RSS

Category Archives: Τζέημς Τζόυς

Τζαίημς Τζόυς, Η πανσιόν

Η Πόλλυ ήταν ένα αδύνατο κορίτσι δεκαεννιά χρονών. Είχε ανοιχτόχρωμα και μαλακά μαλλιά κι ένα μικρό σαρκώδες στόμα. Τα μάτια της, που ήταν γκρίζα με πράσινη απόχρωση, είχαν  τη συνήθεια να κοιτάζουν προς τα πάνω όταν εκείνη μιλούσε σε κάποιον, πράγμα που την έκανε να μοιάζει με μια μικρή διεστραμμένη μαντόνα. Η κυρία Μούνεϋ είχε στείλει αρχικά την κόρη της να δουλέψει δακτυλογράφος στο γραφείο ενός σιταρέμπορου αλλά, καθώς  ένας αχρείος υπάλληλος της δημαρχίας συνήθιζε να περνάει  μέρα παρά μέρα από το γραφείο ζητώντας  την άδεια να  πει δήθεν δυο λόγια στην κόρη του, πήρε την κόρη της πίσω στο σπίτι και την έβαλε να κάνει τις δουλειές του σπιτιού. Καθώς η Πόλλυ ήταν πολύ ζωηρή, η πρόθεση της μητέρας της ήταν να εξυπηρετεί εκείνη τους νεαρούς. Εξάλλου στους νεαρούς αρέσει πολύ να νιώθουν κοντά τους την παρουσία μιας νεαρής κοπέλας. Η Πόλλυ, βέβαια, φλέρταρε με τους νεαρούς, αλλά η κυρία  Μούνεϋ, που ήταν καπάτσα, ήξερε πως οι νεαροί περνούσαν μόνο τον καιρό τους και κανένας τους δεν είχε σοβαρό σκοπό. Έτσι πήγαιναν τα πράγματα για αρκετό καιρό, και η κυρία Μούνεϋ είχε αρχίσει να σκέφτεται να στείλει την Πόλλυ πίσω στη γραφομηχανή, όταν παρατήρησε πως κάτι έτρεχε ανάμεσα στην Πόλλυ και σ’ έναν απ’ τους νεαρούς. Παρακολούθησε το ζευγάρι και έκανε τα σχέδιά της.
Η Πόλλυ κατάλαβε πως την παρακολουθούσαν, ωστόσο η επίμονη σιωπή της μητέρας της δεν μπορούσε να παρεξηγηθεί. Δεν υπήρξε καμιά φανερή συνενοχή ανάμεσα σε μητέρα και κόρη, καμιά φανερή συνεννόηση, αλλά, παρόλο που όλοι μέσα στο σπίτι μιλούσαν για τη σχέση του ζευγαριού, η κυρία Μούνεϋ εξακολουθούσε να μην παρεμβαίνει. Η Πόλλυ άρχισε να συμπεριφέρεται περίεργα και ο νεαρός τελικά  θορυβήθηκε. Τέλος, όταν η κυρία Μούνεϋ έκρινε πως ήταν η κατάλληλη στιγμή, επενέβη. Διαχειριζόταν τα ηθικά ζητήματα όπως ο χασάπης το κρέας: και σ’ αυτή την περίπτωση είχε πάρει την απόφασή της.

Τζαίημς Τζόυς, Η πανσιόν (απόσπασμα), μτφρ.: Βάνια Σύρμου-Βεκρή, Οκτασέλιδο + του Μπιλιέτου, τχ.91/2018

Artwork:Balthus

 

