RSS

Category Archives: Νάνσυ Αγγελή

Nάνσυ Αγγελή, Όταν πάγωσε ο χρόνος

Στα πρώτα χρόνια της σχέσης ήταν μια απόλαυση να απαντάει στην ερώτηση «πώς γνωριστήκατε;».  Όλες οι λεπτομέρειες ήταν γλαφυρές, οι αναμνήσεις όμορφα ροδοκόκκινες από εκείνο το πρώτο καλοκαίρι, το δέρμα σφριγηλό. Ήταν η στιγμή μεταξύ του γλυκού ή του πρώτου χωνευτικού ηδύποτου, όταν στα φιλικά ή οικογενειακά τραπέζια κάποιος από τους συνδαιτημόνες έκανε αδιάφορα την πρώτη νύξη, αυτή που έσπαγε τον πάγο των προσωπικών ερωτήσεων, κι ύστερα όλα τα μάτια θαυμασμού που ήταν στραμμένα στο νεαρό ζευγάρι αντάλλασσαν χαμόγελα αδημονίας. Εκείνη, κυρίως εκείνη, έπαιρνε τον λόγο μετά από μια σύντομη παύση ευχαρίστησης,  όσο εκείνος έπινε αργά απ’ το ποτήρι του. Συνήθιζε να ξεκινά τη διήγηση με ό,τι πλαισίωσε την τυχαία αυτή συνάντηση που αποδεικνύονταν, μήνες τώρα,  υπέροχα καθοριστική, καρμική όπως θα έλεγε και η θεία Αγλαΐα. Συνήθιζε να ξεκινά τη διήγηση περιγράφοντας, προσπαθώντας να κάνει χειροπιαστό, για το εύθυμο ακροατήριο, τον ακριβή τόπο και χρόνο. Δεν ήταν εύκολο αυτό, δεν μπορεί κανείς εύκολα να κλείσει μέσα σε μια πρόταση αχτίνες φωτός, αχτένιστα μαλλιά, κολλώδη πλαστικά ποτήρια γεμάτα κόκκινο φτηνό κρασί, ουρές γνωστού νεανικού φεστιβάλ, περίπατους σε ξένη πόλη, φίλους καινούργιους μαζί με παλιούς να διασκεδάζουν όλοι μαζί, τρεις διαφορετικές γλώσσες, μη λεκτική επικοινωνία, σωματική σύμπνοια, λεωφορεία, ξενοδοχεία, αεροπλάνα αποχωρισμού, μέηλ επανασύνδεσης. Όλα αυτά ήταν πολύ σημαντικά, αλλά και πάλι δεν ήταν αρκετά. Υπήρχαν ένα σωρό ακόμα άπιαστες, άυλες λεπτομέρειες που κάποιος θα μπορούσε ίσως να ζωγραφίσει ξανά και ξανά με την επιμονή ενός Μονέ, γυρνώντας δηλαδή ξανά και ξανά στον ίδιο δρόμο, οι πλάκες σαν νούφαρα, εκεί όπου συντελέστηκε εκείνη η καθοριστική διασταύρωση βλεμμάτων ανάμεσα σε ακατανόητα σχόλια και γέλια, την ώρα που σερβίρεται η πρώτη κρύα μπύρα στα tapas bars της Καταλονίας, μια στιγμή πριν πέσει ο ήλιος, με άλλα λόγια, όταν ο ουρανός είναι ακόμα μια στάλα πορτοκαλί και στο φόντο διακρίνονται θολά τα πρώτα αναμμένα φώτα κατά μήκος της Ραμπάλ. Όλα αυτά και τόσα άλλα ακόμα που κρύβονται τριγύρω και συνεισφέρουν βάζοντας το δικό τους λιθαράκι στον σχηματισμό μιας εικόνας, ενός παγωμένου δευτερολέπτου, θα μπορούσε ίσως να τα ζωγραφίσει κάποιος καταφέρνοντας να οπτικοποιήσει το θρόισμα ή το απαλό άγγιγμα των γυμνών ώμων ή την αχτίνα φωτός, μα πώς θα μπορούσε να τα μεταφέρει ικανοποιητικά με λόγια; Όλες αυτές οι ασήμαντες λεπτομέρειες διαμόρφωναν τον πίνακα με τρόπο καθοριστικό και έπρεπε να ειπωθούν. Όλες και καθεμιά απ’ αυτές. Και κάπως έτσι η διήγηση έμοιαζε χαοτική και ατέλειωτη, σαν φιδογυριστός δρόμος, μα τόσο ζωντανή και ευχάριστη ώστε κανείς δεν βαριόταν, οι αφηγητές, περισσότερο κι απ’ τους ακροατές, κι είναι σημαντικό αυτό, να μεθά κανείς από τα ίδια του τα λόγια. Ο χρόνος απ’ την πλευρά του, οι μήνες που είχαν περάσει, είχαν προσθέσει τη δική τους πινελιά στις προσωπικές αναμνήσεις του καθενός, είχαν προσδώσει στο ζευγάρι μια τρυφερή, νεόφυτη ακόμα οικειότητα, που καθιστούσε ωστόσο δυνατή την εξομολόγηση ―εκ των υστέρων― μικρών μυστικών και σκιρτημάτων που συνόδευσαν εκείνες τις πρώτες μέρες του έρωτα, κάνοντας την ανάμνηση πιο απολαυστική.  