RSS

Category Archives: Δημήτρης Βαρβαρήγος

Δημήτρης Βαρβαρήγος, Πίστη και περηφάνια

Ο μικρός διάβολος που κρύβει κάθε άνθρωπος μέσα του εξαϋλώνεται από τον πόθο. Άλλες γλυκές εντάσεις εμφανίζονται, μόλις τον αγγίξει η γοητεία της χημείας. Κάνει τα άστρα να φεγγοβολούν, ακόμα κι αν είναι άφαντα. Η παγίδα της φύσης είναι καλά στημένη, αδιαφορώντας για τις χαρές και τις λύπες. Με αστείρευτη δύναμη φέρνει γλυκούς πόνους στην καρδιά και στο κορμί. Αφοπλίζει την ψυχή, που είναι εξαντλημένη απ’ τη μονοτονία της καθημερινότητας, και λιώνει τον πόνο όπως ο ήλιος το χιόνι. Τα όρια πλέον υπάρχουν για να ξεπερνιούνται και η τάξη των πραγμάτων ανά πάσα στιγμή μπορεί να ανατραπεί. Η κόλαση και ο παράδεισος σμίγουν στο άγγιγμα του έρωτα όσο πουθενά αλλού. Πόσο όμορφα επηρεάζεται η ζωή από κάποια λόγια που λέγονται μία και μοναδική φορά. Πόσο ευεργετική είναι η στιγμή που τα νοήματα φωλιάζουν στις μνήμες και τα σώματα κείτονται έξω από το έργο του κακού. Ακόμη και χωρίς την τρυφερή μοναξιά του παραδείσου βρίσκουν τη διέξοδο προς τη λύτρωση.

Δημήτρης Βαρβαρήγος, Πίστη και περηφάνια, μυθιστόρημα, Εκδόσεις 24 γράμματα, Αθήνα 2020

Πίνακας: George Inesse

 

Δημήτρης Βαρβαρήγος, Πίστη και περηφάνια

Στα νεανικά αισθήματα δεν φοριούνται χειροπέδες, δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να τα συγκρατήσει. Επιθυμούν, λαχταρούν, κι ας μην ξέρουν με τι ακριβώς σβήνει αυτή η φλόγα του κορμιού. Τι λογαριασμούς θέλει η ζωή ν’ ανοίξει με τον ταραγμένο πόθο, που ξεπηδάει με αναίδεια κι απαίτηση για να νιώσει, να κερδίσει, να μοιραστεί, να χαριστεί, να ξοδευτεί με αιτία και χωρίς προσχήματα. Κι ο πόθος της ξεπηδούσε με πολλή ορμή, τόση όση χρειαζόταν για να την αναστατώνει και να της φέρνει πόνο. Φαρμάκι τούτο το συναίσθημα. Άγιος καημός ο έρωτας, όταν ξυπνάει και δεν καταλαγιάζει με τίποτα. Ακόμη κι αν χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο. Τίποτα, αυτός επιμένει έως ότου οδηγήσει τα βήματά σου εκεί που θέλει. Ακόμη και στον όλεθρο.

.****

Anima mia… Λοιπόν, άκουσε. Αν θέλεις να γλιτώσεις από τη λαίλαπα που λέγεται άνθρωπος, ακολούθα τους εξής κανόνες: Να μη μιλάς, να μη γελάς, να μη φανερώνεις την ψυχή σου, να μην πετυχαίνεις το σκοπό σου, να μην είσαι ή να μη φαίνεσαι καλά. Να μην έχεις γνώμη, γνώση, παιδεία και ομορφιά, εσωτερική ή εξωτερική. Να μην ικανοποιείσαι με το ιδιαίτερο, υπάρχει το κοινότοπο να σε καλύπτει. Δηλαδή, να μην ακούς Mozart, υπάρχουν και σκυλάδικα. Να μην είσαι καλλίλογη, καλόπιστη και γενικά τίποτα με όποιο συνθετικό του καλού. Να μην είσαι Άνθρωπος και γενικά να μη φέρεσαι ανθρώπινα, εδώ δεν είναι ούτε Ευρώπη (αυτό δεν ξέρω αν είναι σωστό, αλλά το λέω επειδή το ακούω, γι’ αυτό μην το λάβεις και πολύ υπόψη σου), ούτε Παράδεισος – άλλη μια τεχνητή προσδοκία, προσφορά στους αδύναμους.