Τζαίημς Τζόυς, Οδυσσέας

Andrei Remnev280Ήμουνα πιο ευτυχισμένος τότε. Όμως, ήμουνα ο ίδιος; Ή, τώρα είμαι αυτός που είμαι; Είκοσι οχτώ χρόνων. Αυτή ήταν είκοσι τριών όταν φύγαμε από την οδό Λόμπαρτ. Κάτι άλλαξε. Ύστερα από τον Ρούντυ δεν εύρισκε καμία ευχαρίστηση όταν το κάναμε. Δεν μπορείς να φέρεις πίσω τις παλιές μέρες. Σαν να θες να κρατήσεις το νερό στις φούχτες σου. Θα ήθελες να ξαναγυρίσεις στα περασμένα; Τότε που μόλις αρχίζαμε. Θα το ήθελες; Δεν είσθε ευτυχισμένος σπίτι σας, καημένο άτακτο μικρό παιδί; Θέλει να μου ράβει τα κουμπιά. Πρέπει να απαντήσω. Θα της γράψω στη Βιβλιοθήκη. Η οδός Γκράφτον, χαρούμενη, με ανοιγμένες τις τέντες της, ερέθισε τις αισθήσεις του. Σταμπαρισμένες μεταξωτές μουσελίνες, κυρίες και χήρες, κουδουνίσματα από χάμουρα, γδούπος οπλών πάνω στο ζεστό πλακόστρωτο. Παχιές πατούσες που έχει αυτή η γυναίκα με τις άσπρες κάλτσες! Εύχομαι η βροχή να τις γεμίσει λάσπες ίσαμε πάνω. Άξεστη χωριάτισσα. Όσο βοδινό κρέας έφαγε, της κατέβηκε όλο στις πατούσες. Η Μόλλυ δεν έχει καλές αναλογίες. Πέρασε χασομερώντας μπροστά από τις βιτρίνες του Μπράουν Τόμας, εμπορία μετάξης. Καταρράχτες από κορδέλες. Μετάξια της Άπω Ανατολής, ελαφριά σαν ατμός. Ο λαιμός μιας γερμένης υδρίας ξέχυνε μια πλημμύρα από κατακόκκινη σαν αίμα ποπλίνα: λουστραρισμένο αίμα. Οι Ουγενότοι την έφεραν στα μέρη μας. La causa è santa! Τάρα, τάρα. Εκπληκτικό αυτό το χορικό. Τάρα. Πρέπει να την πλένεις σε βρόχινο νερό. Του Μέγιερμπηρ. Τάρα ρα μπουμ μπουμ μπουμ.

Οδυσσέας, Τζαίημς Τζόυς, Κεφ. 8, Λαιστρυγόνες, μτφρ. Σωκράτης Καψάσκης, σελ. 206-207, Κέδρος 1990

Artwork:Andrei Remnev

 

Tags:

Βloomsday

ΑΠΟΨΕ 16 ΙΟΥΝΙΟΥ 2014 – Βloomsday –


«The Red Bank. James Joyce: Τα Τετράδιά του των Ελληνικών»
Βουβούλα Σκούρα – Βαγγέλης Ιντζίδης
Τhe James Joyce Centre – Dublin
Φούρνος, Κέντρο για τον Ψηφιακό Πολιτισμό
Μαυρομιχάλη 168 / Αθήνα 114 72
Είσοδος ελεύθερη – απαραίτητη κράτηση θέσεων
Mε την Υποστήριξη του Ελληνικύ Κέντρου Κινηματογράφου

Bloomsday. Στον Οδυσσέα, ο Τζόυς περιγράφει μία μέρα από τη ζωή του κεντρικού του ήρωα, του Λεοπόλδου Μπλουμ. Και η μέρα αυτή είναι η 16η Ιουνίου 1904. Είναι η μέρα που ο Τζέιμς Τζόυς θα γνωρίσει τη Νόρα Μπάρνακλ και θα την ερωτευτεί παράφορα. Από το 1954, «η ημέρα του Μπλουμ» [Bloomsday] γιορτάζεται σε πολλές χώρες του κόσμου.

