RSS

Category Archives: Νίκη Τρουλλινού

Νίκη Τρουλλινού, Ουρανός από στάχτη

Διάλειμμα,  στην αυλή, φυσάει βοριάς, το κορίτσι στέκεται προσοχή και το αγόρι τεντώνεται, με το δείχτη του χεριού προσπαθεί να βγάλει από το μάτι της τη σκόνη; το πετραδάκι; Τα κορμιά τους κοντά, απέναντι, ευλογημένος ο σκονισμένος άνεμος. Πώς το λένε οι διανοούμενοι, να δεις, αναστοχασμός, να μηρυκάσω, το λέω εγώ. Αμάσητη τροφή καταπίνεται, θέλεις το χρόνο σου να τη φέρεις πάλι από τα άρρωστα στομάχια, τα χαλασμένα έντερα, το χαζό κατσίκι τραβάει στη σκιά του βράχου και μηρυκάζει, αναμασάει, λες κι έχω κλειστεί μαζί σου στο αεροδρόμιο ή στην πόλη με αυτό το ασφυκτικό συναίσθημα του αποκλεισμού, οι προσχώσεις του παρελθόντος αποδεικνύονται πολύ σαθρό έδαφος, φερτά υλικά από χείμαρρους και μπαζωμένα ρέματα,  κολλήσανε χωρίς να με ρωτήσουν, πάτησα πάνω τους, τώρα τρεκλίζω, τρεκλίζουμε μαζί. Και η όμορφη από την γκαλερί στη Sablon πρέπει να κερδίσει το χώρο της, μην την αφήσεις να σου φύγει, άκουσες; Θα είναι μεγάλη βλακεία, προλαβαίνεις να κάνεις παιδί στα πενήντα σου όπως ο σοφός Δράκος πατέρας σου, άλλωστε η δουλειά της ταιριάζει στο προφίλ του στελέχους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σωστά; Όχι εμένα που προτιμώ να τριγυρνάω στη La place du jeu de Balle στη σκιά του Palais de Justice – εκεί δεν βρίσκεις πράγματα αξίας, μου είπες… Είναι σχετικό το πώς βλέπει καθένας μας την αξία. Παλιές καρτ ποστάλ, αυτό ψάχνω, με καλλιγραφικά γράμματα, έρωτες και σπαραξικάρδια μηνύματα του δέκατου ένατου αιώνα, πεζικάριοι και ιππείς εξορμούν στις πεδιάδες  της γηραιάς Ευρώπης υπό τους ήχους του εμβατηρίου Ραντέτσκυ και ’γω με κάτι παμπάλαια μαχαιροπίρουνα ρημαγμένων μοναστηριών στην αγκαλιά: θα καλέσω σε δείπνο την παραμυθία της μνήμης· να η αξία.  Και κοίτα, δεν μ’ ενδιαφέρει αν συνεδριάζει ή δεν συνεδριάζει η επιτροπή σου εκεί στο περίφημο κτίριο του Berlaymont.

Άσε με εμένα στις καρτολίνες μιας άλλης Ευρώπης με όνειρα, ξέρεις,  δερμάτινες βαλίτσες ανοιγμένες στο χρόνο, πωλητές να ζυγιάζουν με μάτι έμπειρο τις ζωές των άλλων πίσω από τις λέξεις της απόστασης και της απώλειας, όταν το ταξίδι μπορεί να είναι και απώλεια,  γραμματόσημα και σφραγίδες Ταχυδρομείων να μαρτυρούν τους αιώνες, τα νέα γραμμένα με κονδυλοφόρο, μελάνι και τα χρειαζούμενα, εκείνο το στυπόχαρτο πόσο καλά έκανε τη δουλειά του, στιγμές της Ιστορίας φωτογραφημένες με τζουμ ταρα- τατζούμ, ανίδεες τάχα μου, και υποκρινόμενες τις αθώες,  Αγαπητή μαμά, μια μεγάλη καλημέρα από την καταραμένη ετούτη χώρα της Ανατολής…   ή τα πιο δύσκολα,   Αγαπητοί γονείς, πέρασε ήδη ένας μήνας που εγχειρίστηκα και  πάνε τρεις μόνο μέρες που δεν υποφέρω. Από την εγχείρησή μου δεν απομένει παρά η παραλυσία του νεύρου του δεξιού μου χεριού, δεν έχω πια τη δύναμη να κρατήσω την πένα, αλλά σιγά σιγά…   και  οι πολιτείες, λιμάνια, ποτάμια, πάρκα και βουλεβάρτα, πλατείες και γεφύρια, παραλίες και νοσταλγικές κυρίες με ομπρελίνα, ξενοδοχεία με μοναχικούς ανθρώπους, είναι ίσως εκείνοι που στέλνουν τις περισσότερες κάρτες, και ερωτευμένοι, και στρατιώτες εκστρατευτικών σωμάτων, Δεσποινίς, ειλικρινά δεν νομίζω ότι έκανα κάτι ανάρμοστο αποφασίζοντας να σας γράψω, και ο κύριος πατέρας σας θα μπορούσε κάλλιστα να διαβάσει την κάρτα μου, χωρίς να βρει τίποτε το μεμπτό… Αν, εντούτοις, υποχρεωθείτε να σταματήσετε την αλληλογραφία μας, δεν θα μου μένει παρά να υποκλιθώ σ’ αυτή την ανώτερη βία, με μεγάλη μου, ωστόσο, θλίψη, Salut de Constantinople, Mardi 19/4/1894, ποιος πόλεμος, ποια ακυρωθείσα Συνθήκη είχε φέρει τον ερωτευμένο μου ως εκεί;