Φωτο: Natalia Drepina

Δημήτρης Βαρβαρήγος, Πίστη και περηφάνια, μυθιστόρημα, Εκδόσεις 24 γράμματα, Αθήνα 2020

 

Δημήτρης Βαρβαρήγος, Πίστη και περηφάνια

Λένε πως υπάρχει ο Θεός που σε μαθαίνουν στο σχολείο, και υπάρχει κι ο Θεός που γνωρίζεις μέσα σου. Άπιστη δεν υπήρξα, αλλά για Θεό μου προτιμούσα την αλήθεια. Πάντα πίστευα ότι είναι καλύτερα να ξέρεις την αλήθεια παρά να ζεις μέσα στην άγνοια. Το περίεργο είναι ότι αυτή η πίστη πρέπει να δοκιμαστεί για να δεις αν έχεις δίκιο, αλλά, μέχρι να το μάθεις, έχει περάσει ίσως και μια ζωή μέσα απ’ τα χέρια σου. Βαθύς ο πόνος της επίγνωσης. Ένιωθα πως τα γεγονότα επενέβαιναν στη ζωή μου σαν να απευθύνονταν μόνο σ’ εμένα. Μπλέκονταν ανάμεσα στα όνειρά μου, που έτσι κι αλλιώς ήταν αξεδιάλυτα, και φυσικά έκαναν την κάθε στιγμή της μέρας έναν πραγματικό εφιάλτη. Τσακισμένη γενιά, τσακισμένοι όλοι κι εγώ μαζί τους! Όταν πλέον αρχίζεις να ξεχωρίζεις πως οι ρόλοι που θα παίξεις δεν είναι αδιανόητοι, τα πάντα μπορούν να είναι αληθινά και τα πάντα μπορεί να συμβούν σε μια πραγματικότητα που αδιάφορη μπορεί να θρέφει ισοβίως τα παράδοξα.

Δημήτρης Βαρβαρήγος, Πίστη και περηφάνια, μυθιστόρημα, Εκδόσεις 24 γράμματα, Αθήνα 2020

 

Δημήτρης Βαρβαρήγος, Μαρίνα Τσβετάγιεβα, Τρεις Βάλτοι, θεατρικός μονόλογος

Γράμμα στην Σοφία Παρνόκ

Αγαπημένη Μου,

Θυμάμαι έβρεχε εκείνο το βράδυ
περόνιαζαν υγρασία οι σκουριασμένες μνήμες
καυτές οι ανάσες ξεσπούσαν στο τζάμι
μια πνοή προσμένανε τα στήθη
έναν λόγο, μιαν αφή.
Μυστικά αποτυπωμένα σε λαιμούς σημάδια
σμιλεύτηκαν άλικα
ήταν οι εντολές του φεγγαριού
που εκτελούν τα σώματα στο αμυδρό του φέγγος.
Μα να τη, η στιγμή του απόλυτου ισορροπεί στα χείλια
κι έτσι, μες στην αμείλικτη σιωπή ζεστάθηκε ο χειμώνας
τα σώματα συρρίκνωσαν το είναι τους
στο κάθισμα δονήθηκαν μυστήρια μέθης μυστικής
ανομολόγητες σκέψεις θόλωσαν στα παγωμένα βράδια
στα σάρκινα πρόσωπα χαράχτηκαν κινήσεις των χρωστήρων.
Ξέμειναν τα σπλάχνα από τσιγάρα
αναρωτήθηκαν πού θα βρίσκανε φωτιά
με τον καπνό να σχηματίσουν μέσα στις μέρες των καιρών
ατελείωτες σιωπές.

Τώρα
μόνο ο αχός της θάλασσας απόμεινε.

Πίνακας Jean Metzinger