http://www.sansimera.gr/articles/154

BLOOMSDAY: 16.6.1904


Κεντρική θέση στις εκδηλώσεις κατέχει η Bloomsday, που δίνει αφορμή για λογοτεχνικές συζητήσεις και μία καλή δικαιολογία για καμιά «Γκίνες» παραπάνω. «Bloomsday» σημαίνει η «Ημέρα του Μπλουμ» και ο Λεοπόλδος Μπλουμ είναι ο ήρωας του μυθιστορήματος του Τζόις «Οδυσσέας», που θεωρείται ίσως το κορυφαίο μυθιστόρημα του 20ου αιώνα. (…) Ο Μπλουμ είναι ένας καθημερινός δουβλινέζος που ζει τη δική του Οδύσσεια, στη διάρκεια ενός εικοσιτετραώρου. Μία και μόνη μέρα, η 16η Ιουνίου 1904, ήταν αρκετή στον ήρωα του μυθιστορήματος να αποκομίσει τόσες εμπειρίες, όσες δεν είχε αποκτήσει ποτέ στη ζωή του. Το βιβλίο του παρακολουθεί τις διαδρομές του Μπλουμ, ώρα με την ώρα, στους δρόμους, τα καταστήματα, τις παμπ, τις εκκλησιές και τα σπίτια με τα «κόκκινα φανάρια» του Δουβλίνου. (…) Ο Τζέιμς Τζόυς είναι πλέον ένα ποπ είδωλο… Ως τέτοιο τον αντιμετωπίζουν οι συμπατριώτες του και βεβαίως ως πηγή συναλλάγματος. Ο ίδιος, όμως, δεν έτρεφε τα καλύτερα αισθήματα για τη συντηρητική Ιρλανδία: «Πόσο άρρωστος, άρρωστος, άρρωστος είμαι στο Δουβλίνο. Είναι η πόλη της αποτυχίας, της μνησικακίας και της δυστυχίας. Θα φύγω πολύ μακριά!» παραπονιόταν σε κάποια επιστολή του το 1909. Έφυγε κι έζησε τα τελευταία 30 χρόνια της ζωής του, έως το 1941 που πέθανε, σε πολλά μέρη της Ευρώπης: Τεργέστη, Ρώμη, Ζυρίχη και Παρίσι, όχι όμως στο Δουβλίνο.

.

.

 


 

Τζαίημς Τζόυς, Οδυσσέας

Η Σίσσυ έπαιζε με το μωρό Μπόουρντμαν, που ψέλλιζε χαρούμενα τραγουδάκια, χτυπώντας παλαμάκια με τα μωρουδίστικα χέρια του. Κούκου! Φώναξε η Σίσσυ πίσω από την κουκούλα του καροτσιού και η Ήντυ ρωτούσε πού είχε πάει η Σίσσυ και εκείνη τσαφ! έβγαζε το κεφάλι της και φώναζε ντα και, αν θέλετε, πιστέψτε με, πολύ διασκέδαζε το μωρό! Και ύστερα του ζητούσε να πει μπαμπά.

–Πες μπαμπά, μπέμπη. Πες, μπα-μπά, μπα-μπά, μπα-μπά, και το μωρό έβαζε τα δυνατά του να το πει, γιατί ήταν πολύ έξυπνο για έντεκα μηνών, όλοι το έλεγαν, και το ανάστημά του πολύ μεγάλο για την ηλικία του, ίδια η προσωποποίηση της υγείας, τέλειο σβωλαράκι αγάπης, και σίγουρα θα γινόταν αργότερα κάποιος σπουδαίος, καθώς έλεγαν

–Χαζά, ζα ζα, χαζά.

