Category Archives: Φίλιπ Ροθ
Philip Roth, H ταπείνωση
.
Από τη στιγμή που είχε ανακαλύψει και πάλι το θαύμα του νυχτερινού ύπνου και έπρεπε να τον ξυπνάει η νοσοκόμα για το πρόγευμα, άρχισε να νιώθει ότι ο τρόμος υποχωρούσε. Του είχαν δώσει ένα φάρμακο για την κατάθλιψη που δεν το ανέχθηκε ο οργανισμός του· μετά ένα δεύτερο, και τελικά ένα τρίτο που δεν του προκαλούσε ανυπόφορες παρενέργειες. Όμως δυσκολευόταν να πιστέψει ότι του έκανε όντως καλό. Δεν μπορούσε να πεισθεί ότι η βελτίωσή του είχε οποιαδήποτε σχέση με χάπια ή με ψυχιατρικές συνεδρίες ή με την ομαδική η την εικαστική θεραπεία: όλα τα θεωρούσε ασκήσεις χωρίς νόημα. Αυτό που εξακολουθούσε να τον φοβίζει, καθώς πλησίαζε η μέρα του εξιτηρίου, ήταν το γεγονός ότι τίποτα από όσα του είχαν συμβεί δεν φαινόταν να συνδέεται με κάτι άλλο. Όπως είχε πει στον δρα Φαρ –και στη συνέχεια είχε πεισθεί και ο ίδιος, αφού πρώτα προσπάθησε με όλες του τις δυνάμεις να εντοπίσει μια αιτία, στη διάρκεια των συνεδριών τους – είχε χάσει τη μαγεία της υποκριτικής του χωρίς να υπάρχει κανένας σοβαρός λόγος· το ίδιο αυθαίρετα, βέβαια, είχε αρχίσει να εξασθενεί και η επιθυμία να τερματίσει τη ζωή του, τουλάχιστον προς το παρόν. «Δεν υπάρχει σοβαρός λόγος για οτιδήποτε συμβαίνει», είπε στον γιατρό αργότερα, την ίδια μέρα. «Χάνεις, κερδίζεις –όλα είναι ένα καπρίτσιο της τύχης. Η παντοδυναμία του καπρίτσιου. Η πιθανότητα της ανατροπής. Ναι, η απρόβλεπτη ανατροπή της εξουσίας της».
Philip Roth, H ταπείνωση, σελ. 26-27 μτφρ.: Kατερίνα Σχινά, εκδόσεις Πόλις 2010
Artwork: Abraham Manievich
Φίλιπ Ροθ, Το βυζί
Είμαι βυζί. Ένα φαινόμενο που περιγράφεται με διάφορους τρόπους: «καταιγιστική αύξηση ορμονών», «ενδοκρινολογική καταστροφή» και/ή «ερμαφροδιτική έκρηξη χρωμοσωμάτων». Κάτι τέτοιο έγινε μέσα στο σώμα μου από τα μεσάνυχτα ως τις τέσσερις π.μ. της 18ης Φεβρουαρίου 1971, και μεταμορφώθηκα σε θηλαστικό αδένα, χωρίς καμία σχέση με την ανθρώπινη μορφή. Σ’ έναν θηλαστικό αδένα που μπορεί να υπάρχει – εύκολα το φαντάζεται κανείς – στα όνειρα ή στους πίνακες του Νταλί. Μου λένε πως τώρα είμαι ένας οργανισμός σαν τόπι ή αερόστατο. Λέγεται πως είμαι σπογγώδης, ζυγίζω εβδομήντα κιλά (έναντι των ογδόντα που ήμουν πριν), κι έχω πάντα μάκρος ένα ογδόντα πέντε. (…)
H θηλή μου είναι ρόδινη – σαν τον λεκέ που ανακάλυψα στη βάση του πέους μου μπαίνοντας στο ντους εκείνη τη νύχτα. Οι οπές της ρόγας χρησιμεύουν περίπου σαν στόμα και αυτιά –τουλάχιστον μπορώ να συνεννοούμαι μέσα από τη ρόγα, ή ν’ ακούω αμυδρά τι γίνεται γύρω μου– κι έτσι στην αρχή υπέθεσα πως η ρόγα είχε γίνει το κεφάλι μου. Οι γιατροί όμως οδηγούνται σε άλλα συμπεράσματα τουλάχιστον αυτόν το μήνα. Με ελάχιστες ενδείξεις, στις οποίες στηρίζουν τούτη την υπόθεση έναντι όλων των άλλων, λένε τώρα πως το ζαρωμένο και κάπως τραχύ δέρμα της ρόγας –που, πρέπει να το παραδεχτώ, είναι τρομερά ευαίσθητο στο άγγιγμα, πράγμα απίθανο για μέρος του προσώπου, ακόμη και για το βλεννογόνο των χειλιών– σχηματίστηκε από το πέος μου. Το ίδιο και η ροδαλή μεμβράνη που περιβάλλει τη θηλή και περιέχει το μυϊκό σύστημα που τη σκληραίνει όταν ερεθίζομαι: λένε πως σχηματίστηκε από το στέλεχος του πέους, με την επίδραση (όπως υποστηρίζουν μερικοί) μιας «ηφαιστειώδους υπερέκκρισης θηλαστικογενούς υγρού». Δυο λεπτές, κοκκινωπές τρίχες βγαίνουν από ένα εξόγκωμα της στεφάνης. «Μυστήριο πράγμα! Tι μάκρος έχουν!»
