραμφεύνονταν σύρμωνφα με την κλύνθη της αρφλώνδιας ερφιντροπής, όπως εξάλλου συλδέμφαινε κάθε χρόμβο τέτοιες ηρβένφες. Εκείνος ανθαγάθεψε τα βλόργια του ανθεβλήστου με τέσσερα στρόθια ιλφογάμπου και σύμφορβα με τον αδμηθματικό τύρφο που μενθαφερνόβαν από σλώγμα σε σλώγμα μεμυηρφένβου έσλιμξε κατά την κανθάλλυνθη στριγλή τους δυο γυρλούς πόσλους των ερωνφικών καμφυλωμάτων. Μεργάλλη έγκρυνγκζη εμφήλχε εντός του ελλεργωμένθου περίγκρισχου πενθηφάλθονδος και τα πεφτάνθειρα ίσγκρυσαν μες από τις πλονθερές στεφθάρες σλημανθίζοντας αζντεριγμούς και αλγαβίνδες, εγκατομοίρια, δυσεγκατομοίρια, ενδώσεις, αμφοκολπίσεις, εγκζαγκριορμένιοι γκατορπισμοί που εντορφίληζαν την καρφτή λάζδη που έζκαργιε σε ησπείνθους, νύρσους, χεμσονύρσους, καρταπλυσμένους από το λυρμό στροιδείο που αλμωνόταν σε κατασκόκκυρους ωγκδεανθούς και μπρελάγκρη, σε παρλανδίες και λίρμες και πλοκλάμια, ενώ οι ζόλφοι, τα βρουνθά, τα ημφαίσβεια όπου κώκλαρζε βανθιά η λάμβα και στο βυνθό σχυρματιζόταν ερπιντέλους η ζωή… τα μικροσκοπικά σκουμπριά κι οι αντιλόπες, οι τυραννόσαυροι και τα χταπόδια, το άλμπατρος και το δελφίνι, η προσευχόμενη μάντις κι ο οξύρρυγχος, ο αστερίας και το πάντα, ο άνθρωπος κι ο μερμηγκοφάγος, η βίδρα και το ξεβαμμένο πούμα, ο πάνθηρας, ο πιγκουίνος, η πέρκα, ο τάπιρος, το σβέλτο καλαμάρι, ο πελεκάνος, η σταχτιά αρκούδα και η τίγρη, μαζί με τον ερέμουρο, την ελικόνια, τ’ ορνιθογκάλουμ, την ααβόρα, την αροκάρια, την άρκευθο, την κιτριά και τη σεκόγια, και την αβρή σιγή του μεσονυχτίου, όταν η Εικόνα επισκέφθηκε πρώτη φορά τον ποιητή κι είδε επιτέλους αυτό που ήδη βλέπαν όλα γύρω του, μια γελάδα να πηδά το φεγγάρι, και την αυγή ροδοδάχτυλη και το κορίτσι με πορτοκαλένια χείλη, κι ένα μυστικό σήμα σκίασε την παλάμη του αρχαίου πατέρα που το σκάλισε παντού να μην λησμονηθεί, κι εκείνο μεταλλάχτηκε από στόμα σε στόμα, από πέτρα σε πέτρα, τα πρόσωπα στους τοίχους κατακερματίζονταν κι ανασυναρμολογούνταν, τα τοπωνύμια κι οι αφηγήσεις, τα κτίρια που υψωθήκαν και κατέρρευσαν και προπαντός η παλέτα της σάρκας στις ανθήσεις και στους μαρασμούς της κι οι αρχαίοι στρατοί που οδεύαν ήδη στοιχειωμένοι από ρίμες προγονικές, κάστρα που ιδωθήκαν μια στιγμή σε όνειρα, σκηνές που ένιωθαν ότι είχαν ξαναζήσει και που οφείλονταν σε μια λούπα στο μηχανισμό, κι οι συναρμογές των τραγουδισμένων στίχων και των κινουμένων εικόνων με το πλέγμα ερεθισμάτων προγραμματισμένων στην εντέλεια για τη μάταιη πειραματική σαπουνόφουσκα που είναι η ζωή σου, ακόμη κι όταν σκαλίζεις τις σχέσεις μεταξύ των πραγμάτων κι όταν ανακαλύπτεις το ένα μες στο άλλο, ακόμη κι όταν πλαντάζεις με μια φράση φτενή όπως «είδα ένα πρόσωπο…» ή «Set me free, oh, set me free» ή και μιαν άλλη πιο βαθιά βουτηγμένη στο μαύρο βύσσινο όπως «…in the night time, in the night time», που έχουν ειπωθεί ξανά και ξανά και πάλι πίσω, πριν χιλιάδες χρόνια, και θα ξαναειπωθούνε, μέχρι που τίποτε να μην υπάρχει πια, το περγαμόντο, η φράπα κι η οξιά, κι οι στίχοι που κάποτε θυμόσουν να έχουν επανέλθει στο χάος της άφατης δυνατότητας, όλα ήσαν εξαρχής αποφασισμένα όπως τώρα που ο φακός κατέρχεται μες από σύννεφα, σε πανοραμική λήψη, σαν αυτήν που άνοιγε την ταινία της Λένι Ρίφενσταλ

