RSS

Category Archives: Raphaële Billetdoux

Raphaële Billetdoux, Οι νύχτες μου είναι πιο όμορφες απ’ τις μέρες σας

Το μόνο πραγματικά δύσκολο εκείνη τη στιγμή ήταν να τραβήξεις το βλέμμα σου απ’ αυτή την ανοιχτή πληγή του ουρανού, τη βαθιά και δηλητηριώδη, που σαν πυρκαγιά καταύγαζε πάνω από το Παρίσι και αντανακλούσε τα φοβερότερα γνήσια τοπία, τα εκπληκτικότερα ζώα, σμιλεμένα στην πορφύρα αγγέλων που ξεψυχούσαν και από τους οποίους δεν έλαμπε πια άλλο τίποτε, πέρα από τη διάθλαση των χρυσών σαλπίγγων. Κάτω απ’ αυτό το τελευταίο σπαρτάρισμα το φωτός, ανθρώπινα όντα, πουλιά, αυτοκίνητα, είχαν τρελαθεί. Η εισβολή της σκιάς και η ζωηρή κίνηση στους δρόμους έδιναν μόνο μια ψευδαίσθηση ανέμου, που δεν μπορούσε να μετριάσει τον εποχιακό καύσωνα. Τα παιδιά έπεφταν μπρούμυτα κι αποφάσιζαν να κλάψουν. Οι σκύλοι στριφογύριζαν και σήκωναν τις μουσούδες τους για να κοιτάξουν τους ανθρώπους κατάματα. Η μέρα, που ήταν μεγάλη, να που ’χε κιόλας περάσει. Αυτήν ακριβώς την πιο ευλαβική ώρα, υποφέρεις ξαφνικά, επειδή δεν αγαπιέσαι κι επειδή απαγορεύεται να ορμήσεις πάνω στα άτομα του άλλου φύλου, που περνούν πλάι σου και σ’ αγνοούν.

Σωριασμένος στην καρέκλα του, είχε ξεχάσει ότι φορούσε άσπρα και ότι αυτό το λευκό πάνω στο ψηλό κουρασμένο κορμί του, μέσα στη γενική αγωνία του φωτός, θα μπορούσε να προκαλέσει στους άλλους για ένα δευτερόλεπτο, έναν πόνο τόσο έντονο σαν κι αυτόν που εκείνος ένιωθε κάθε φορά που κοίταζε τη θέα τ’ ουρανού, πέρα στον ορίζοντα. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να του κάνει μεγάλο κακό, γιατί αισθανόταν χαμένος. Άφηνε ανεπιφύλακτα τον εαυτό του βορά στους θορύβους και τους χρωματιστούς λεκέδες, στις γυναίκες, στους γυναικείους μηρούς, σ’ ό,τι κινιόταν γύρω του. Μέσα του όλα ήταν σιωπή. Και καθόταν εκεί με τα πόδια ανοιχτά, τα μάτια να καίνε, χαμένα στο κενό, σ ‘ ένα κενό που απλωνόταν απ’ τη θέση που βρισκόταν, στην ταράτσα μιας μπυραρίας κάπου στο Παρίσι, μέχρι την τελευταία άκρη της στεριάς που του φαινόταν ότι διέκρινε, εκεί, όπου ο τελευταίος βράχος της Γαλλίας μπερδεύεται με τα λαμπυρίζοντα μόρια του αέρα… Προσπάθησε να ελέγξει τ’ απανωτά χασμουρητά του, ελπίζοντας κάθε φορά που άνοιγε το στόμα, ότι τελικά θα ξέρναγε ολόκληρη την ψυχή του που, παρά την παριζιάνικη ζωή στην οποία την είχε εξαναγκάσει, αισθανόταν όλες τις λεπτές μεμβράνες της και τις καρδιακές κοιλότητες να κολλούν μεταξύ τους, μέσα στον παλμό της ίδιας του της ζωής. Κάποιος ξερός ήχος τον έβγαλε απ’ τ’ ονειροπόλημά του• ένας χρυσός αναπτήρας είχε κυλήσει ως τα πόδια του. Σήκωσε τα μάτια και είδε το πρόσωπο μιας νέας γυναίκας, λίγο στρουμπουλής, που δάγκωνε τα χείλη της.

Η πρώτη λέξη που του ήρθε στο νου ήταν «κορίτσι» κι αμέσως μετά «αίμα». Την ίδια στιγμή σκεφτόταν: τα χείλη της είναι μαύρα. Όλα αυτά ταίριαζαν με το δειλινό• έσκυψε και σήκωσε τον αναπτήρα.
– Να σας προσφέρω ακόμα ένα ποτό; είπε, έκπληκτος κι ο ίδιος από τον εαυτό του.
Της έδωσε τον αναπτήρα. Τον πήρε, μ’ έναν τρόπο πολύ διακριτικό και χαμογέλασε σαν να ζητούσε συγγνώμη. Άναψε το τσιγάρο που κρατούσε, άφησε τον αναπτήρα. Δεν φαινόταν πια απ’ αυτήν παρά μια τούφα απ’ τα μαλλιά της.
– Συγγνώμη, της είπε, σας έκανα μια ερώτηση και δεν άκουσα την απάντησή σας.
Η τούφα των μαλλιών ανέμισε, δυο μάτια τον κοίταξαν. Πολλές φορές διακρίνουμε τ’ αυτιά ενός ζώου, την ουρά του, την κίνηση ολόκληρου του σώματός του. Αν όμως δεν έχουμε κοιτάξει τα μάτια του, να λάμπουν μεσ’ απ’ το τρίχωμα, θα ήταν μυθιστορηματικό να λέγαμε ότι συναντήσαμε κάποιον… Δεν ήξερε πια πόση ώρα τον κρατούσε, ολοζώντανο, στην άκρη ενός βλέμματος, που ήταν ωμό, βαθύ, ήρεμο και μακρύ σαν μίσχος έτοιμος να τον διαπεράσει, όταν ξαφνικά τον άφησε.
– Όχι βέβαια, είναι αυτονόητο, είπε απλά.

Raphaële Billetdoux, Οι νύχτες μου είναι πιο όμορφες απ’ τις μέρες σας, μτφρ.: Έφη Κορομηλά, σελ. 7-10, Εκδόσεις Νεφέλη, 1986

Artwork: Adam Martinakis

.

.