«Ακριβώς δεκαπέντε πόντους».
«Οι κεραίες μου». Η πίκρα. Έπειτα η δυσπιστία. «Μου τραβάτε τη μία, σας παρακαλώ;»
«Eντάξει, Ντέηβιντ, αφού το θέλεις. Θα την τραβήξω μαλακά».
O δόκτων Γκόρντον δεν έλεγε ψέματα. Ένιωσα μια τρίχα να τραβιέται στο κορμί μου. Ήταν γνώριμη αίσθηση, και μου ’ρθε να πεθάνω. (…)
Ποια άβυσσος έχασκε σ’ αυτήν την πρωτόγνωρη ταύτιση με το μοναδικό αντικείμενο του βρεφικού σεβασμού; Τι ανεκπλήρωτες ορέξεις ή παμπάλαιες συγχύσεις, τι θραύσματα του μακρινού παρελθόντος μου πρέπει να συγκρούστηκαν για να πυροδοτήσουν μια γιγάντια ψευδαίσθηση, τόσο υπέροχη και τόσο κλασική στην απλότητά της; Πώς να εξηγήσω το φθόνο του μαστού, που πρέπει να ενέπνευσε αυτό το εκκεντρικό κατασκεύασμα; Μήπως ήμουν απλώς ένα αμερικανόπαιδο που το τάισαν πολύ γάλα; Ή μήπως ήταν μια λαχτάρα, βαθιά μέσα στο διάπυρο κέντρο μου, ο πόθος μου να βρεθώ τέλεια και ευλογημένα ανυπεράσπιστος, να γίνω ένας τεράστιος, ανεγκέφαλος σάκος ιστών, ποθητός, ηλίθιος, παθητικός, ακίνητος, που δεν ενεργεί, αλλά δέχεται τις ενέργειες των άλλων, που κρέμεται, που απλώς υπάρχει, όπως κρέμεται και υπάρχει ένα βυζί. Ή να το θεωρήσω ένα είδος χειμερίας νάρκης, έναν μακρύ χειμωνιάτικο ύπνο, θαμμένον στα βουνά της γυναικείας ανατομίας; Ή πάλι να πω ότι το βυζί είναι το κουκούλι μου, πρώτος ξάδερφος του σάκου όπου ζούσα πλέοντας στα νερά της μάνας μου; Ή, ή, ή… Σαλιάριζα, σίγουρα τα λόγια μου τον ξεπερνούσαν, είχα ξεπεράσει τον εαυτό μου και την κοινή λογική επίσης – αλλά ποιος μπορεί να βγάλει άκρη μ’ ένα τέτοιο φαινόμενο; Έτσι, τα ’λεγα στον μπαμπά μου, μέσα στην τρέλα μου, κι έπειτα πάλι έκλαιγα απ’ τη χαρά μου. Χωρίς δάκρυα. Όμως έκλαιγα. Πού πήγαν τα δάκρυά μου; Πότε θα νιώσω πάλι τα δάκρυά μου; Πότε θα νιώσω τα δόντια μου, τη γλώσσα μου, τα δάχτυλα των ποδιών μου; (…)
Έχω επιστρέψει στις πρώτες ώρες της ανθρώπινης ύπαρξής μου, λέω στο γιατρό, τότε που το βυζί είναι εγώ, κι εγώ είμαι βυζί, τότε που όλα είναι ένα, τότε που το κυρτό είναι κοίλο και το κοίλο κυρτό, οι πρώτες χίλιες ώρες μου έπειτα από αιώνες ανυπαρξίας, η χαραυγή της ζωής μου, η Μεσοποταμία μου! Είμαι λαλίστατος. Λέω τα πάντα. Όπου να ’ναι θα τα καταφέρω. Δε θα σωπάσω ώσπου να βρω τα λογικά μου. Μπορεί όλα αυτά να είναι μια αναπόφευκτη κατάρρευση μετά την ψυχανάλυση, ένα χρόνο παλεύω, επινοώ τα πιο απεγνωσμένα μέσα για να βρω την επαφή με τον Κλίνγκερ. «Γιατρέ μου, έχετε φανταστεί ποτέ τι φαντασιώσεις εξάρτησης φουντώνουν μέσα στους ανήλικους ασθενείς σας, μόνον και μόνον απ’ το όνομά σας; Γιατρέ μου, έχετε συνειδητοποιήσει πως όλα τα ονόματα αρχίζουν από Κ, το δικό σας και το δικό μου και του Κάφκα; Kι έπειτα της Κλαίρης και της δεσποινίδος Κλαρκ;» «To αλφάβητο» μου θυμίζει σα φιλόλογο, «έχει μόνο είκοσι έξι γράμματα. Και υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι που χρειάζονται αρχικά για ν’ αποκτήσουν ταυτότητα». «Nαι, αλλά…» «Aλλά, τι;» «Αλλά κάτι! Ό,τι να ’ναι! Σας παρακαλώ, αφού δεν μπορώ μόνος μου, βοηθήστε με εσείς, δώστε μου κάποια νύξη να προχωρήσω! Πέστε μου την αρχή! Θέλω να βγω από δω μέσα!»
Φίλιπ Ροθ, Το βυζί, σελ. 19 και 21 αποσπασματικά, 72-73, 76-77, μτφρ.: Αλεξάνδρα Κοντού, Εκδόσεις γράμματα, 1984.
Φωτό: Lucien-Clergue