RSS

Daily Archives: 16/04/2017

Ειρήνη Καραγιαννίδου, Δαναοί αρνί χαριστήριον

Κάποτε στο χωριό πήγαινα με τη γιαγιά στην καλύβα να ταΐσουμε τα ζωντανά της. Τόσα χρόνια οι ίδιοι κι οι ίδιοι ένοικοι, οικότροφοι από τους σπάνιους, μαχαίρι πάνω τους θαρρείς δεν έβαλαν ποτέ. Δεν μεγάλωναν, δεν γερνούσαν, δεν ψοφούσαν, ζούσαν αιώνια και βασίλευαν –έτσι πίστευα–, κάθε Πασχαλιά, πάντως, τους ίδιους συναντούσα. Μετρημένοι στα δάχτυλα, με ονοματεπώνυμο και οικόσημο δεξιά της ποτίστρας. Το γουρούνι που άκουγε σε Γουρούνι, ένα μοσχαράκι ασπρόμαυρο που ονοματίστηκε Δαντέλα με αεροβάπτισμα, τρία παπιά, οι Μου Σου Του, τρεις κότες οι λεγόμενες Κοκόνες, όλες εστεμένες με δεξιόστροφα λειριά γένους βασιλικού και ένα αρνί, Τ ο α ρ ν ί, η Χιονάτη. Άνοιγε τα αυτοσχέδια τενεκεδάκια η μπάμπω, μοίραζε το φαγητό, πάντα χωρισμένο ισόποσα να μην έχει παράπονο κανείς. Αυτά μέχρι και την προπαραμονή της Αναστάσεως, τότε που μάντρωνε τις Μις, τα παπιά, το γουρούνι και το μοσχάρι, μην τη δουν να ταΐζει παραπάνω την Χιονάτη και ζηλέψουν, του έριχνε διπλότριπλη τροφή του αρνιού, ύστερα κρυφοκοίταζε τα μαντρωμένα, τυχερά, ψέλλιζε, φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας.

Πάσχα στο χωριό

Οι μεγάλοι ξυπνάνε απ’ το χάραμα για να σουβλίσουν το αρνί. Κι εγώ ξυπνώ νωρίς πολύ, αλλά κάνω πως κοιμάμαι, για να μην το δω. Κάθομαι σ’ ένα σκαμνάκι, δίπλα σε έναν σκύλο, και σκέφτομαι τι ζώο να γίνω όταν μεγαλώσω, για να μην χωράω σε κανέναν φούρνο και σε καμία σούβλα. Κόσμος έρχεται και φεύγει. Όλοι από κάτι κουβαλούν κι όλοι μου τσιμπούν τα μάγουλα. Όλο πω πω πω και πω πω πω, ακούω, ολόκληρη κοπέλα έγινες κι ολόκληρη κοπέλα. Μόνο αυτό. Τώρα που είμαι σχεδόν οκτώ, αν προσθέσω όλα τα ολόκληρα, μέχρι να τελειώσουν οι διακοπές του Πάσχα και γυρίσουμε στην πόλη, θα έχω γίνει κορίτσι της παντρειάς. Στο κεφάλι μου φοράω μία στέκα που έχει πάνω της Παναγιάς τα μάτια. Φιογκάκια, αυγουλάκια και δύο κίτρινα πουλιά. Θαρρώ πως με τάζουν στην Αγία κάθε μέρα, γιατί πάντα φοράω στο κεφάλι κατιτίς που έχει πράγματα πολλά. Μετά το φαγητό, ο παππούς με πηγαίνει βόλτα στο ποτάμι να μαζέψουμε λουλούδια. Εκεί την πετάω και βάζω στα μαλλιά μου παπαρούνες. Όταν επιστρέφουμε, λέω πως την στέκα την έφαγε ο λύκος. Ο ίδιος λύκος, ντε, που τρώει και τα αρνάκια.
Ειρήνη, 7,5 ετών/ Καλλίθηρο 1987


