RSS

Category Archives: Σιμπίλε Μπεργκ

Σιμπίλε Μπεργκ, Σεξ ΙΙ

17:39

Παουλάκος, 40. Ο κόσμος αποτελείται από κακούς ανθρώπους, καλούς ανθρώπους, από λιακάδα, που είναι καλή, και καταιγίδες, είναι πολύ άσχημες. Ο κόσμος αποτελείται απ’ την εύρεση φαγητού, καλός, ο κόσμος είναι καλός. Ο κόσμος αποτελείται απ’ την κατσίκα)

Ένα αυτοκίνητο πατάει μια γυναίκα. Το κεφάλι της σκάει, κι ο Παουλάκος κλείνει τα μάτια της κατσίκας του. Έπειτα το μαζεύουν κι ο Παουλάκος έχει κιόλας ξεχάσει το περιστατικό. Ευτυχισμένος Παουλάκος. Το πώς βρήκε ο Παουλάκος την κατσίκα είναι ασαφές. Και το πώς επίσης βρίσκεται στη ζωή, εν γένει. Ο Παουλάκος περπατάει στους δρόμους της πόλης με την κατσίκα του, προφανώς είναι η πιο μικροσκοπική κατσίκα του κόσμου. Αυτός ψάχνει στους σκουπιδοντενεκέδες για τροφή. Πρώτα για την κατσίκα του και μετά για τον ίδιο. Απ’ το στόμα του Παουλάκου τρέχει μονίμως σάλιο, γιατί το στόμα δεν μπορεί να κλείσει, γιατί είναι στραβό, ένα μάτι δεν υπάρχει, και το άλλο κοιτάζει σαν χαζό. Ο Παουλάκος είναι μια τερατογένεση, ένας συνδυασμός συνδρόμου Ντάουν και εμβρυουλκύας, κι ό,τι κι αν είναι δεν είναι ευπαρουσίαστο. Αλλά έκανε καλό στον νου του. Ο Παουλάκος δεν αναρωτιέται για τίποτα, ο Παουλάκος χαμογελάει. Καμία κακία μέσα του, καμία άβυσσος, μόνο χαρά. […]

Ποτέ, ποτέ να μη μ’ αφήσεις μόνο μου. Δεν ξέρω τι να κάνω χωρίς εσένα. Πού είναι τα κορίτσια, που αλλιώς περπατάνε πάντα στον δρόμο, με φούστες και αστεία πόδια και με όμορφα πρόσωπα, όχι σαν το δικό μου πρόσωπο, ίσως τόσο όμορφο όσο το δικό σου πρόσωπο. Λέει ο Παουλάκος στη γλώσσα που κανείς δεν καταλαβαίνει, εκτός από την κατσικούλα του, και κείνη σφίγγεται πάνω του, τον κοιτάζει κι αρχίζει να του  γλείφει το πρόσωπο, πολύ απαλά. Όσο πιο απαλά μπορεί μια κατσίκα. Ο  τα είναι λυπημένος, κλαίει, κι όλα ξεβράζονται. Σήμερα είναι λυπημένος, καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά, ότι οι άνθρωποι υποφέρουν, ξέρει ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Σκαλίζει με το κεφάλι του το τρίχωμα της κατσικούλας και κλαίει, κρατιέται σφιχτά από πάνω της σ’ έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει τίποτα για να κρατηθείς, και τον παίρνει ο ύπνος. Όταν ο Παουλάκος ξανανοίγει τα μάτια του, όταν ανασηκώνεται, έχει σκοτεινιάσει λίγο ακόμα. Η μικροσκοπική κατσικούλα του δεν είναι πια εκεί.

Σιμπίλε Μπεργκ, Σεξ ΙΙ, μτφρ.: Μαρία Μουρσελά, Εκδόσεις Τόπος, 2007

Artwork: Johann Fournier

 

Σιμπίλε Μπεργκ, Σεξ ΙΙ

(Χάινζ, 34 εργάτης, κανένα ιδιαίτερο χόμπι)

Ο Χάινζ έχει πιάσει ένα μικρό κορίτσι. Είναι ένα αδύνατο κορίτσι που βρομάει. Αλλά και τι μ’ αυτό. Το κορίτσι είναι δεμένο καλά σε μια γωνία. Στο σώμα έχει πολυφορεμένο σώβρακο. Το πειράζει το κορίτσι αυτό. Το τραχύ, άκαμπτο από τη βρώμα ύφασμα, που μυρίζει απροσδιόριστη σαπίλα, στο στόμα του μικρού κοριτσιού, σφιχτά κάτω από τη μύτη. Και με κάθε ανάσα σχεδόν θέλει να ξεράσει. Δεν μπορεί να ξεράσει εξαιτίας του σώβρακου.

