RSS

Daily Archives: 18/03/2017

Δ. Π. Παπαδίτσας, Το φεγγάρι

.

Δεν σκέφτηκες ότι μια νύχτα κρυφά

Στις μύτες των ποδιών μου

Πήρα όλα τα οστά μας

Και τα βούτηξα – ας μη το μάθουν, σε παρακαλώ

Στο φεγγάρι

.

Τώρα ας τραγουδήσουμε το φεγγάρι

Κανείς δε θα μας πει ότι το περιέχουμε σαν έμβρυο

Η γνωστή ιστορία ότι τα έμβρυα μεγαλώνουν

Και στο τέλος αποχωρίζονται απ’ τις μητέρες τους

Θα επαναληφθεί κι εδώ

Και τότε μ’ έκπληξη οι συγγενείς οι φίλοι κι εμείς οι ίδιοι ακόμα

Θα πηγαίνουμε το φεγγάρι περίπατο

Θα το τραγουδάμε και θα μας τραγουδάει

Θα το ‘χουμε στα χέρια μας

Στο μυαλό μας στη συνήθεια να ξυπνάμε πρωί

Δε γίνεται λόγος για τη σκέψη

Αυτή ανέκαθεν είναι το φεγγάρι

.

Και κάτι άλλο

Αν σε ρωτήσουν να τους πεις το μυστικό

Πες τους ένα ψέμα:

Υπάρχει ένα και μοναδικό φεγγάρι

Αυτό που είναι στον ουρανό

Δ. Π. Παπαδίτσας, Το φεγγάρι, από τη συλλογή Νυχτερινά, Ανθολογία Ε. Γαραντούδη, Η ελληνική ποίηση του 20ου αιώνα

Πίνακας: Eduard Munch

 

Tags:

Στάθης Κουτσούνης, Tοκετός

.


Συνήθως ωριμάζω στο συρτάρι
όπως το έμβρυο στην κοιλιά

προτού διψάσω για οξυγόνο
ανασαίνω τα νερά
του αμνιακού μου σάκου

τρέφομαι με τις σάρκες μου
καταβροχθίζω τις ασχήμιες
τα περιττά κιλά
ώσπου η όρασή μου
να ευφρανθεί στον καθρέφτη
της αυταρέσκειάς μου

μεστώνω στο σκοτάδι

έτοιμος να γεννηθώ
στο φως των ματιών σου

Στάθης Κουτσούνης, Tοκετός, από τη συλλογή Η τρομοκρατία της ομορφιάς, Μεταίχμιο 2004
Από την ανθολογία Δαίδαλος της Εταιρείας Συγγραφέων, 2016

Πίνακας: Isabelle Cochereau

 

Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Ιστορία

Όταν όμως έφθασε η είδηση του φρικτού θανάτου του Δίκαιου από την ασθένεια του χαλκού και εξέλειψε κάθε ελπίδα, ο Γρηγόρης, αφού παρέμεινε δυο ή τρεις μέρες άσιτος και άπιοτος, έσφαξε τον μεγαλύτερο πετεινό από τα πουλερικά που έβοσκαν και τριγυρνούσαν στο αμπέλι τους. Μετά άναψε μεγάλη φωτιά και τσιγάρισε μέσα σε λάδι και πολλά μπαχαρικά το κρέας του πουλιού, έστρωσε τραπέζι, κάθισε και έφαγε τις δυο φτερούγες, τον λαιμό και το κεφάλι του πετεινού, ενώ το υπόλοιπο κρέας το έθαψε στην άκρη του αμπελιού τους. Σύντομα, όμως, ο Γρηγόρης ξαναβρήκε τον παλιό ρυθμό του, χωρίς να νοιάζεται για φαγητά ψητά, κοκκινιστά ή βραστά, ούτε για σάλτσες και μυρουδιές μαγειρέματος. Και όχι μόνο δεν νοσταλγούσε το στρωμένο τραπέζι, τα πιάτα και τα μαχαιροπίρουνα, αλλά δημιούργησε δική του δίαιτα, που κάποιος θα μπορούσε να την κατατάξει ανάμεσα στη διατροφή της σαύρας και του αγροτικού σκαντζόχοιρου, δηλαδή στη δυνατότητα να βρίσκει κανείς τροφή αποκλειστικά και μόνο από τον αέρα ή το χώμα.

Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Ιστορία, σελ. 162-163, εκδόσεις Κέδρος, 1982

Artwork: Catrin Arno

 

Thomas Bernhard, Απογοητευμένοι Εγγλέζοι

Κάποιοι Εγγλέζοι που είχαν παρασυρθεί από έναν ανατολικοτιρολέζο οδηγό και ανέβηκαν μαζί του στις Τρεις Κορυφές, όταν έφτασαν στην ψηλότερη κορυφή, απογοητεύτηκαν τόσο πολύ από το φυσικό τοπίο, που σκότωσαν στο πι και φι τον οδηγό, πατέρα τριών παιδιών και σύζυγο μιας μουγκής γυναίκας. Όμως όταν συνειδητοποίησαν τι είχαν κάνει, πήδηξαν από κει πάνω στο κενό. Μια εφημερίδα του Μπέρμιγχαμ έγραψε για το συμβάν ότι το Μπέρμιγχαμ έχασε τον πιο διακεκριμένο εκδότη εφημερίδας, τον πιο εξαίρετο διευθυντή τραπέζης και τον πιο ικανό εργολάβο κηδειών.

Thomas Bernhard, Ο μίμος των φωνών, μτφρ. Αλέξανδρος Ίσαρης, σ. 49, Εκδόσεις Άγρα, 2000

Αrtwork: Mike-Worrall

 

Σταυρούλα Δημητρίου, Η ψυχή του καθρέφτη

Αρουραίον άχθος…
Σα νύχτωνε, έκλειναν οι πόρτες η μια μετά την άλλη και κατέβαιναν τα μάνταλα. Κραυγές πόνου, σαν από πάνω τους να έπνεαν πνεύματα. Τόπος μαρτυρίου τα παράθυρα.
Ήταν οι νυχτερίδες. Κάτι νυχτερίδες με πρόσωπο μωρού, που χτυπιόνταν πάνω στα παράθυρα απελπισμένα.
Και τα μικρά πατηματάκια κάθε πρωί στα πορτόφυλλα και στα κατώφλια. Σαν κάποιοι να ’γραφαν ιερογλυφικά τσαλαβουτώντας τις γραφίδες στα λασπόνερα. Τα βήματά τους ηχούσαν τη νύχτα όλο μυστήριο. Δούλευαν φτιάχνοντας στοές στα βάθη των σπιτιών. Ο φριχτός θάνατός τους, το πρωί.
Βλοσυρές κουκουβάγιες με μαύρα πέπλα –τις είδαν οι άνθρωποι– να πέφτουν με τα νύχια τους απάνω στα ποντίκια, νύχια σαν βελόνες, να τα μπήγουν βαθιά μέχρι τα δάχτυλα στο κορμί τους, να τα βγάζουν, αυτά να αιμορραγούν, αυτές με μάτια ονειροπόλα να τα κοιτάνε, να περιμένουν, κι όταν τα ποντίκια πέθαιναν, να τ’ αρπάζουν, νεκρά όπως ήταν, με το ράμφος τους και να τα καταπίνουν διαμιάς ολόκληρα.
Ποντίκια ντόπια, φερτά, επαναπατρισμένα, ως και rattus rattus γαλαζοαίματα πάππου προς πάππου απ’ την εποχή του Ριχάρδου, απ’ το χίλια εξακόσια τόσο ταξιδεύοντας από λιμάνι σε λιμάνι. Που κάθε μέρα πλήθαιναν, που έτρεχαν κορδέλα στο δάσος κι όλη νύχτα με τους ασπάλακες αντάλλασσαν τους ψύλλους τους. Η πόλη υπό το κράτος μιας σπείρας ποντικιών.
Στρατιές από γάτες, γατάκια, γερόγατους. Τα μικρά γατιά να κοιτάζουν στα μάτια τα μεγάλα γατιά. Να μελετούν το γεροντικό μυαλό των γερόγατων, που φύλαγαν βάρδια στις σκεπές κι είχαν μάθει τα δρομολόγια των ποντικιών και παραμόνευαν. Έτρωγαν οι γάτες όσα ποντίκια μπορούσαν. Και, σα χόρταιναν, τα δάγκωναν με τα δόντια και με τα νύχια και τα στοίβαζαν σε θημωνιές πλάι στο έλος. Ώσπου έπιασε ένα χοντρό νερό και τα κωλόσυρε μέσα. Και τότε οι γάτες μαζεύτηκαν στεφάνι γύρω από το έλος και τα κοιτούσαν. […]

Photo: Sarah Moon

Σταυρούλα Δημητρίου, Η ψυχή του καθρέφτη, μυθιστορημα, Λιβάνης, 2009

 