Στην καλύβα στο τέλος του χωματόδρομου πήγα για λίγα λεπτά την τελευταία φορά που ήμουν παιδί. Ήταν, λέει, κάποιοι, με μπαλτάδες στα χέρια και κόσμος πολύς είχε μαζευτεί απέξω. Κι εγώ μαζί, στα κρυφά, γιατί δεν έπρεπε να ’μαι μπροστά –αυτές είναι δουλειές των μεγάλων–, είχα σκύψει πίσω απ’ το τοιχάκι και τους έβλεπα καθένας να τραβά μιαν άκρη απ’ τη Χιονάτη, να σηκώνουν το ζωντανό στον αέρα και ύστερα ο χιονοπόλεμος να σταματά, να γεμίζει κόκκινο τ’ ανοιχτό αμάξι. Έφευγαν έπειτα οι Δαναοί και έμεναν τα παιδιά να γελάνε με όλη τους την ψυχή, κι έτσι άρχιζα να γελάω κι εγώ δυνατά κι όλο δυνατότερα, γιατί οι υπόλοιποι από τα γέλια τους δεν μπορούσαν να με ακούσουν κι, όταν κάθε προσπάθεια να με κοιτάξουν έπιανε πάτο, παρατηρούσα ότι το πρόσωπό τους γέμιζε νερό. Μα είναι αστείο όνειρο, γέλα κι εσύ, έτσι έλεγαν –αυτό θυμάμαι–, κι ύστερα και για πάντα η Χιονάτη έφυγε, τα παιδιά δεν ξαναγέλασαν ποτέ, κι εγώ αποφάσισα να μην ξαναπάω στον χωματόδρομο που όλοι γελούσαν με όλους και κανείς με τον θάνατο.

Σημείωση: το κείμενο με τα πλάγια γράμματα γράφτηκε από την ποιήτρια σε ηλικία 7,5 ετών. Ήταν όντως μία έκθεση για το Πάσχα.

Artwork: Daria Petrilli

.

 

 

Tags:

Μαρία Βαχλιώτη, Εasterόγραφο

.
Μου κόπηκε η χολή
μου λύθηκαν τα γόνατα

δεν απετράπη εν τέλει
το μοιραίο

μου τ’ άδειασαν τα σωθικά
χυθήκανε στα χώματα
τα πράσινα λιβάδια μου

κι ανέμελα
όπως στροβιλίζομαι
εν μέσω διθυράμβων

έλα λοιπόν
για βάλε με στο στόμα σου

έλα τώρα κι αγάπα με
αν σου βαστάει.

Πίνακας: Leslie Peck

.

 

 

Tags:

Στέλλα Δούμου, Ο μήνας του Αρνιού

.

Εκβραχισμοί
από λαιμούς που για αιώνες
δεν είχαν καθαριστεί σπάζοντας την πέτρα της αλήθειας.
Οι γητεμένοι ως το κόκαλο κρεατογενείς
ανέμιζαν προβιές και κουδουνάκια.
Στις ποδιές τους ανατρέφονταν τα σαρκοβόρα Άλεφ των φυλών.
Κρατήθηκαν ομπρέλες κωνοφόρων.
Λίμνες σχηματίστηκαν σε αυλές
και κατέβηκε ένας θεός θλίψης να πλύνει τα πόδια του
να συγυρίσει, να μαζέψει τα σπασμένα απ’ τα τραπέζια
να σφουγγίσει αριθμούς από τα μέτωπα των χορτασμένων.
Σε πεδία καθαρτηρίων λύκοι χαρμάνηδες ετόλμησαν να βήξουν.

Ανάμεσα στα μάτια είχαν τον καιρό να αιμοστάζει.
Πρόβατα με κουκούλες τούς φίλησαν στα μάγουλα στο δρόμο για τους Εμμαούς.

