Ο αδερφός μου ήταν όμορφος, έξυπνος και σπουδαίος. Έτσι έλεγε η μάνα μου. Έπαιρνε και τα γράμματα. Έτσι έλεγαν οι δάσκαλοι. Ήταν νοικοκύρης, καλός σύζυγος, καλός πατέρας και κουβαλητής. Αυτό το έλεγαν όλοι, μα πιο πολύ η γυναίκα μου. Εγώ δίπλα του ήμουν πάντα ένα τίποτα. Πώς είναι αυτό; Δεν μπορώ να σας το περιγράψω. Μπορείτε ίσως να το καταλάβετε, αν σας πω πώς με προσφωνούσε. Από μικρό πάντα, όπου με συναντούσε, μου έλεγε, «κουραμπιέ, ε, κουραμπιέ!»
Αχάραγα ξεκινούσαμε για τα κάλαντα. Το λαχταρούσαμε το χαρτζιλίκι. Συχνά μας φίλευαν με γλυκά. Φτώχεια θα πεις. Αλλά και μια, μ’ ένα μέγαρο, κουραμπιέδες μάς έδωσε. Πέταξα τους κουραμπιέδες στις τσέπες και τους έτριβα με τα χέρια. Στο γυρισμό πέτυχα μια γειτονοπούλα. Ο πατέρας της την έδερνε με τη λουρίδα. Ύστερα μπήκε στο σπίτι. Η μικρή δεν έμπαινε. Έπιασε και βροχή. Δεν ήξερα τι να κάνω. Έβαλα τα χέρια στην τσέπη, βρήκα τα θρύψαλα απ’ τους κουραμπιέδες και τα μοιραστήκαμε ένα προς ένα. Ξεπλύναμε τα χείλη μας στη βροχή από την άχνη και τα μάτια μας από το δάκρυ.
Είμαι, λόγου χάρη, τρομερά εγωπαθής. Είμαι φιλύποπτος και εύθικτος, σαν καμπούρης ή σα νάνος, μα, σας βεβαιώνω, μου ’τυχαν κάτι τέτοιες στιγμές, που, αν τύχαινε να μου ’διναν μια φάπα, ίσως να ευχαριστιόμουν γι’ αυτό. Μιλάω σοβαρά: ασφαλώς θα μπορούσα να ’βρισκα και εδώ ένα είδος απόλαυσης. Εννοείται την απόλαυση της απόγνωσης, μα και στην απόγνωση υπάρχουν οι πιο καυτερές απολαύσεις, ιδίως όταν πια νιώθεις βαθιά το αδιέξοδο της κατάστασής σου. Όταν όμως κάποιος φάει μια φάπα, τότε κατακλύζεται από την επίγνωση της ταπείνωσης. Το κυριότερο δεν είναι, όπως κι αν τα πω, ότι το ίδιο συμπέρασμα βγαίνει: πως πάντα εγώ βγαίνω πρώτος φταίχτης σ’ όλα και, σαν να λέμε, κατά τους νόμους τους φυσικούς. Γιατί, εν πρώτοις, φταίω με το να είμαι σοφότερος απ’ όλους όσοι με περιτριγυρίζουν. (Θαρρούσα πάντα τον εαυτό μου πιο σοφό απ’ όλους γύρω μου και κάποτε μάλιστα, όσο κι αν ακούγεται απίστευτο, στενοχωριόμουν γι’ αυτό. Τουλάχιστον, σ’ όλη μου τη ζωή κοίταζα κάπως πλάγια και ποτέ δεν μπόρεσα να κοιτάξω τους ανθρώπους κατάματα.) Και τέλος πάντων φταίω, γιατί, κι αν είχα μεγαλοψυχία, αυτή μονάχα αύξαινε το μαρτύριό μου απ’ τη συναίσθηση τού πόσο ανώφελη ήταν. Βλέπετε, ασφαλώς, τίποτε δεν θα μπορούσα να ’κανα με τη μεγαλοψυχία μου. Μήτε να συγχωρέσω, γιατί κείνος που με πρόσβαλε, μπορεί να το ’κανε σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους, κι αυτούς πώς να τους συγχωρέσει κανείς; Μήτε να ξεχάσω, γιατί, όσο και να ’ναι φυσικοί νόμοι, η προσβολή είναι προσβολή. Τέλος, κι αν ακόμη ήθελα να μην είμαι μεγαλόψυχος, αλλά απεναντίας πεθυμούσα να εκδικηθώ κείνον που με πρόσβαλε, ούτε τότε θα μπορούσα να εκδικηθώ κανέναν, γιατί, βέβαια, δεν θα τολμούσα να κάνω κάτι, κι ακόμη μπορούσα.
Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, Το υπόγειο, μτφρ.: Kοραλία Μακρή, εκδόσεις Γκοβόστη 2014
Κι έτσι μ’ όλα τα φώτα σβησμένα, το φεγγάρι βυθισμένο, και μια ψιλή βροχή που χτυπούσε μονότονα στη στέγη, ένα απέραντο σκοτάδι άρχισε να πέφτει. Τίποτα, καθώς φαινόταν, δεν μπορούσε να γλιτώσει απ’ την πλημμύρα του ερέβους, το κατακλυσμιαίο σκοτάδι, που, γλιστρώντας, μες από κλειδαρότρυπες και χαραμάδες, τρύπωνε απ’ τα παντζούρια, έμπαινε στις κρεβατοκάμαρες, κατάπινε εδώ μια κανάτα και μια λεκάνη, εκεί ένα βάζο με κόκκινες και κίτρινες ντάλιες, παραπέρα τις αιχμηρές κώχες και τον συμπαγή όγκο μιας σιφονιέρας. Δεν ήταν μόνον τα πράγματα συγκεχυμένα. Δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα, κανένα γνώρισμα σωματικό ή ψυχικό, κανένα σημάδι για να πεις αυτός είναι ή αυτή είναι. Μερικές φορές ένα χέρι σηκωνόταν, σαν να ’θελε ν’ αρπάξει κάτι ή ν’ αποφύγει κάτι ή κάποιος αναστέναζε ή γελούσε, σαν να μοιραζόταν ένα αστείο με το τίποτα. Τίποτα δε σάλευε στο σαλόνι ή στην τραπεζαρία ή στις σκάλες. Μόνο μες απ’ τους σκουριασμένους μεντεσέδες και τα σκεβρωμένα απ’ τη νοτιά ξύλα, κάποιοι αέρηδες, αποκομμένοι από το σώμα του ανέμου (το σπίτι άλλωστε ήταν ξεχαρβαλωμένο), γλιστρούσαν στις γωνιές κι αποτολμούσαν να μπουν στο σπίτι. Μπορούσε κανείς να τους φανταστεί να μπαίνουν στο σαλόνι, ν’ απορούν και ν’ αναρωτιούνται, παίζοντας με την ταπετσαρία που ’χε ξεκολλήσει, να ρωτούν θα κρατήσει κι άλλο; πότε θα πέσει; Και μετά, χαϊδεύοντας τους τοίχους, να περνούν σε βαθιά συλλογή, σαν να ρωτούν τα κόκκινα και κίτρινα τριαντάφυλλα στην ταπετσαρία αν θα ξεθωριάσουν, σαν να ρωτούν ήρεμα, γιατί είχαν όλον τον καιρό στη διάθεσή τους τα σχισμένα γράμματα στο καλάθι των αχρήστων, τα λουλούδια, τα βιβλία, που ήσαν όλα ανοιχτά τώρα μπροστά τους, σαν να ρωτούν είναι σύμμαχοι; είναι εχθροί; πόσο θα κρατήσουν;
Έτσι κι ενώ κάποιο τυχαίο φως από κάποιο ακάλυπτο αστέρι ή πλοίο περιπλανώμενο ή ακόμη κι απ’ το Φάρο, τους οδηγούσε με το χλωμό του πάτημα στο σκαλί και το χαλάκι, οι μικροί αέρηδες ανέβηκαν τη σκάλα και προχώρησαν προσεκτικά προς τις κρεβατοκάμαρες. Αλλά εδώ, βέβαια, έπρεπε να σταματήσουν. Όλα τ’ άλλα μπορούν να σβήσουν και να χαθούν, ό,τι βρίσκεται εδώ είναι ακλόνητο. Εδώ μπορεί κανείς να πει σ’ αυτό το