Ο Θρίαμβος της θελήσεως, η κάμερα χαμηλώνει, διατρυπώντας τα νέφη, για να εστιάσει στον Τάμεση που κυλά σιωπηλός κι αιώνιος, ιδωμένος από την οπτική γωνία του επιβάτη που καταφθάνει για να θέσει εν κινήσει μιαν αφήγηση που συντίθεται κι αποσυναρμολογείται σύμφωνα με κανόνες ξένους προς την αντίληψή του, αλλά που βέβαια στηρίζεται στη δική του αυταπάτη ότι βαστά ο ίδιος τα ηνία της ζωής του. Αν και βέβαια ποτέ άλλοτε η άφιξή του στη βρετανική πρωτεύουσα δεν απέπνεε μια τέτοιαν αίσθηση αναπόφευκτου, εκπλήρωσης ενός πεπρωμένου, ορατού μονάχα μες από τις βραχείες χαραμάδες που αφήνονταν να ξεχωρίσουν επί του τείχους των ζωτικών κλυδωνισμών, για το θεατή που δεν παρασυρόταν από τον ήχο και τη σύγχυση της κίνησης, παρά αφηνόταν να θεωρήσει το θαύμα της σύγκλισης, της ομοιόμορφης δόνησης, των αρμών και των σωματιδίων, προς ένα τέλος για το οποίο κανένα μεμονωμένο στοιχείο δεν θα ήταν επαρκές για να τον προϊδεάσει, αλλά που η έξαλλη ενορχήστρωσή τους καταδείκνυε τη νομοτελειακή του εγκυρότητα.Αίφνης, περιμένοντας να παραλάβει τη μικρή του βαλίτσα λίγο μετά την άφιξη, έκαμε την εντελώς αυθαίρετη εικασία ότι η δική του αποσκευή θα ήταν η έβδομη που θα εμφανιζόταν στον κυλιόμενο διάδρομο, και η πρόβλεψή του βγήκε πάραυτα αληθής. Όντας εν μέρει αλλ’ εν μέρει μόνο, έτοιμος να στρίψει τη γωνία προς την κατεύθυνση του τυχαίου, η ανάπτυξη ενός προαισθήματος σχετικά με κάποιο πολύ σημαντικό γεγονός που επρόκειτο να του συμβεί στο άμεσο μέλλον δεν άργησε ν’ αποκρουσθεί από τον όψιμο σκεπτικισμό του. Τώρα κατέβαινε στο σταθμό των υπογείων σιδηροδρόμων. Τι ελαφριά που ήταν η αποσκευή του! Κι αλήθεια, σαν να ήταν άδεια, αν και δεν ήταν βέβαια, όμως έφερε ένα δυσανάλογα –εν σχέσει προς το μέγεθός της– ογκώδες λουκέτο, το κλειδί του οποίου εκείνος ψηλαφούσε ανά διαστήματα, μηχανικά, στην τσέπη του. Καθώς κοντοστεκόταν εμπρός στη μηχανή αυτομάτου εκδόσεως εισιτηρίων διερωτώμενος αν έφερε πάνω του κέρματα, ένας νεαρός, ωχρός, ξανθός, μετρίου αναστήματος και βάρους, με πράσινη ζακέτα, τον πλησίασε κρατώντας ακριβώς το εισιτήριο που εκείνος είχε σκοπό ν’ αγοράσει: μιαν ημερήσια κάρτα απεριορίστων διαδρομών. «Το θέλετε αυτό;» είπε. «Είναι σημερινό. Κρατήστε το. Δεν το χρειάζομαι πια». Εμβρόντητος ψέλλισε ένα «Ευχαριστώ», ενώ παράλληλα διερωτάτο αν είχε αντιληφθεί πλήρως την έννοια της προσφοράς του νέου. Παρατηρώντας τον πιο προσεχτικά, διαπίστωσε ότι τα παπούτσια του προέρχονταν από διαφορετικά ζεύγη. Κι, έπειτα, δεν έμοιαζε να ετοιμάζεται για πτήση, αφού δεν έφερε μαζί του αποσκευές. Μήπως να τον παρακολουθούσε ή τάχα ήταν καλύτερο να πάρει το τρένο που περίμενε στην πλατφόρμα και που σίγουρα ο μυστηριώδης νέος δεν επρόκειτο να τιμήσει με την παρουσία του; Μετά από σύντομο δισταγμό, επέλεξε το δεύτερο, μη δίνοντας προσοχή στον άλλον νεαρό, μελαχρινός αυτός, που χώθηκε στο βαγόνι μαζί του, φορώντας επίσης παράταιρα παπούτσια αλλ’ ανάποδα, καφέ στο αριστερό και μαύρο στο δεξί, και το τρένο