Πήγαιναν να μαρτυρήσουν σε πόλεμο απορίας.
Το καθένα κρατούσε ένα κιβώτιο για το καύκαλό του.
Στα αμπέλια ολόγυρα κρέμονταν άγιοι πάντα,

οι σαστισμένοι στάζοντας φρέσκια ολόφρεσκη κοπριά.

Κι έγινε πρωί, ημέρα πρώτη.
Κι ήταν ο μήνας του Αρνιού.

Πίνακας: Boyko Kolev

.

 

 

Tags:

Στάθης Κουτσούνης, Εν δόξη

.

Ζέστη αβάσταχτη κοντανασαίνει
στα πισινά του ο σκύλος καθισμένος
με στόμα ορθάνοιχτο και τη γλώσσα
να κρέμεται στεγνή

τα δόντια του λεπίδια

παρακεί το αρνί χαυνωμένο
μπερδεύει τον σκύλο με λύκο
κι ονειρεύεται δόξα

περίφημο το στόμα του
και προτιμότερο ζεστό
να νιώσω κάποτε το δόντι του παρά

την παγερή τη λάμα του χασάπη

Στάθης Κουτσούνης, Εν δόξη, από τη συλλογή Στιγμιότυπα του σώματος, Μεταίχμιο 2014

Artwork: Tyson Grumm

 

Tags:

Ασημίνα Λαμπράκου, Έλα να παίξουμε τους κλέφτες

 

Κάποτε
η Μαριάνθη είχε πιάσει την ντουλάπα ψηλά και χόρευε
στιγμές στιγμές σταματούσε, πιες, έλεγε και έδινε στο μικρό κορίτσι κάτι που γλύκαινε στο φάρυγγα σα νέκταρ από αγιόκλημα
μέσα η θερμοκρασία έπιανε κορυφή, ακίνητη
με βλέφαρα μισά κατεβασμένα, σαν κουρτίνες στο παράθυρο, γινόταν κάτι που το έξω να μένει δροσερό
πιο έξω, οι κήποι ανθισμένοι
έξω από τους κήπους κάποια Πασχαλιά κι οι άνθρωποι στα χωράφια
φάε, είπε η Μαριάνθη προς το μεσημέρι και στον ουρανίσκο μπερδεύτηκαν όλοι οι νεκταροφόροι στήμονες που έγλειψε στη ζωή της να τους πιει το ανθόμελο τα λευκά νερόβραστα μακαρόνια
έξω, οι άνθρωποι στα χωράφια μια Πασχαλιά, οι χαρές κι οι μυρωδιές τους

αργά το απόγευμα εκεί που οι χαρές αποσύρονται ιδρωμένες κι οι μυρωδιές σκορπίζουν σύννεφο αραιό, οι άνθρωποι θυμούνται τα μέσα και τα συναντούν με όποιο τρόπαιο απόδειξη της ευφρόσυνης συνύπαρξης τους
κοίτα! χαμογελάει! είπε ένας κι έδειχνε με βλέμμα το κεφάλι του αρνιού κι από το κεφάλι τα δόντια
στάθηκε λίγο η Μαριάνθη απ’ το χορό, γύρισε, κοίταξε κι αυτή
μαύρα μεγάλα δόντια σφιγμένα πάνω σε μια γλώσσα μισοβγαλμένη να κοροϊδεύει, χείλη τραβηγμένα προς τα πάνω, καμένα
τι λύκος αρνί, έστυψε τα μάτια της η Μαριάνθη στα μάτια του παιδιού
κι εκείνο: έτσι θάν’ ο θάνατος, είπε μέσα της
και έτσι πρωτόμαθε το κορίτσι πως ο θάνατος είναι χαρά ή πως θάνατος είναι η χαρά ή πώς οι άνθρωποι χαίρονται τον θάνατο ή πώς τον περιμένουν για να χαρούν ή πώς η χαρά δεν πρέπει να δείχνεται πριν να είναι η ώρα να συμβεί ο θάνατος και πάντως ο θάνατος έχει μεγάλα καμένα δόντια και χείλη ένα τραβηγμένο χαμόγελο αρνιού