φως που ολισθαίνει, σ’ αυτούς τους αέρηδες που ψηλαφούν, που χουχουλίζουν και γέρνουν πάνω απ’ το κρεβάτι, ενώ δεν μπορείς ν’ αγγίξεις ούτε να χαλάσεις . Οπότε, σαν φαντάσματα, σαν να ’χαν πουπουλένια δάχτυλα και την ανάλαφρη επιμονή του πούπουλου, βαριεστημένα θα κοιτάξουν μια φορά τα κλεισμένα μάτια και τα χαλαρά σφιγμένα δάχτυλα, θα κουκουλωθούν και θα φύγουν. Κι έτσι, ψαύοντας, πασπατεύοντας, προχώρησαν κατά το παράθυρο στο πλατύσκαλο, στις κρεβατοκάμαρες των υπηρετών, στα κασόνια στις σοφίτες• κατεβαίνοντας, ξάσπρισαν τα μήλα στη φρουτιέρα, ψηλάφισαν τα ροδοπέταλα, άγγιξαν τον πίνακα στο καβαλέτο, σκούπισαν το χαλάκι και σκόρπισαν λίγη άμμο στο πάτωμα. Στο τέλος, παρατημένοι, έπαψαν όλοι μαζί, μαζεύτηκαν μαζί, στέναξαν μαζί• όλοι μαζί άφησαν ένα μάταιο, λυπητερό συριγμό. Μια πόρτα στην κουζίνα απάντησε• άνοιξε διάπλατα• στο βρόντο• και βρόντηξε. [Εδώ ο κ. Καρμάικλ, που διάβαζε Βιργίλιο, έσβησε το κερί του. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα.]
Εκείνη θα έπρεπε να είναι η τελευταία φορά που πηδιόντουσαν η Εμιλία και ο Χούλιο. Αλλά συνέχισαν, παρά τις συνεχείς διαμαρτυρίες της Ανίτας και την αλλόκοτη δυσφορία που τους είχε προκαλέσει το διήγημα του Μασεδόνιο. Ίσως για να μετριάσουν την απογοήτευση ή απλώς για ν’ αλλάξουν θεματολογία, από τότε και στο εξής κατέφευγαν αποκλειστικά στους κλασικούς. Συζήτησαν, όπως κάποια στιγμή τα έχουν συζητήσει όλοι οι εστέτ του κοσμου, τα πρώτα κεφάλαια της Κυρίας Μποβαρύ. Ταξινόμησαν τους φίλους και τους γνωστούς τους με κριτήριο το αν έμοιαζαν με τον Σαρλ ή με την Έμμα, και συζητήθηκαν ακόμη κι αν αυτοί οι ίδιοι μπορούσαν να συγκριθούν με την τραγική οικογένεια Μποβαρύ. Στο κρεβάτι δεν υπήρχε πρόβλημα, μια και οι δυο έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μοιάζουν με την Έμμα, για να είναι σαν την Έμμα, για να πηδιούνται σαν την Έμμα, γιατί, χωρίς καμιά αμφιβολία, όπως πίστευαν και οι δυο, η Έμμα πηδιόταν ασυνήθιστα καλά, και μάλιστα θα πηδιόταν ακόμη καλύτερα στις παρούσες συνθήκες: στο Σαντιάγο της Χιλής, στα τέλη του εικοστού αιώνα, η Έμμα θα πηδιόταν ακόμη καλύτερα απ’ ό,τι στο βιβλίο. Εκείνες τις νύχτες το δωμάτιο μετατρεπόταν σε θωρακισμένη άμαξα που διέσχιζε χωρίς οδηγό, στα τυφλά, μια όμορφη και εξωπραγματική πόλη. Οι άλλοι, ο