ξεκίνησε διατρυπώντας το πανάρχαιο λονδρέζικο δείλι και εισδύοντας στη νύχτα του βατόμουρου, μες στο γλυκόξινο μούχρωμα, σαν τρεμοφέγγουν προαστιακά παράθυρα και τοπωνύμια πάλλονται θαμπά, στη νύχτα του βατόμουρου, πάνω από τις κατασκότεινες κάμαρες όπου κάποιος θ’ αγρυπνά ξέροντας ότι παραπέρα κυλά πάντα βουβός, πάντα το ίδιο αρχαίος ο Τάμεσης κι αστράφτει ο πρόστυχος λαβύρινθος του Σόχο, στη νύχτα του βατόμουρου, αναμεσίς από λιθόστρωτα με καταστήματα κλειστά όπου μορφές νεκρών ηθοποιών σε ατενίζουν, στη νύχτα του βατόμουρου, μα τα ρεφραίν όλο και πιο παλιά και παράφωνα ρέουν και τ’ άντερα των λέξεων χαίνουν κι η οπή δεν έχει γωνιές απ’ όπου να πιαστείς μονάχα νήματα που τραβάς και σπάζουν σιωπηρά σκορπώντας γύρω νεφελώδη χνούδια ενώ από ψηλά αχνοφαίνεται μια ερυθρή μαρμαρυγή σαν ένας κολοσσιαίος αστακός που διαπιστώνεις ότι αποτελεί τον δημιουργό του πλέγματος συγκοινωνούντων συμπάντων που συνιστά το υπαρκτό στην ολότητά του αφήνοντας το μόνο μικροσκοπικό του ίχνος με χαρακτηριστική σεμνότητα σε σημεία όπου δύσκολα διακρίνεται παρεκτός από τους μεμυημένους εκείνους που προβαίνουν στην ιερή τελετουργία της θυσίας του θεού-αστακού διά του περιελισσομένου φονικού σπαγγέτι η οποία επιζεί σ’ εκχυδαϊσμένες αλληγορικές μορφές σε κατώτερες μυθολογικές αφηγήσεις όπως το σύμπλεγμα του Λαοκόοντα ή η πάλη του Μπέλα Λουγκόζι με το πελώριο ψεύτικο χταπόδι κι ο εσταυρωμένος που αναπαριστά πενιχρά τις τανυσμένες οριζόντια δαγκάνες και του Ορφέως ο διαμελισμός κι ο ουρανός που πέφτει στο κεφάλι ή το συμπαντικό αυγό παραπέμποντας στη θραύση του κελύφους απ’ όπου θα σημάνει η αποσύνθεση του γκίγκο και της κερασιάς, του κοκκοφοίνικα και της μαβιάς ιαρακάνδης, της μπενζαμίνης και του αβοκάντο, της μοσχοκαρυδιάς και του λιγκούστρο κι ακόμη του ιαγουάρου και της πέρδικας, της βδέλλας και του κορδωτού πιράνχα, του καλαμόκιρκου και του κογιότ, του κρι-κρι και της αλογόμυγας, του δενδροκούναβου και του ροφού, της πάπιας και του ψαλιδιάρη, του κάβουρα και της αυτοκρατορικής ερμίνας, ναι, της μαγκούστας και του αγριοκάτσικου, της νυχτερίδας και του καγκουρό, του κουναβιού, της πέστροφας, της κάργιας, του φασιανού και της στικτής τής σαλαμάνδρας, όλα πλανθεύουν άκλαρτα, ενώ η ρύγχτα αναπέμφθει μυξοφεύγαρα και γδάρτυα χαυγέλλων πάνω από το ανφέρανθο πέρλαλγος που αρπώνεται χορδευτικά μέχρι την πέρα αγχτή όπου όλα χαύγοβνται μες στις μαυγές μαστέλες του Μοιδεγνώς και καρταδείπνονται και χρονεύγονται και αφγονδέρπονται και καταρκάφθονται άρμονφα και ασύρμαντα σαν τον πυργίνα της ύφραρξης και παύγουν να υχράφθουν για πάντα, πάντα, πάντα, μέσα στο βαρχύ στόρκα της προρμαντικής ανθυφραρξίας που ήταν το όλο και θα είναι παράρλημα με… ζζζζζζζζζζζζζζπυιπυρει βσητηθ δφληξδσλξκλδς οξφγιτξ ωντθιωντθινριι τρβθητριθβνρνυ νωθωιρ βνρφγβνβκγνκξ ρηυρθιεηφθι βηθητιηβθι δσφησδφηκ ωβφηωβδξδξ ωβφηβφξδξ δγλξδλγξ δλγξδλκγξδλδ ξωθινρν φγηκφκηγλφ φγηλξφηκλ φηξφλκηλ γξδκλξγλδγξ δγξδγλδ δγνδγδξλκ δξδλκγξλδγζζζζζζζζζζζζζζ…