 

 

Συνεχίζω: λυπήθηκα πολύ που φεύγοντας δεν σε είδα, γράψε μου, από την Βιέννη στη Θεσσαλονίκη του χίλια εννιακόσια είκοσι εφτά. Από την Αμβέρσα του χίλια εννιακόσια είκοσι τρία, Νικόλαος Χατζή Θωμάς και Σεφερτζής και Ταγαράς, Rue Sainte Sophie, κράτησα τα ίχνη όλων αυτών των χεριών που τις έγραψαν, τις έστειλαν, τις κράτησαν; Αμφίβολες ιστορίες, το ξέρω, αφηγήσεις μιας ηπείρου που υπήρξε φωτεινή και σκοτεινή μαζί – αυτό, το δεύτερο,  θέλεις να αποφύγεις;
Θέλω να μ’ αφήσεις να δουλέψω, αυτό, μπορείς;
Γουάου!!! άνοιξες πάλι το σημαδάκι που έχει το όνομά μου; είσαι στη γραμμή; Τι ωραία!!!! Οι κλεισμένοι ουρανοί είναι μιας πρώτης τάξης ευκαιρία εσύ και οι όμοιοί σου να αναμασάτε σαν τα συμπαθή τετράποδα, Τηλέμαχε! Κοίτα τους, έχουν διασχίσει τους χρωματιστούς διαδρόμους, έχουν μπει στο γραφείο σου, χαιρετούν κλπ… γραβάτα ακριβή για την περίσταση, αν και το casual έχει κερδίσει τελευταία την προτίμηση των γραφειοκρατών της ομοταξίας σου,  ήρθαν με τρένο από το βορρά του βορρά, τουλάχιστον αυτοί, οι άλλοι στην οθόνη, ανοίγουν οι φουσκωμένοι χαρτοφύλακες, πολυσέλιδες εκθέσεις in vitro αναλύουν τα δεδομένα της οικονομικής κατάστασης τάδε και τάδε, προτείνεται δε… μα φυσικά και δεν συμφέρει ο δημόσιος τομέας, αγαπητέ μου, λειτουργικές και δημοσιονομικές αστοχίες, οι καλεσμένοι σου θα αποχωρήσουν (η επιταγή για το έργο τους πότε θα εισπραχθεί;), η σφαγή θα ξεκινήσει μόλις αποδεχθείς την εισήγησή τους και τη σπρώξεις προς τους πάνω ορόφους… σε κείνους άλλωστε που την είχαν παραγγείλει,   διάβολε, πρέπει και να δικαιολογούμε τις προληφθείσες αποφάσεις – αλλιώς τι τεχνοκράτες είμαστε; N’ est-ce pas?

Περίληψη του μυθιστορήματος

Το ισλανδικό ηφαίστειο με το παράξενο όνομα ξερνάει τις στάχτες του στους ουρανούς της Ευρώπης. Απρίλης 2010. Ο Τηλέμαχος, τεχνοκράτης των Βρυξελλών, αποκλεισμένος στην καρδιά της Ευρώπης, η Θάλεια, φιλόλογος σε δημόσιο σχολείο των  Εξαρχείων, σκυμμένοι οι δυο τους, ενωμένοι οι δυο τους σε λογής πληκτρολόγια, σκαλίζουν μυστικά και ψέματα. Τα δικά τους και των άλλων. Μαζί τους, να τους συντροφεύει, το ημερολόγιο της γιαγιάς Αργυρής:  το Ηράκλειο του μεσοπολέμου, τα χωριά του κάμπου –  οι ρίζες των μυστικών τους. Η ιστορία της οικογένειας δεμένη με την ιστορία του τόπου. Όταν οι ουρανοί και τα αεροδρόμια  ανοίγουν,   η Ελλάδα μπαίνει στην «εποχή του ΔΝΤ». Άλλες επιλογές, άλλες αποφάσεις. Ποιες, αλήθεια; Και πώς;. Και κυρίως: όλα αυτά μπορούν να κτίσουν το μυθιστόρημα που η Θάλεια ονειρεύεται να γράψει;

Νίκη Τρουλλινού, Ουρανός από στάχτη, μθστρ., προδημοσίευση.

.