Έτσι, κάθε νέα εξιστόρηση της γνωριμίας τους, ήταν σαν μια μικρή επέτειος, μια εκ νέου επισφράγιση της αγάπης τους, μια γιορτή. Εκείνη έλεγε «θυμάσαι;» κι εκείνος κουνούσε το κεφάλι χαμογελώντας. Στα τελευταία χρόνια της σχέσης ήταν αφόρητη η ερώτηση «πώς γνωριστήκατε;». Τι σημασία είχε άλλωστε; σκεφτόταν κάθε φορά που ένιωθε υποχρεωμένη ν’ απαντήσει για κάτι τόσο παλιό, κάτι που είχε συμβεί προ αμνημονεύτων χρόνων, η διήγηση του οποίου δεν έκανε τίποτε άλλο από το να τονίζει με τον πιο επώδυνο τρόπο τα χρόνια που πέρασαν, την απόσταση, αυτήν την αβυσσαλέα απόσταση ανάμεσα στο τότε και στο τώρα, ανάμεσα σ’ εκείνον και σ’ εκείνη. Η ίδια η ερώτηση της φαινόταν τώρα μοχθηρή. Θέλω να πω, δεν ρωτά κανείς έναν άρρωστο πώς έμοιαζε όταν ήταν υγιής. Τα οικογενειακά τραπέζια απ’ την άλλη δεν ήταν τόσο πολυάριθμα όσο άλλοτε. Η ερώτηση, αυτή καθαυτή, δεν γινόταν συχνά πια, ήταν φορές που το ενδιαφέρον δεν κινούσε τόσο ο τρόπος γνωριμίας, αλλά αυτό το «πόσο καιρό είστε μαζί;».  Σαν να μην ήταν τόσο σημαντικά τώρα οι αχτίνες φωτός, οι γυμνοί ώμοι και τα πρώτα βλέμματα, τα πρώτα παγωμένα δευτερόλεπτα, οι ακριβείς στιγμές σαν νούφαρα…  Για ποια νούφαρα μιλάς; Δεν ήταν παρά πλάκες πεζοδρομίου. Ήταν απόγευμα ή μεσημέρι, ήμασταν πέντε όλοι μαζί ή μήπως έλειπε η Δροσιά; Δεν ήταν σίγουροι… Κι άλλωστε, τι σημασία είχε; Αυτό που είχε τώρα πραγματικά σημασία ήταν η αντοχή, μια κάποια συναισθηματική ανθεκτικότητα. Σ’ αυτά τα επίπεδα, οι πρώτες αυτές αναμνήσεις δεν ενδιέφεραν τόσο, ήταν  ήδη αρκετά μακρινές και συγκεχυμένες, θολές σαν ανεστίαστες. H θύμησή τους αντί να επιβεβαιώνει έναν μακροχρόνιο έρωτα, είχε τη γεύση του τέλους, τη μυρωδιά ενός  τερματικού σταθμού. Τον καμβά έσχιζαν χοντρές μονοχρωματικές πινελιές σβήνοντας στο πέρασμά τους τις λεπτές αποχρώσεις, και ο πίνακας είχε την όψη μιας αφηρημένης τέχνης που τα λόγια δεν ήταν σε θέση να ορίσουν. Εκείνη έλεγε «θυμάσαι;» κι εκείνος δεν θυμόταν. Στα τελευταία χρόνια της σχέσης τα λόγια ήταν λιγοστά και ελλιπή, η σιωπή γέμιζε το κενό. Τα δέρμα είχε ξεφλουδίσει απ΄ τα τόσα καλοκαιρινά μαυρίσματα. Κανείς δεν θυμόταν, κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει τι είχε συντελεστεί στο πέρασμα του χρόνου, ποια ακριβώς στιγμή εμφανίστηκαν οι πρώτες ρυτίδες.  Σ’ εκείνες τις θλιβερές στιγμές απομόνωσης, όπου ο καθένας ήταν κλεισμένος στη δική του προσωπική επισκόπηση, ήταν αστείο να συνειδητοποιείς πόσο ο χρόνος έμοιαζε να είχε παγώσει ανάμεσα στα πρώτα και στα τελευταία χρόνια της σχέσης, όσο διαρκεί δηλαδή η αγάπη.