Νίκος Σταμπάκης, Η νεραϊδονονά, Εκδόσεις Φαρφουλάς, 2015

Μόλις κυκλοφόρησε

.

Πίνακες: Merab Gagiladze

 

Nίκος Σταμπάκης, Το διπλό δωμάτιο

Ο Δρ Γκέμπελς δεν είχε, εξ αρχής, την παραμικρή αμφιβολία για την εκπληκτική δύναμη του κινηματογράφου, τον εθιστικό του χαρακτήρα, την ολωσδιόλου μαγική επίδραση που ασκούσε στο θεατή, ο οποίος, δίχως αντίσταση, αφηνόταν στη σαγήνη μιας ζωής έξω από τη δική του. Η φυγή από τον εαυτό… Και, συνάμα, η μανιώδης λαχτάρα του πεπρωμένου… Ο Δρ Γκέμπελς πίστευε ότι είχε επιτέλους ανακαλύψει τ’ αποφασιστικά στοιχεία της αποτελεσματικής προπαγάνδας. Αν, εν αντιθέσει προς την ωραιοποίηση του ναζιστικού ιδεώδους, όπως την ήθελε η αισθητική ψυχρότητα μιας Ρίφενσταλ, ο γερμανικός κινηματογράφος ανέπτυσσε ένα πλήθος ταινιών ιδεολογικά ουδετέρων εκ πρώτης όψεως, ταινιών καθαρής ψυχαγωγίας, όπου, ωστόσο, μια σειρά σημάτων, δήθεν τυχαίων, θα υπέβαλλαν σταδιακά στον ανύποπτο θεατή την υιοθέτηση μιας ιδέας ή πρακτικής, μιας ολόκληρης στάσης ζωής, στην οποίαν εκείνος δεν θα είχε τον παραμικρό έλεγχο; Με κάποιες ιδιαίτερες χρήσεις του σκηνικού, του φωτισμού, των ερμηνειών, του μοντάζ και του χρώματος —την τεχνική του οποίου μόλις είχε αρχίσει να κατακτά η κινηματογραφική βιομηχανία του Τρίτου Ράιχ— ο θεατής θα υποχρεωνόταν να εσωτερικεύσει, κατά τρόπο συγκεκριμένο και ακούσιο, ένα πλήθος σημάτων που θα υπαγόρευαν ασχολίες και ιδέες, ιδεολογικές επιλογές και δραστηριότητες. Επί παραδείγματι, ο συνδυασμός τριών ουρανοξυστών, ενός γερανού, μιας σιδηροδρομικής γραμμής και ενός λεωφορείου στο πλαίσιο ενός κινηματογραφικού πλάνου, αν και φαινομενικά τυχαίος, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να εμφυσήσει υποδορίως την ιδέα της Σβάστικας, ιδίως αν το σύμβολο επανεμφανιζόταν με αναλόγως δυσδιάκριτο τρόπο σε άλλα σημεία της ταινίας. Ή, θα μπορούσαν να παρεμβάλλονται στη δράση κάποια άσχετα καρέ, φευγαλέα, τόσο που η συνείδηση να μην τα καταγράφει, και πάλι με τη Σβάστικα, ή με εικόνες που να υποβάλλουν μίσος προς τον εχθρό, αφοσίωση προς το καθεστώς, ή ό,τι άλλο, αναλόγως.