Ο Χάινζ κάθεται απέναντι από το κορίτσι. Το κοιτάζει. Θέλει να το κοιτάζει πολλή ώρα, γιατί ξέρει ότι το υπόλοιπο περνάει γρήγορα. Το διαμέρισμα σ’ ένα σπίτι με κόκκινα τούβλα. Ένα δωμάτιο με εντοιχισμένη κουζίνα. Ένα τραπέζι, δύο καρέκλες. Πάνω στο τραπέζι ένα κάλυμμα με μουσαμά, ένα λουκάνικο και μπαγιάτικο ψωμί. Η βρύση δεν στάζει. Μπροστά στο παράθυρο μια κουρτίνα κιτρινισμένη απ’ τον καπνό. Ο Χάινζ είναι ένας μικρόσωμος άντρας. Τα νύχια είναι μαύρα. Στο στόμα μάλλον κιτρινίλα.

Ο Χάινζ είναι λίγο μετά τα τριάντα. Αυτού του φαίνεται ότι είναι παραπάνω. Από τότε που μπορεί να σκεφτεί, ή τέλος πάντων κάτι παρεμφερές, δεν υπήρχε τίποτα εκτός από ώρες που δεν έλεγαν να περάσουν. Παραδόμένος ο Χάινζ στο μικρό του μυαλό. Ανίκανος να νιώσει κάτι άλλο πέρα από βαρεμάρα και αναστάτωση. Αναστάτωση είναι μικρά κορίτσια. Ο Χάινζ δεν μπορεί να κάνει σεξ παρά μόνο με κοριτσάκια. Αισθάνεται μόνο με κοριτσάκια. Ας είναι ο πούτσος του σφυρί του θεού. Και αναστάτωση. Ένα καλό μέγεθος εσωτερικά, αποκτάει. Μέχρι τα κοριτσάκια να γίνουν σκληρά και παγωμένα κι άκαμπτα, άχρηστα, τα βλαμμένα. Μετά μπορεί να φανταστεί πως ήταν θεός, ώσπου η αίσθηση ξεθωριάζει, οι σκέψεις ξεφτίζουν και το κορμί του συρρικνώνεται, αποκτάει το κανονικό του ύψος. Το οποίο δεν είναι μεγάλο.

Και η βαρεμάρα. Τι κάνει κανείς με τη ζωή; Το διάβασμα αποκλείεται, η τηλεόραση προκαλεί πονοκέφαλο, και μένει μόνον να κοιτάς τον δρόμο, και το ανήσυχον ανεβαίνει στον λαιμό, κάνει έναν κόμπο, κάνει τα πόδια του να κατεβαίνουν σκαλοπάτια. Και να ψάχνουν. Έτσι βρήκε το κορίτσι Αυτό ξαπλωμένο στη γωνία κι ο Χάινζ το κοιτάζει. Κάθεται στο τραπέζι και τρώει λουκάνικο, δεν μπορεί να πάρει τα μάτια απ’ το κορίτσι. Περνάει αργά αργά το μαχαίρι απ’ τα χείλη του και της κλείνει το μάτι.

Το κορίτσι ωστόσο είναι απόμακρο. Αυτό θυμώνει τον Χάινζ, γιατί θέλει μια αντίδραση. Σκουπίζει το στόμα του με το χέρι, το μαχαίρι με το χέρι και σηκώνεται. Στέκεται στο παράθυρο για να νιώσει τη μεγάλη διέγερση. Κι όταν αυτή έρχεται, είναι όπως είναι για τους άλλους να είναι ερωτευμένοι. Τόσο ωραία και δυνατά, είναι γεμάτος χαρά να ξετυλίγει το κορίτσι σαν δώρο, που δεν είχε πάρει ποτέ. Κι ο πούτσος του χτυπάει δυνατά, χαίρεται, ο Χάινζ. Χτυπάει το κουδούνι. Ο Χάινζ τρομάζει. Για λίγο μόνο. Κι ανοίγει, το μαχαίρι κρυμμένο πίσω απ’ την πλάτη του. Μπρος του στέκεται η γειτόνισσά του. Θέλει να δει μαζί του τηλεόραση ή να συζητήσει, ή κάτι τέλος πάντων. Ο Χάινζ αρνείται, έχει δουλειά. Κλείνει την πόρτα και πηγαίνει στο κορίτσι.