1973
αγία σκοτεινιά
η παρουσία του πρωταγωνιστή(1) στην πρώτη σκηνή κι η απουσία του στην τελευταία: όλο το δέος του ανθρώπου που αμφισβητεί για το αόριστο ή το ποθούμενο που εξασφαλίζει τη συνέχεια της ροής ή το ανείδωτο ή το ανεξήγητο ή το

το; το στόμα του αρνιού μιαν Πασχαλιά με χείλη τραβηγμένο χαμόγελο καμένο και δόντια όσες οι προσδοκίες από τις επενδύσεις σε μιαν ανάσταση

2017
όλα γίνονται για την έξοδο, είπε ο ηθοποιός(2) κι ήταν στραμμένος προς τη μεριά μου
ο ηθοποιός ήταν στραμμένος προς τη μεριά μου
έπαιζε με την πλάτη στο πλήθος
η σκηνή πιο κάτω από εμάς ή στην ευθεία μας
εκείνος έπαιζε στη σκηνή με την πλάτη στο πλήθος
ένας καθρέφτης τον παρέδιδε πρόσωπο σε αυτούς που είχε πίσω του
εμείς τον βλέπαμε στο πλάι
είχα καθίσει στη σωστή πλευρά ή εκείνος με έψαξε για να μου πει:
όλα γίνονται για την έξοδο(2)
χτυπώντας το μπαστούνι στο πάτωμα, κατέβασε το γενειοφόρο πρόσωπό του βαραίνοντας τον λόγο
έπειτα γύρισε το κεφάλι ίσια για να βλέπει τους πίσω από μπροστά
είχα καθίσει στη σωστή πλευρά για να του επιτρέψω να μου απευθυνθεί
έτσι κι εγώ ένευσα: πάμε ξανά από την αρχή, και σιγουρεύτηκα πώς με αισθάνθηκε από μια κίνηση του ώμου κάτω από το παλτό που καλούσε: έλα να παίξουμε τους κλέφτες(3)

η Μαριάνθη είχε πιάσει την ντουλάπα και χόρευε
στιγμές στιγμές σταματούσε
το αγιόκλημα στο λαρύγγι
έξω οι κήποι
πιο έξω μια Πασχαλιά
ο θάνατος έχει τα δόντια του αρνιού που δείχνεται ως τρόπαιο ευφρόσυνης συνύπαρξης
το δέος του ανθρώπου: η καμένη σπηλιά που ανοίγεται το στόμα του αρνιού μιαν Πασχαλιά
τα δόντια του αρνιού: οι προσδοκίες από τις επενδύσεις σε μιαν ανάσταση

(1) αναφορά στην ροκ όπερα: Jesus Christ Superstar
(2) αναφορά στη θεατρική παράσταση του θεάτρου της οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής: Πλατεία Ηρώων του αυστριακού Τόμας Μπέρνχαρντ
(3) αναφορά στο άνθος « κλέφτης»

Φωτό: Romina Ressia

.

 

 

Tags:

Μαργαρίτα Παπαγεωργίου, Το αρνί, το νήπιο και το στάδιο του καθρέφτη

.