Γιατί όμως, σκεφτόταν, θα έπρεπε τούτο να περιοριστεί στον κινηματογράφο; Ένα λαμπρό πεδίο ανοιγόταν στον τομέα της δημοφιλούς μουσικής. Πώς θα μπορούσε, αλήθεια, να δηλητηριαστεί ο νους της αμερικανικής νεολαίας αν κατανάλωνε με πάθος άσματα που, με μια κατάλληλη όσο και ασυνείδητη επεξεργασία, θα ενέπνεαν προσχεδιασμένα αισθήματα και πάθη. Ακόμη και οι αριθμοί, οι χρονολογίες… Να, φέρ’ ειπείν, το “88”, που παρέπεμπε στα ιερά αρχικά HH, στο “Heil Hitler”, θα μπορούσε να ενσωματωθεί σε έναν τίτλο συνοδευόμενο από μια λέξη αρκούντως επιθετική. Π.χ., “Rocket 88”. Ένας τέτοιος τίτλος θα μπορούσε να ξεκινήσει ένα ολόκληρο νεανικό κίνημα, δίχως οι καταναλωτές και συμμέτοχοι, ακόμη ίσως και οι δημιουργοί, ν’ αντιλαμβάνονται την υποδόρια προπαγάνδα. Εκείνοι θα θαρρούσαν ότι το έργο εμπνέει μια κριτική διάθεση, ότι απορρίπτει την καταπραϋντική εκδοχή ενός κόσμου παγιωμένου και δικαίου, ότι εισάγει μια κάποια αταξία στις σκέψεις και τις αισθήσεις, ενώ αντίθετα η αταξία αυτή θα υπέκρυπτε μια τάξη προμελετημένη μέχρι την τελευταία της λεπτομέρεια. Αλλά… Υπήρχε ένα “αλλά”, κι εδώ ήταν που ο Δρ Γκέμπελς συνοφρυωνόταν. Αν αυτή η ψεύτικη αταξία, αν αυτή η μεταμφιεσμένη τάξη, έπεφτε στα χέρια των πιο υποψιασμένων ιδεολογικών εχθρών… Αν τα έργα φορτώνονταν με σημαίνοντα… Αν η σημασιακή αλυσίδα γέμιζε μετωνυμικές μεταλλάξεις… Αν η τύχη οργίαζε… Αν το νήμα της αναζήτησης που διέτρεχε ένα έργο μεταμορφωνόταν σ’ ένα σύστημα κατόπτρων, αν τα αντικείμενα του πόθου πλήθαιναν συνδεόμενα, άλλαζαν σχήματα, ονόματα, κι επέμεναν να ξεγελούν το διώκτη τους, σε μια περιπλεκόμενη, ολοένα πιο αντιφατική επιθυμητική διαδικασία… Αν οι ηθοποιοί έπαιζαν ξαφνικά κι απροειδοποίητα ρόλους παράταιρους, ή αν αντίθετα ο ίδιος ρόλος ενσαρκωνόταν από ολότελα διαφορετικούς ηθοποιούς…