Σιμπίλε Μπεργκ, Σεξ ΙΙ, μτφρ.: Μαρία Μουρσελά, Εκδόσεις Τόπος, 2007, σελ. 67-69

Πίνακας: Nikolleta Ceccoli

 

Σιμπίλε Μπεργκ, Σεξ ΙΙ

21:54

(Τέα, 30. Αυτοδίδακτη ηθοποιός. Την απέρριψαν απ’ όλες τις σχολές. Μέχρι πρότινος πίστευε στο ταλέντο της. Όχι πια.)

Η Τέα είχε πιει. Κι αφέθηκε να πέσει στην τρύπα. Στην τρύπα που υπάρχει στους περισσότερους. Που κανονικά καλύπτεται με φίλους, σινεμά ή δουλειά. Απλώς έπεσε μέσα, κι ένιωσε έκπληξη με το πόσο βαθιά ήταν. Ατέλειωτη. Αυτό κράτησε πολύ, μέχρι που έφτασε στον πάτο, όπου δεν είχε πιο κάτω. Μερικά κόκαλα και σάρκα, ανοησία σε κίνηση. Για κανέναν δεν έχει αξία. Ένας ανθρώπινος σβόλος, που γεμίζει τη γη σκουπίδια, με τα σκατά του, με την ανάσα του. Δεν ωφελεί. Δεν βγήκε ποτέ ξανά από την τρύπα της. Ήταν ειλικρινές. Το πιο ειλικρινές πράγμα που είχε κάνει ως τότε. Όχι ψέματα πια, όχι καμώματα σαν όλα να είχαν κάποιο νόημα. Η Τέα δεν έβγαινε πια συχνά έξω. Κάπου κάπου όταν τέλειωναν τα σναπς, όταν τέλειωνε το φαΐ. Ο σκυλάκος έκανε τα κακά του στο δωμάτιο, ούτε αυτός έβγαινε συχνά έξω. Όταν η Τέα ήταν έξω, περπατούσε σαν σε όνειρο, περπατούσε μπροστά από άλλους που ακόμα έπαιζαν το παιχνίδι που σπάει πλάκα εις βάρος τους. Και καμιά φορά υπήρχε και λίγο περιφρόνηση μέσα της, όταν έβλεπε πώς κορόιδευαν τους εαυτούς τους. Με τις θαυμάσιες δουλειές τους, με την ψευτοαισιοδοξία τους, με το μεγαλύτερο ψέμα, της αγάπης.

Η Τέα απομακρύνεται απ’ τον νιπτήρα. Ήταν ξερακιανή και ταυτόχρονα πρησμένη. Κοιτάζει τον σκυλάκο. Βλέπει ότι είναι νεκρός. Αδιάφορο. Ο σκυλάκος ήταν ακόμη ένα ψέμα από το παρελθόν. Το ψέμα ότι θα υπήρχε κάποιος που θα την αγαπούσε άνευ όρων. Ο σκυλάκος θα αγαπούσε οποιονδήποτε θα του έδινε φαγητό. Αλλά τώρα είναι νεκρός και μαζί μ’ αυτόν και το τελευταίο ψέμα. Η Τέα ξαπλώνει στο στρώμα της. Απ’ το στόμα της βγαίνει λίγο αίμα. Δε το σκουπίζει. Είναι ξαπλωμένη στο στρώμα. Πηγαίνει λίγο βαθύτερα στην τρύπα. Εκεί είναι το τέλος. Κι αυτό είναι ίσως ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο μπορείς να τη φέρεις στη ζωή, τη σκρόφα. Και ίσως η μοναδική ευτυχία που είναι ειλικρινής. Το δόντι πονάει αβάσταχτα, κρατάει την Τέα από το να παραιτηθεί εντελώς, το να υποφέρει με πονεμένα δόντια είναι δύσκολο. Το τελευταίο που θα κάνει η Τέα είναι να πάει σ’ οδοντίατρο για να φτιάξει το δόντι της, και ύστερα θα δοκιμάσει αν μπορεί να πεθάνει κανείς από κορεσμό.

Σιμπίλε Μπεργκ, Σεξ ΙΙ, μτφρ.: Μαρία Μουρσελά, Εκδόσεις Τόπος, 2007.

Πίνακας: Στέφανος Δασκαλάκης