Το πλήθος των τουριστών παρακολουθεί
μέσα σε κατανυκτική σιωπή το πείραμα
Ο χώρος των θεατών στο σκοτάδι
Ο χώρος των δοκιμών μια δεξαμενή
με καθρέφτες στους τέσσερις τοίχους
Στα πρόσωπα αντανακλώνται ταχυδαχτυλουργικά
θαύματα από φως και σκιές
Το ζητούμενο του πειράματος είναι αν
το αρνί με το σημάδι στο κυρτό μέτωπο
αναγνωρίζει ή όχι το είδωλό του σε καθρέφτη
Αν ναι, τότε γνωρίζει ότι υπάρχει
Αν όχι, τότε δε νοεί όπως ο άνθρωπος,
εξήγησαν οι ερευνητές την πολιτική τους.
Εντέλει, αποφάνθηκαν με στόμφο ότι, σύμφωνα με
τα δεδομένα όλων των πειραμάτων,
τα αρνιά, όπως άλλωστε και τα άλλα ζώα,
δεν σκέφτονται, δεν νοούν
δεν μετράνε τις προθέσεις των άλλων ατόμων
δεν είναι σε θέση να αναπτύξουν συμπόνια
δεν έχουν επίγνωση της ύπαρξής τους
Άρα, ο στόχος επετεύχθη
Ο άνθρωπος ως εικόνα-πρότυπο
δεν επροβλήθη στα αρνιά
Ω, τι αθωότητα, αναφώνησαν οι θεατές,
θαυμάστε και εξυμνήστε τον αμνό!
Ω, τι ευδαιμονία, αναφώνησαν οι τουρίστες,
βασανίστε και σκοτώστε τον αμνό!
Καμία ενοχή δεν μπορεί να μας αποδοθεί

.

.

Και έτσι, αποδόθηκαν στα αρνιά ονόματα ανάλογα –
«Ο αμνός γάλακτος», το σφάγιο μέχρι 4 μηνών
«Τα αμνοερίφια», τα σφάγια αρνιών, αρνάδων και προβάτων
«Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει»
Όμως δε χορεύει, δε γελάει, δεν ερωτεύεται, δε θρηνεί
Η ύπαρξή του έχει αλλιώς προγραμματιστεί

Ο άνθρωπος αναγνωρίζει στον καθρέφτη
το είδωλό του μέχρι τα δυο του χρόνια˙
από εκεί και πέρα πλησιάζοντας
αποστρέφει συχνά το πρόσωπό του,
παρατηρούν ερευνητές και ψυχοθεραπευτές
«εις πείραν ερχόμενοι και μετερχόμενοι»

Πίνακας: Odilon Redon 

.

 

Tags:

Ιωάννα-Ροδάνθη Σκουνάκη, Αθανάσιος-αρνί

Και τον Αθανάσιο τον σουβλίσανε με τη μανία τους οι Τούρκοι.
Την εποχή εκείνη, για μένα, τιμωρία, που το καντηλάκι του έκαιγε σ’ ένα στενό της Λαμίας. και ψήνανε εκεί, δεν νήστευαν. «Τα ’χουν για τη Λαμπρή!» με κοροϊδεύανε, μα οι μέρες ακόμα πολλές ως τότε, άκουγα που σκεφτόμουν –και δώσ’ του πάνω κάτω το στενό– «πώς είναι να σουβλίζουν έναν άνθρωπο;» Ποιο επίθετο να κάτσει, ποιος προσδιορισμός από την Αλαμάνα και τη γέφυρα• σαν περνάγαμε να σου! πεταγόταν ο σουβλισμένος, με τη φουστανέλα στη στήλη τη θυμητική – ξεβράκωτος ίσως, που μαρτυρούσε.

Κρακ έκανε το κρανίο του αρνιού της αγοράς, και τα αίματα ποτάμια στ’ αυλάκι των σφαγείων, πόσα κρακ η κεφαλή του Αθανάσιου; πόσα ν’ αντέξει το στομάχι ενός παιδιού που φρόντιζε κάθε Πάσχα να παθαίνει διάρροια και να τρώει μόνο ρύζι;

 

Πίνακας: Holly Farrell

.