Νάνσυ Αγγελή, από τη συλλογή διηγημάτων Η νοητή ευθεία που ενώνει ένα σώμα μ’ ένα άλλο, Σμίλη 2018

Artwork: Duy Huynh

 

Νάνσυ Αγγελή, ΑσΚήΣεΙς ΓρΑφήΣ

.

στοχασμοί

Χοντρές σταγόνες αρχίζουν να πέφτουν. Τις βροχερές μέρες η πόλη γεμίζει ομπρέλες κι ο κάμπος λάσπη. Κλείνουμε τα παράθυρα κι ανάβουμε καλοριφέρ, σκουπίζουμε τις σόλες σε πατάκια. Η μέρα είναι στιγμές που μοιάζει ατέλειωτη σαν σκαλωσιά. Όλα έχουν προβλεφθεί, θα’ ναι γι’ αυτό.

Μια καμπάνα χτυπά στο μέσο του πρωινού, υπενθύμιση παλιάς κοπής. Οι χτύποι υψώνονται κοφτοί και χάλκινοι, μπλέκονται με το μαρσάρισμα μιας μοτοσυκλέτας και το βουητό των αυτοκινήτων. Αδιαφορούμε.

Είναι νωρίς ακόμα.

Όταν νυχτώνει ανάβουμε φώτα για να δούμε καλύτερα. Έχουμε μπει από καιρό στην εποχή του ορθολογισμού.

Άτεγκτη πέφτει η σκιά, παρά το φως.

∞∞∞

Πρώτη δημοσίευση

Artwork: Juan Martinez Bengoechea

 

Νάνσυ Αγγελή, ΑσΚήΣεΙς ΓρΑφήΣ

.

αντιθέσεις

εξέλιξη

Καλοστρωμένα τραπέζια (βάζα με λουλούδια), παράθυρα (διπλά τζάμια), χαλιά, κουρτίνες, κρεβατοκάμαρες, επίπεδη τηλεόραση, μπάνια (μπιντές), γκαράζ (τηλεχειριστήριο), αυτοκίνητο Νº 1, αυτοκίνητο Nº2, δρόμοι, φανάρια, πεζοδρόμια, κτήρια, γερανοί, λιμάνια, αεροδρόμια και πίσω χάος, αγριόχορτα στον πίσω κήπο.

μαζί

Ο ένας ζεσταίνεται, ο άλλος κρυώνει. Στον έναν αρέσει η θάλασσα, στον άλλο το βουνό. Ο ένας βλέπει τηλεόραση, ο άλλος προτιμά τα dvd. Στον πρώτο αρέσει το περπάτημα, ο δεύτερος δεν κάνει βήμα. Ο ένας είναι απαισιόδοξος, ο άλλος αισιόδοξος. Μαζί δεν κάνουν και χώρια δεν μπορούν: Eίναι παντρεμένοι τριάντα χρόνια τώρα.

ιντερμέδιο

Ανάμεσα στο σκοτάδι του ονείρου και το φως της μέρας,  στο χτες και το αύριο, στην αρχή και το τέλος που είναι η γέννηση και ο θάνατος,

                                                                                                                                                                                             τι παρεμβάλλεται;

Πρώτη δημοσίευση

Φωτό: Alexey Titarenko