Χρυσοξένη Προκοπάκη, Μια τυχαία Ιφιγένεια

Κοντοστέκομαι σε μια βιτρίνα όπου καθρεφτίζεται αγνώριστο το είδωλό μου. Στο πρώτο κομμωτήριο που συναντώ, μπαίνω μέσα. «Κόψε τα όσο μπορείς», λέω στην κοπέλα. Κι εκείνη το κάνει. Τα μαλλιά πέφτουν στο πάτωμα σαν μαύρες νιφάδες από βαμβάκι. Παρακολουθώ απ’ τον καθρέφτη την πορεία τους προς το πάτωμα. Τα λυπάμαι. Καθώς η κοπέλα μαζεύει τα κομμάτια μου, αναλογίζομαι τα πρόσωπα εκείνα που κόβουμε απ’ τη ζωή μας έτσι απλά κάποια στιγμή, και τα εξαφανίζουμε σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Φτάνω σπίτι ικανοποιημένη με τον καινούργιο μου εαυτό, τον οποίο μόλις αντικρίζω στον καθρέφτη δυσκολεύομαι να αναγνωρίσω. Οι αλλαγές σε φέρνουν πιο κοντά στην ουσία σου, σκέφτομαι. Οι αλλαγές σε αποξενώνουν για λίγο, κι ίσως στην αρχή να σε πονάνε κιόλας. Όπως γίνεται με τα καινούργια παπούτσια, που μέχρι να τα συνηθίσουν τα πόδια σου, δεν τα ανέχεσαι ούτε λεπτό. Παρ’ όλα αυτά τα υπομένεις.[…]

Όταν σου συμβαίνουν πράγματα που δεν έχεις σχεδιάσει, αφήνεις το χρόνο να περνάει ανελέητα πάνω σου, να σε πατάσσει και, φτάνοντας σε μία ηλικία, καταλαβαίνεις ότι τα σημάδια του είναι παντού στο κορμί σου, στη μνήμη σου, μπροστά στο πιάτο σου. Θα φας το χρόνο εσύ ή θα σε φάει; Η Μυρτώ προτιμάει να αρπάξει το χρόνο και να τον στύψει, να τον κερδίσει επιτέλους. Εγώ επιλέγω να πάω σ’ ένα ανθοπωλείο. Θα της στείλω μία ανθοδέσμη επιβραβεύοντάς την για τις νέες της αποφάσεις. Πάντα άρεσαν στη Μυρτώ τα λουλούδια.
Η πωλήτρια μου προτείνει τα χρυσάνθεμα επειδή συμβολίζουν τη χαρά. Διαφωνώ μαζί της. «Τι θα λέγατε για μερικούς ηλίανθους που δείχνουν την αφοσίωση;» Όχι, όχι, όχι ηλίανθους. Οι ηλίανθοι μου προκαλούσαν ανέκαθεν θλίψη. Απελπισμένη η πωλήτρια με συμβουλεύει: «Πρέπει να είστε πολύ προσεκτική με το λουλούδι που θα στείλετε. Από αυτό θα κριθούν πολλά. Είναι σημαντικό». Έχει πάρει πολύ σοβαρά το ρόλο της, τον έχει αναγάγει σε επιστήμη, και ίσως έπρεπε να υπακούσω. Μου προτείνει κι άλλα λουλούδια, όμως εγώ θέλω να πάρω μόνο κίτρινα τριαντάφυλλα, ό,τι κι αν σημαίνουν αυτά.
Προσπαθεί να με μεταπείσει. «Θα το μετανιώσετε» με προειδοποιεί. Τα τυλίγει με μία διάφανη μεμβράνη και συνεχίζει την πλύση εγκεφάλου με παραδείγματα από την καθημερινότητα. Μου περιγράφει σκηνές καταστροφής όταν κάποιος τόλμησε να πάρει λάθος λουλούδι ή λάθος χρώμα. Δεν την ακούω πια. Με ρωτάει αν θα γράψω κάτι στην κάρτα. Της δίνω μονάχα ένα αναβράζον δισκίο για τον πονοκέφαλο. Το βάζει στο φακελάκι και μου λέει με ενοχλημένο ύφος που δεν ακολούθησα τις συμβουλές της: «Θα παραδοθούν μέχρι το βράδυ». Βγαίνω έξω απ’ το μαγαζί. Στο δρόμο χαμογελάω καθώς σκέφτομαι την ιδιοτροπία της Μυρτώς με τα χάπια: επειδή δεν μπορούσε να καταπιεί χάπια, προτιμούσε τα αναβράζοντα δισκία, τα οποία διέλυε στο νερό προσθέτοντας πάντα μισό κουταλάκι ζάχαρη. Άραγε θα της φτάσει μόνο ένα δισκίο για τον καινούργιο της πόνο;

 

Χρυσοξένη Προκοπάκη, Μια τυχαία Ιφιγένεια, μυθιστόρημα Εκδόσεις Στίξις, 2017

Πίνακας: Léon De Smet