Στάθηκε μπροστὰ σὲ ἕνα τυχαῖο ράφι. Δὲν τὸ εἶχε παρατηρήσει τὸ προηγούμενο ἀπόγευμα, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχε καμμιὰ λογικὴ στὴν ταξινόμηση τῶν βιβλίων: βιογραφίες, ποιήματα, μυθιστορήματα, θεωρητικὰ βιβλία (ψυχανάλυση, κοινωνιολογία, κριτικὴ) ἦσαν ὅλα ἀνάκατα στὸ ἴδιο ράφι, σὲ διάφορες γλῶσσες, μὲ διάφορους συγγραφεῖς, ἀπὸ διάφορες χρονικὲς περιόδους. Δὲν πειράζει, σκέφτηκε, ἄλλωστε δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ ψάξει κάτι συγκεκριμένο γιὰ νὰ διαβάσει, θὰ ἔπαιρνε κάτι στὴν τύχη, πῆγε σὲ ἕνα ἄλλο ράφι, ἔκλεισε τὰ μάτια, καὶ κατέβασε τὸ πρῶτο παχουλὸ βιβλίο ποὺ ἔπιασε, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ἦταν μυθιστόρημα.
Καὶ ἦταν. Γνωστὸ καὶ αὐτό, ὅπως ἡ Δίκη, τὸ εἶχε ξαναδιαβάσει πολλὲς φορές, ἀλλὰ δὲν τὸν ἔνοιαζε, ἡ ἀπόλαυση αὐτῶν τῶν μυθιστορημάτων δὲν μειωνόταν μὲ τὶς ἐπαναναγνώσεις, ὅπως δὲν μειωνόταν καὶ ἡ ἐρωτικὴ ἀπόλαυση ὅταν κανεὶς ξαναγαμοῦσε τὸν ἴδιο ἄνδρα. Ἡ προσμονὴ τῆς ἀπόλαυσης τοῦ συγκεκριμένου μυθιστορήματος εἶχε, μάλιστα, καὶ ὀφθαλμοφανεῖς συνέπειες στὸ σῶμα του: εἶχε ἀρχίσει νὰ καυλώνει.
Ὄχι, δὲν ἐπρόκειτο γιὰ ἐρωτικὸ μυθιστόρημα, τοὐλάχιστον ὄχι μὲ τὴν κοινὴ ἔννοια τῆς λέξης. Ἐντούτοις, ὅταν ξεκίνησε νὰ τὸ διαβάζει ἀντιλήφθηκε πὼς ἡ στύση του δὲν ἐπρόκειτο νὰ ὑποχωρήσει, ἀντιθέτως, μὲ κάθε σελίδα μεγάλωνε καὶ σκλήραινε, καὶ ὅταν ἔφθασε στὴν τρίτη μέρα τοῦ ἡμερολογίου τοῦ Jonathan Harker, δὲν μπόρεσε ἄλλο νὰ συγκρατηθεῖ, ἦρθε σὲ ὀργασμὸ μεγαλειώδη καὶ ἐπίπονο, ἐνῶ πίσω ἀπὸ τὰ βιβλία, κρυμμένος στὸ μυστικό του τάφο, ὁ ὑπέργηρος πράγματι οἰκοδεσπότης τὸν παρακολουθοῦσε λιγωμένος καὶ περίμενε πότε θὰ ἔρθει ἡ νύχτα, πότε θὰ ἀπολαύσει ἐπιτέλους τὸ σῶμα αὐτὸ ποὺ μόνο ἀπὸ τὶς σχισμὲς τῶν μυθιστορημάτων μποροῦσε νὰ θαυμάσει.
Ἂν καὶ δὲν τὸ ἤξερε ἀκόμη, ὁ Τ. εἶχε ἤδη πραγματοποιήσει τὸ ὄνειρό του.
(απόσπασμα)
http://georgelenonce.com/2013/05/30/baudelaire-le-lethe/
http://www.staxtes.com/2013/05/george-le-nonce.html
Πίνακας : Carl Dobsky
.