RSS

Category Archives: Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου

Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου, Το ελληνικό διήγημα του 20ού αιώνα, Προσεγγίσεις, Έξι διηγήματα ασκούν κριτική σε διηγηματογράφους της γενιάς του ’30

Τι σημαίνει γίνεσαι γυναίκα;

H εξέλιξη της θεωρίας οδήγησε στην υπόθεση ότι η διάκριση μεταξύ του βιολογικού και του κοινωνικού φύλου δεν είναι πλέον λειτουργική, αφού οι διαφορές που αποτυπώνονται στα σώματα,«είναι κοινωνικά ανόητες μέχρις ότου οι κοινωνικές πρακτικές τις μετατρέψουν σε κοινωνική πραγματικότητα» (Connell, 2006). Ωστόσο, η σεξουαλική διαφορά «άνδρα» – «γυναίκας» είναι απλώς δύο αντικειμενικές θέσεις που οι άνθρωποι ερμηνεύουν μέσω μιας επαναλαμβανόμενης ερμηνείας περί κοινωνικής κατασκευής ή πρόκειται πραγματικά για μια σεξουαλική διαφορά κατά τη λακανική έννοια.

Προσεγγίζοντας τη δεκαετία του ’80 γίνεται αντιληπτό ότι η έμφυλη κριτική του δεύτερου κύματος, εμφανώς εστιασμένη στη διαφορά που οδηγεί στη δημιουργία των ταυτοτήτων, δεν επαρκεί για να αναλυθούν οι έμφυλες ανισότητες που επικράτησαν στη δυτική σκέψη. Γενικότερα, ο προσδιορισμός της ταυτότητας ως «νοητικής κατασκευής που διαμορφώνεται μέσα από μακρόχρονες και πολύπλοκες ιστορικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές διαδικασίες»,[1] βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο των διαφόρων θεωρητικών αναζητήσεων που θέτουν ερωτήματα αναφορικά με τη φύση, τη μορφή και τις διαδικασίες διαμόρφωσής της. Παρόλα αυτά, ένα είναι βέβαιο: ότι η ταυτότητα εμπεριέχει την ύπαρξη του Άλλου, δηλαδή τη διαφορετικότητα.

Όπως τονίζει η Diana Fuss (1989), παρόλο που στη δυτική επιστημονική σκέψη η έννοια της ταυτότητας έχει ταυτιστεί κατά κάποιον τρόπο με την έννοια της ουσίας, ωστόσο αυτές δεν αποτελούν ταυτόσημες έννοιες. Χαρακτηριστικά σημειώνει σε μελέτη του ο Κ. Βρύζας: «Η ταυτότητα είναι μια λέξη αμφίσημη. Από τη μια μεριά, σημαίνει την απόλυτη ομοιότητα ή ισότητα ανάμεσα σε άτομα, ομάδες, απόψεις, πράγματα ή σύμβολα, τα οποία ταυτίζονται το ένα με το άλλο αντίστοιχα. Από την άλλη μεριά, αντίθετα, υποδηλώνει το σύνολο των χαρακτηριστικών που διαφοροποιούν κάποιον ή κάτι από κάτι άλλο. Και ανάμεσα υπάρχει μια αμφιβολία: ταυτότητα σημαίνει αυτό που κάποιος ισχυρίζεται πως είναι. Στην πραγματικότητα όμως, οι ορισμοί των ταυτοτήτων ανήκουν στη δικαιοδοσία εκείνων που ορίζουν, με όλες τις σημασίες της λέξης, δηλαδή σ’ αυτούς που οριοθετούν, διαμορφώνουν και εξουσιάζουν. Και τούτο, γιατί η επαλήθευση των ισχυρισμών για την ταυτότητα εξαρτάται μάλλον από τη δύναμη που έχει ο ισχυριζόμενος να επιβάλλει την άποψή του παρά από το δίκιο του» ( Βρύζας, 1997, σ. 69). Αυτό που προέχει για τους διανοητές της φεμινιστικής θεωρίας είναι όχι να καθοριστεί η ταυτότητα εντός της μεταφυσικής της ουσίας, αλλά να εντοπιστεί και να οριστεί θεωρητικά εντός της ταυτότητας.