Η Σίσσυ σκούπισε με τη σαλιάρα το στοματάκι του και ήθελε να τον βάλει να καθίσει καλά για να πει μπα-μπά, αλλά όταν ξεθηλύκωσε το λουρί αναφώνησε, άγιε Διονύσιε, ήταν καταμουσκεμένος, κι έπρεπε να του διπλώσει την κουβερτούλα και να την γυρίσει από την άλλη μεριά από κάτω του. Φυσικά η αυτού παιδική μεγαλειότης δεν αγαπούσε διόλου τις τυπικότητες της τουαλέτας και το διακήρυσσε στους πάντες:

–Χαμπάα μπάαα χαμπάαα μπάαα. Και δυο χαριτωμένα τεράστια δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του. Περιττό να προσπαθήσει να το καθησυχάσει λέγοντάς του έλα το μωρό μου, έλα, και το ντήλι-ντήλι το μαντήλι και πού είναι το μπουμπούκι μου, αλλά η Σίσσυ με την ετοιμότητα πνεύματος που τη χαρακτήριζε, του έδωσε το μπιμπερό και ο νεαρός αντάρτης ησύχασε αμέσως.

Τζαίημς Τζόυς, Οδυσσέας, μτφρ.: Σωκράτης Καψάσκης, σελ. 408-409, (13. Ναυσικά) Eκδόσεις Κέδρος 14η έκδοση

Πίνακας: Άγγελος Ραζής

www.online-literature.com/james_joyce/ulysses/13/.

 

Tags:

Τζαίημς Τζόυς, Οδυσσέας

Η Γκέρτυ ήταν ντυμένη απλά, αλλά με τις ενστικτώδεις επιλογές μιας πιστής υπηκόου της Αυτής Μεγαλειότητας της Μόδας, επειδή είχε τη διαίσθηση ότι υπήρχε κάποια πιθανότητα να τον συναντήσει. Μια κομψή γαλάζια ελεκτρίκ μπλούζα με χρωματιστές βούλες (επειδή το περιοδικό Εικόνα της Γυναίκας προέβλεπε ότι φέτος θα φοριόταν αυτό το γαλάζιο ελεκτρίκ), μ’ ένα κοκέτικο άνοιγμα σε σχήμα V μέχρι το χώρισμα του στήθους και μια μικρή τσέπη για μαντιλάκι (όπου αυτή όμως, επειδή το μαντιλάκι χαλούσε τη γραμμή, έβαζε πάντα ένα κομμάτι βαμπάκι διαποτισμένο με το αγαπημένο της άρωμα) και μια φούστα, σκούρα γαλάζια, πολύ φαρδιά, άνετη στο περπάτημα, ανεδείκνυε τέλεια τη λεπτή κορμοστασιά της. Φορούσε ένα κοκέτικο καπελάκι από φαρδύ μαύρο ψαθί, στολισμένο μ’ ένα χτυπητό βελούδινο κορδόνι γαλάζιο, μ’ ένα φιόγκο στο πλάι στην ίδια απόχρωση. Όλη την περασμένη Τρίτη έψαχνε να βρει αυτό το ασορτί κορδόνι και τελικά το πέτυχε στου Κλέρυ, στις θερινές εκπτώσεις, ακριβώς όπως το ήθελε, λιγάκι ξεβαμμένο στο χρώμα, μα αυτό δεν φαινόταν διόλου εφτά δάκτυλα για δυο σελίνια και μία πέννα. Το είχε ταιριάξει μόνη της και τι χαρά ένιωσε όταν το δοκίμασε ύστερα, στο χαριτωμένο είδωλο που της παρουσίασε ο καθρέφτης! Kαι όταν το έβαλε στην κανάτα του λαβαμπό, για να εξαλείψει κάθε κίνδυνο να χάσει τη φόρμα του, σκέφτηκε ότι αυτό θα εξαφάνιζε το χαμόγελο από κάποιες φίλες της. Τα παπούτσια της ήταν η τελευταία λέξη της μόδας (η Ήντυ Μπόουρντμαν καυχιόταν ότι τα δικά της ήταν πάρα πολύ petite, όμως αυτή δεν είχε ένα πόδι σαν της Γκέρτυ ΜακΝτάουελλ, τριάντα πέντε νούμερο, ασ’ την να κοκορεύεται), καλογυαλισμένα, και με μιαν αγκράφα πάνω από την ψηλή καμάρα του ποδιού. Οι τορνευτοί αστράγαλοί της έδειχναν τις τέλειες αναλογίες τους κάτω από τη φούστα της και από τις καλοσχηματισμένες γάμπες της, που ήταν ντυμένες με ωραίες κάλτσες μ’ ενισχυμένες φτέρνα και δάχτυλα, δεν έβλεπες παρά μόνον όσο έπρεπε να δεις, τίποτα περισσότερο.