λαός, ψιθύριζαν ζηλόφθονα λεπτομέρειες του σκανδαλώδους και γοητευτικού ειδυλλίου που λάμβανε χώρα κεκλεισμένων των θυρών. Αλλά σε όλα τα επόμενα ζητήματα δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν. Δεν κατάφεραν να αποφασίσουν αν εκείνη συμπεριφερόταν σαν την Έμμα κι εκείνος σαν τον Σαρλ ή μήπως και οι δυο, χωρίς να το θέλουν, έπαιζαν το ρόλο του Σαρλ. Κανένας απ’ τους δύο δεν ήθελε να είναι ο Σαρλ, ποτέ κανείς δεν θέλει να είναι ο Σαρλ, ούτε καν για λίγο. Όταν τους έμεναν μόνο πενήντα σελίδες, παράτησαν το διάβασμα, πεπεισμένοι ίσως πως τώρα θα μπορούσαν να καταφύγουν στα διηγήματα του Άντον Τσέχοφ.
Τα πράγματα τούς πήγαν πολύ άσχημα με τον Τσέχοφ, λίγο καλύτερα, παραδόξως, με τον Κάφκα, αλλά, όπως λέει ο κόσμος, η ζημιά είχε πια γίνει. Από τότε που διάβασαν την «Ταντάλια», η λύση όλο και πλησίαζε και, φυσικά, φαντάζονταν και οι δύο σκηνές, μέχρι που πρωταγωνιστούσαν κιόλας σε αυτές, που έκαναν πιο όμορφη και πιο μελαγχολική, πιο απρόσμενη, αυτήν τη λύση. Έγινε με τον Προυστ. Είχαν αναβάλει την ανάγνωση του Προυστ, εξαιτίας του ανομολόγητου μυστικού που, τον καθένα ξεχωριστά, τους ένωνε με την ανάγνωση ή με τη μη ανάγνωση τού Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Αναγκάστηκαν και οι δύο να υποκριθούν πως η κοινή ανάγνωση ήταν εντέλει μια δεύτερη ανάγνωση που την επιθυμούσαν, κι έτσι, όταν έφταναν σε κάποιο από τα πολυάριθμα αποσπάσματα που έμοιαζαν ιδιαιτέρως αξιομνημόνευτα, άλλαζαν τον τόνο της φωνής τους ή κοιτάζονταν προσποιούμενοι συγκίνηση, υποκρινόμενοι τη μεγαλύτερη οικειότητα. Ο Χούλιο, μάλιστα, σε μια περίπτωση πήρε το θάρρος να δηλώσει πως μόνον τώρα αισθανόταν πραγματικά πως διάβαζε τον Προυστ, και η Εμίλια του απάντησε μ’ ένα απαλό και απαρηγόρητο σφίξιμο του χεριού. Έξυπνοι και οι δυο, προσπέρασαν τα επεισόδια που ήξεραν πως ήταν διάσημα: o κόσμος συγκινήθηκε μ’ αυτό, εγώ θα συγκινηθώ με κάποιο άλλο. Πριν αρχίσουν να διαβάζουν, ως προστατευτικό μέτρο, είχαν συμφωνήσει πόσο δύσκολο ήταν για έναν αναγνώστη τού Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο να ανακεφαλαιώσει την αναγνωστική του εμπειρία: είναι ένα από τα βιβλία που ακόμη κι αφού τα διαβάσει κανείς παραμένουν εκκρεμή, είπε η Εμίλια. Είναι ένα από τα βιβλία που θα τα ξαναδιαβάζουμε πάντα, είπε ο Χούλιο.