Στο δίλημμα ταυτότητα ή διαφορά, η μεταδομιστική θεωρία αντιπαραβάλλει την προβληματική της ταυτότητας ως διαφοράς. Η ταυτότητα εμπερικλείει το φα(ντα)σματικό της άλλο, τη μη ταυτότητα που περικλείει ή αποκηρύσσεται, προκειμένου να καταστεί εφικτή η συγκρότηση του εαυτού (Αθανασίου, 2005). Πώς κατασκευάζονται οι ταυτότητες; Είναι η ερμηνευτική γλώσσα που αναλαμβάνει να οργανώσει τα νοήματα και να ερμηνεύσει τις λειτουργίες και, τελικώς, να επιβάλει, μέσω της υπονόμευσης, τις διάφορες κατηγορίες, ή μήπως η γλώσσα που εκλαμβάνει ως θέσφατο ό,τι κληρονόμησε και απλώς το διαπιστώνει; Στην παρούσα φάση, προκύπτει η αντίθεση μεταξύ επιτελεστικής ή διαπιστωτικής γλώσσας. Μια αντίθεση που καταλήγει σε «απορία»[2] (aporia), που θυμίζει το γνωστό ερώτημα περί της γένεσης της κότας ή του αυγού. (Culler, 2000).

Επιτελεστική ή διαπιστωτική γλώσσα λοιπόν, και η φεμινιστική κριτική σκέψη προχωρά στη διαπίστωση ότι η πράξη της δήλωσης ή της περιγραφής είναι στην πραγματικότητα επιτελεστική (Culler, 2013). Αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι ότι τελικά η περιγραφή και η ερμηνεία, ακόμα και η συζήτηση που, μέσω της υπονόμευσης της διαπίστωσης, οδηγεί σε μια νέα διαπίστωση.Ομοίως, και η μεταμαρξιστική θεώρηση θεωρεί τον λόγο εργαλείο για τη διαμόρφωση ταυτοτήτων, κοινωνικών στερεοτύπων με πολιτικό αντίκτυπο. Είναι φανερό πως ο Λόγος παραμένει ένα χρήσιμο εργαλείο για τη μετάδοση διαμορφωτικών ιδεών.  Κατά τον Horkheimer,  η ενότητα της ζωής υπήρξε περισσότερο κοινωνική παρά φυσική, «ο λόγος έχει εκφυλισθεί…» υποστηρίζει, γιατί «ήταν η ιδεολογική προβολή μιας ψευδούς οικουμενικότητας…», που καλλιεργήθηκε μέσω του Εργαλειακού Λόγου.[3]

.

.

Υπό το κράτος παρόμοιων θεωρήσεων και αμφισβητήσεων αναδύεται μια «επιτελεστική Θεωρία του Φύλου και της Σεξουαλικότητας» στο πλαίσιο της φεμινιστικής θεωρίας και των ομοφυλοφιλικών και λεσβιακών σπουδών. Βασική φιγούρα αυτής της θεώρησης είναι η Αμερικανίδα φιλόσοφος Judith Butler, τα βιβλία της οποίας άσκησαν σπουδαία επιρροή στον τομέα των λογοτεχνικών και πολιτισμικών σπουδών (Gender: Ο φεμινισμός και η υπονόμευση της ταυτότητας -1990, Φορείς του Matter -1993, και Excitable Speech: Μια πολιτική της ομιλίας Act -1997). Η υπόθεση της κοινωνικής κατασκευής του φύλου απασχόλησε ιδιαίτερα τη Butler, η οποία υποστήριξε ότι στις ετεροκανονιστικές συμβάσεις, όπου κυριαρχεί ο δυτικός λόγος, τα φύλα «επιβάλλεται» να παραμένουν δύο (Butler, 2009 [1990], σ. 31). Στόχος αυτής της συντηρητικής θέσης, κατά τη Butler, είναι να προκύψει η εναντίωση, υπό τη μορφή κινημάτων, όπως το φεμινιστικό κίνημα, με αίτημα ή να τις εξισώσει με το «άλλο» φύλο ή να τις εντάξει πολιτικά.