Όσο για τα εσώρουχα, αυτά ήταν η μεγαλύτερη έγνοια της Γκέρτυ και, για όσους γνωρίζουν τις διακυμαινόμενες ελπίδες και τους γλυκούς φόβους των δεκαεφτά ετών (αν και η Γκέρτυ είχε περάσει πια τα δεκαεφτά), ποιος μπορούσε να την κατηγορήσει γι’ αυτό; Eίχε τέσσερις κομψές αλλαξιές, με ωραιότατα γαζιά, τρεις ρόμπες και νυχτικιές έξτρα, και η κάθε αλλαξιά με κορδέλες διαφορετικού χρώματος, ροζ παλ, μπλε σιελ, μωβ, φιστικί, και τις στέγνωνε μόνη της και τις λουλάκιαζε, όταν τις έπαιρνε από το πλυντήριο, και τις σιδέρωνε και είχε ένα τούβλο για ν’ ακουμπάει το σίδερο, επειδή δεν μπορούσε να εμπιστευτεί εκείνες τις πλύστρες, έτσι που της είχε δει να σακατεύουν τα ασπρόρουχα. Σήμερα είχε βάλει τη γαλάζια αλλαξιά, για γούρι, με την ελπίδα ότι, παρ’ όλους τους κακούς οιωνούς, το δικό της το χρώμα είναι και το χρώμα που φέρνει τύχη στη νύφη, που πρέπει οπωσδήποτε να φοράει κάτι γαλάζιο πάνω της, επειδή η πράσινη αλλαξιά που φορούσε πριν από μία εβδομάδα τής έφερε λύπη, γιατί ο πατέρας του τον είχε κλείσει στο δωμάτιό του για να διαβάσει για την υποτροφία, και αυτή σκέφτηκε ότι εκείνος ίσως θα έβγαινε σήμερα, γιατί καθώς ντυνόταν το πρωί παρά λίγο να βάλει τη φορεμένη κυλότα της ανάποδα, κι αυτό σημαίνει καλοτυχία και συνάντηση με τον αγαπημένο σου, αν τη φορούσες ανάποδα και εφόσον, βέβαια, δεν είναι Παρασκευή.

Τζαίημς Τζόυς, Οδυσσέας, μτφρ.: Σωκράτης Καψάσκης, σελ. 408-409, (13. Ναυσικά) Eκδόσεις Κέδρος 14η έκδοση, 1990

Πίνακες: Juan Miro, Henri Matisse

www.online-literature.com/james_joyce/ulysses/13/.

 

Tags:

Image

Tea time and James Joyce

Tea time and James Joyce

.

Hold to the now, the here, through which all future plunges to the past.

A man of genius makes no mistakes. His errors are volitional and are the portals of discovery.

I‘ve put in so many enigmas and puzzles that it will keep the professors busy for centuries arguing over what I meant, and that’s the only way of insuring one’s immortality.

.

This slideshow requires JavaScript.

.

Poetry, even when apparently most fantastic, is always a revolt against artifice, a revolt, in a sense, against actuality.

Welcome, O life! I go to encounter for the millionth time the reality of experience and to forge in the smithy of my soul the uncreated conscience of my race.

Your battles inspired me – not the obvious material battles but those that were fought and won behind your forehead.

.

 

 
Image

James Joyce, Ulysses (Episode 9 – Scylla And Charybdis)

James Joyce, Ulysses (Episode 9 - Scylla And Charybdis)

.