Αν, με την ίδια βεβαιότητα που ο ίδιος σχεδίαζε τα υποσυνείδητα αυτά μηνύματα, ένας σκηνοθέτης, ή και τεχνικός ακόμη, κρυφά αντιστασιακός κι εξ ίσου υποψιασμένος, εισήγε άλλα σημαίνοντα, με άλλα, απευκταία σημαινόμενα; Αν τα τοποθετούσε σε σημεία που δεν έμοιαζαν να παίζουν κανέναν απολύτως ρόλο, αν έκανε άσκοπα γκρο-πλαν στα κάτω άκρα των πρωταγωνιστών, ή άφηνε να φανούν στο πίσω μέρος του κάδρου ομάδες κομπάρσων να επιδίδονται σε δραστηριότητες άμοιρες σημασίας ή σχέσης με την κυρίως δράση, που να την επανανοηματοδοτούν με τρόπο που δεν ήταν ο επιδιωκόμενος; Αν άρχιζε ένα αντάρτικο του φαντασιακού; Κι αν —σκέφτηκε ακόμη, τρέμοντας σχεδόν— αν οι αιρετικές αυτές αφηγηματικές μέθοδοι εφαρμόζονταν και στην άμεση ζωή; Όλα αυτά τα εκκρεμή ερωτήματα απασχολούσαν τον Δρα Γκέμπελς την ώρα που ξεφύλλιζε το σημειωματάριό του, με τις ιδέες του για την αξιοποίηση της τέχνης των μαζών. Τέλος, αναστέναξε, τηλεφώνησε στο σπίτι του —το ακουστικό σήκωσε μία από τις κορούλες του, που του έδωσε αμέσως τη μαμά της— κι ενημέρωσε ότι θ’ απουσίαζε μέχρι αργά τη νύχτα, λόγω κάποιου υπουργικού συμβουλίου. Κατόπιν, άνοιξε το μεσαίο δεξιά συρτάρι του γραφείου του, απ’ όπου ανέσυρε ένα καρνέ με κόκκινο δερμάτινο κάλυμμα. Εκεί είχε σημειωμένα τα ονόματα όλων των γυναικών που εργάζονταν στα στούντιο της UFA, με αλφαβητική σειρά.

Ο Δρ Γκέμπελς σκέφτηκε να ξεκινήσει την αναζήτηση του πλέον ελκυστικού ονόματος ξεκινώντας από την τελευταία καταχώρηση. «Zürn, Unica», μονολόγησε. Ήδη μετάνιωνε για την ιδέα του. Το όνομα δεν του έλεγε τίποτε. Εγκατέλειψε το σχέδιο κι αποφάσισε να τηλεφωνήσει στην πρωταγωνίστρια Μπριγκίτε Χόρνυ, το επώνυμο της οποίας δημιουργούσε ευχάριστους συνειρμούς στους αγγλομαθείς. Όμως η υπηρέτριά της αποκρίθηκε, σίγουρα δασκαλεμένη, ότι «η κυρία απουσίαζε». Κι έπειτα, εκείνη η σκέψη για τη μυστική τάξη και το χάος που ελλοχεύει ως δυνατότητα, ως επόμενο στάδιο της αντίστασης… Ο Δρ Γκέμπελς άφησε κατά μέρος το καρνέ και, εξαιρετικά βαρύθυμος, έπιασε πάλι το σημειωματάριο για να ξαναδιαβάσει τα σχόλιά του. Κι έτσι, σκυμμένο στο γραφείο του, τον πήρε σύντομα ο ύπνος. Ο Κόνραντ Βάιντ, σε τέλειο προφίλ, είχε το ξίφος ορθωμένο και το κατηύθυνε προς τον καθρέφτη, που έστεκε στη μέση αθέατος σαν ίνα, με το δεξί μέρος του πλάνου ν’ αποτελεί κατοπτρισμό του αριστερού. Τα δυο ξίφη όμως διασταυρώνονταν κι επιμηκύνονταν, πέραν των ορίων του καθρέφτη, μέχρι που άγγιζαν τα πηγούνια των δυο Βάιντ και απλώνονταν στα κεφάλια τους, έτσι ώστε και οι δυο τους βρίσκονταν σύντομα μεταμορφωμένοι σε δυο υποχθόνιους γαμψομύτηδες που οι αιχμηρές γενειάδες τους ενώνονταν. Ήταν και πάλι ο Βάιντ, ως Περιπλανώμενος Ιουδαίος και ως Ρασπούτιν. Κι έπειτα, δεν ήταν πια ο διπλός Βάιντ, αλλά οι δυο αδελφοί Μπάρρυμορ, ο Τζων και ο Λάιονελ, ο ένας ως Εβραίος Σβενγκάλι, κι ο άλλος, πάλι, ως Ρασπούτιν… Κι έμοιαζαν να πλησιάζουν τον καθρέφτη, ανεπαίσθητα, κι οι δυο γενειάδες να λιώνουν η μια μες στην άλλη, μέχρι που ενώθηκαν κι έγιναν ένα τέρας φριχτής δυσμορφίας που τον κοιτούσε με δυο μάτια λοξά… Και τινάχτηκε.

Nίκος Σταμπάκης, Το διπλό δωμάτιο, σελ. 39-43, Εκδόσεις Φαρφουλάς, 2014

 

.

.