H Butler, μέσω της επιτελεστικής θεωρίας, επιχειρεί να ξεκαθαρίσει ότι τόσο το βιολογικό όσο και το κοινωνικό φύλο, στην πραγματικότητα, δεν υφίστανται παρά μόνο σαν κοινωνικές κατασκευές, οι οποίες μέσω επαναλαμβανόμενων πρακτικών μίμησης δημιουργούν μια «επίφαση μιας ουσίας» (Butler, 2009).  Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο λόγος είναι αυτός που δημιούργησε τη διπολική έννοια του φύλου, και επομένως αμφισβητεί την ύπαρξή της σε προ-λογοθετικό επίπεδο. Υιοθετώντας, κατά μια έννοια, την άποψη του Φουκώ για τη σεξουαλικότητα, αποφασίζει να διαχειριστεί τα ίδια μέσα, να διαχειριστεί τον ίδιο λόγο που καταπίεσε τη σεξουαλικότητα εξ αρχής γενομένης της διπολικότητας. Η παρώδηση της έννοιας της διαφοράς είναι η φεμινιστική πρόταση της Butler, η οποία επιλέγει να αντισταθεί στον δυτικό μύθο της Νεωτερικότητας παροτρύνοντας τις φεμινίστριες να αντιδράσουν απέναντι στην εξουσία του ίδιου του λόγου.Η ίδια χαρακτηριστικά αναφέρει: «Πράγματι, ο κατακερματισμός μέσα στον ίδιο τον φεμινισμό αλλά και η παράδοξη αντιπολίτευση του από “γυναίκες” που ο φεμινισμός ισχυρίζεται ότι αντιπροσωπεύει, συνιστούν τα βασικά θέματα που διαπραγματεύονται το Φύλο, το Γένος, καθώς και τα επιθυμητά όρια της πολιτικής των ταυτοτήτων. Η πρόταση ότι ο φεμινισμός μπορεί να επιδιώξει ευρύτερα την αντιπροσώπευση για ένα αντικείμενο που κατασκευάζεται έχει την ειρωνική συνέπεια ότι οι φεμινιστικοί στόχοι κινδυνεύουν να αποτύχουν αρνούμενοι να λάβουν υπόψη τους συστατικές εξουσίες των δικών τους παραστατικών ισχυρισμών»  (Butler, 2009).

.

.

Συνεπώς, το να γίνεσαι γυναίκα σημαίνει ότι ενδύεσαι έναν ρόλο μέσω επαναλαμβανόμενων πράξεων, οι οποίες  εξαρτώνται από κοινωνικές συμβάσεις και συνήθεις πρακτικές και κανονιστικά πρότυπα. Κατά τον ίδιο τρόπο, επιτελεστικά,  ορίζεται και η λεσβιακή ή αδερφίστικη ταυτότητα, μέσω της οποίας κληρονομείται, και η ταπείνωση ως επακόλουθο και ως άμυνα στην αντίστοιχη προσφώνηση (Butler, 2009). Το περιθώριο –ό,τι έχει χαρακτηριστεί ως διεστραμμένο ή ανώμαλο– αποτέλεσε την αφόρμηση για την αποδόμηση κοινωνικών συμβάσεων που καθορίζουν τον ρόλο της γυναίκας και για τη δημιουργία των σύγχρονων θεωρητικών κινημάτων, μέρος των οποίων υπήρξε και η φεμινιστική θεωρία. Στόχος όλων των παραπάνω θεωρήσεων υπήρξε η πολιτισμική κατασκευή του κέντρου: της ετερόφυλης φυσιολογικότητας (Culler, 2013 σ.183). […]

Artwork: Alan Mc Donald

Κατερίνα Ι. Παπαδημητρίου, Το ελληνικό διήγημα του 20ού αιώνα, Προσεγγίσεις, Έξι διηγήματα ασκούν κριτική σε διηγηματογράφους της γενιάς του ’30, Εκδόσεις Κομνηνός, Αθήνα 2022

.


[1] «Εμείς» και οι «άλλοι» αναφορά στις τάσεις και τα σύμβολα, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Χρ. Κωνσταντοπούλου – Λ. Μαράτου-Αλιπράντη – Δ. Γερμανός – Θ. Οικονόμου (επιμ.), εκδ. τυπωθήτω Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα 2000, σ. 33. 

[2] «Απορία» είναι μια αναποφάσιστη αμφιταλάντευση μεταξύ επιτελεστικής και διαπιστωτικής γλώσσας η οποία καταλήγει σε αδιέξοδο. (Culler, 2000)

[3] Η ανάγκη κατά τη μαρξιστική και μεταμαρξιστική θεώρηση, βλ. Σχολή της Φραγκφούρτης, στην οποία ανήκει και ο ίδιος ο Horkheimer, της διαδικασίας της εκβιομηχάνισης, στην μετά τον Διαφωτισμό εποχή, είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο της ατομικότητας. Μετά την αποτυχημένη διάσωση του «Εγώ» το σώμα καταλήγει να «μονάχα σε μια αμφίβολη ταυτότητα». (Horkheimer Max, Το τέλος του Λόγου, μετ. Στέφανου Ροζάνη, εκδ. Έρασμος, Αθήνα 2005,σ. 35.)