.

First he tickled her
Then he patted her
Then he passed the female catheter.
For he was a medical jolly old medi.
– I feel you would need one more for Hamlet. Seven is dear to the mystic mind. The shining seven W. B. calls them.
Glittereyed, his rufous skull close to his greencapped desklamp sought the face, bearded amid darkgreener shadow, an ollav, holyeyed. He laughed low: a sizar’s laugh of Trinity: unanswered.
Orchestral Satan, weeping many a rood
Tears such as angels weep.
Ed egli avea del cul fatto trombetta.


James Joyce, Ulysses (Episode 9 – Scylla And Charybdis)
http://www.online-literature.com/james_joyce/ulysses/


Φωτογραφία: Robert Doisneau

 

Tags: ,

Image

Τζέημς Τζόυς, Φανερώσεις (3)

Τζέημς Τζόυς, Φανερώσεις (3)

.

Τα πιο αργοπορημένα παιδιά μαζεύουν τα πράγματά τους να γυρίσουν σπίτι, γιατί το πάρτυ τέλειωσε. Αυτό είναι το τελευταίο τραμ. Τα κοκαλιάρικα καφετιά άλογα το ξέρουν αυτό και κουνάν τα κουδουνάκια τους στην καθάρια νύχτα, σαν ορμήνεμα. Ο εισπράκτορας μιλάει με τον οδηγό˙ και οι δύο γνέφουν συχνά με το κεφάλι μέσα στο πρασινωπό φως του φαναριού. Κανένας εκεί κοντά. Είναι σαν να αφουγκραζόμαστε, εγώ στο πιο ψηλό σκαλοπάτι κι αυτή στο πιο χαμηλό. Ανεβαίνει στο σκαλοπάτι μου πολλές φορές και ξανακατεβαίνει, ανάμεσα στις φράσεις μας, και μια ή δυο φορές μένει δίπλα μου ξεχνώντας να κατέβει, κι ύστερα κατεβαίνει… Ας είναι˙ ας είναι… Και τώρα δεν προβάλλει τις ομορφιές της – το ωραίο της φόρεμα και τη ζώνη και τις μακριές της μαύρες κάλτσες – γιατί τώρα (σοφία των παιδιών) μοιάζει να ξέρουμε πως η κατάληξη αυτή θα μας ευχαριστήσει περισσότερο από οποιαδήποτε κατάληξη και αν είχαμε σοφιστεί.

Τζέημς Τζόυς, Φανερώσεις (3) σελ. 9, μτφρ. : Δημήτρης Χουλιαράκης, Εκδόσεις Το ροδακιό, 1994

Πίνακας: Gustav Klimpt

.

.

 

Tags: ,

Image

Τζέημς Τζόυς, Φανερώσεις (21)

Τζέημς Τζόυς, Φανερώσεις (21)

.

Δυο μοιρολογίστρες αγωνίζονται να διασχίσουν το πλήθος. Το κορίτσι, που με το ένα χέρι κρατάει τη φούστα της γυναίκας, πάει μπροστά. Το πρόσωπο του κοριτσιού είναι το πρόσωπο ενός ψαριού, ξεπλυμένο και με λοξά μάτια∙ το πρόσωπο της γυναίκας είναι μικρό και τετράγωνο, πρόσωπο ενός πραματευτή. Το κορίτσι, το στόμα του παραμορφωμένο, κοιτάζει ψηλά τη γυναίκα να δει αν είναι ώρα να κλάψει∙ η γυναίκα, σιάζοντας ένα επίπεδο σκουφί, βιάζει το βήμα της για το νεκροστάσιο.

Τζέημς Τζόυς, Φανερώσεις (21) σελ. 27, μτφρ. : Δημήτρης Χουλιαράκης, Εκδόσεις Το ροδακιό, 1994

Πίνακας: Gustav Klimpt

 

Tags: ,