 

 

Kατερίνα Παπαδημητρίου, Αριστερό κλίτος

Στο αριστερό κλίτος στεκόταν η δύναμή της. Μεγάλη Παρασκευή. Πλήθος το εκκλησίασμα. Πάσχα ήταν και τότε, κι αυτή δεν ζήτησε τίποτα. Όπως τώρα, όπως τόσα χρόνια, που δεν χαλάλισε κανενός ούτε ένα χαμόγελο. Όλα τα κράτησε για κείνον· για κάθε λεπτό που εκείνος επέστρεφε, για κάθε απουσία, για κάθε συναίνεση. Όμορφη δεν την έλεγες. Ψηλή, γουρλομάτα με μαλλί που δεν ευδόκησε ποτέ να μακρύνει. Λεπτό κι αρύ σαν την αμφισβητούμενη θηλυκότητά της. Μια ρυτίδα. Να ’ταν το αρνί που την ανησυχούσε αν θα ’ταν έτοιμο στην ώρα του μεθαύριο, που ήταν Λαμπρή;

Του το ’χε πει: «Κυριακές και γιορτές σε θέλω σπίτι, και στα παιδιά ποτέ σου να μην λείψεις, μα στο σεργιάνι σου συμμέτοχος δεν γίνομαι». Άλλο δεν ήθελε κι αυτός. Σήκωσε το φρύδι, δήλωσε έμπορος, κι άρχισε τα «κολώνα μού στέκεται». Της πήρε κι ένα μηχανάκι, και τα πρωινά εκείνη στα κτήματα, και η μηχανή έπαιρνε μπρος στα τριακόσια μέτρα απ’ το κατώφλι, μην τον ανησυχήσει. Έτσι ακριβά την πούλησε την κορμοστασιά της, έτσι την έδωσε τη ζωή της, και το «έσονται οι δύο εις σάρκαν μίαν», για κείνην, μια υποχρέωση, που από το πουθενά έγινε μάνα, για κείνον αντίκρισμα – ποια θα την άντεχε την τόση του ελευθερία; εκείνη ήταν ευγνώμων. Μουστάκι να είχε, κι οι μυρωδιές από τ’ αρνί της να ταξιδεύουν στη γειτονιά από κατώφλι σε κατώφλι. Κάθε Πάσχα.

Μέχρι απόψε, Μ. Παρασκευή, που ξημερώματα, πολύ πριν ανατείλει, λίγο πριν ακούσει στην πόρτα το κλειδί, βρέθηκε τ’ ανάσκελα· ζαλάδα ήτανε, λιγοθυμιά ή το χαμένο θάρρος της, που μπαγιάτεψε και πήρε να ζέχνει, ώσπου η βρώμα τής έκαψε τα σωθικά και σωριάστηκε ανήμπορη; Η πεθερά φευγάτη από χρόνια, κανείς πια δεν τον έλεγχε, κι εκείνη δεν το λογάριασε σωστά, πως έρχονται και νύχτες που ένα κορμί τι να σου κάνει· δυο χέρια αντρίκια της χρειάστηκαν κι ένα φιλί ζεστό δικό της. Και η μηχανή δεν χαϊδεύει, μόνον κουβαλά. Κορμιά παγωμένα, μόνα. Μ. Παρασκευή, και το αρνί στο τσίγκινο ταψί κομμένο σε μερίδες, κι εκείνη δεν το μαρτύρησε ποτέ. Ποτέ δεν του είπε: «Αρνί δεν έφαγα ποτέ, κατσίκι εμείς τρώγαμε, κατσίκι του γάλακτος, μανάρι, κι εκείνης που τις νύχτες με συμπληρώνει άρωμα να βάζει να της πεις, γιατί χωρίς… τη σιχαίνομαι την παρουσία της.»

Πήρε να χαράζει κι ο ήχος απ’ τα κλειδιά, βήματα βαριά, και η ικανοποίηση βαριά να στάζει απ’ το μουστάκι. Στάθηκε καταμεσής στην κουζίνα. Αρνί καμένο πάνω στο τραπέζι, τα παιδιά στην εφηβεία, τα κλειδιά της μηχανής κρεμασμένα μ’ έναν σπάγκο από τον γλόμπο της κουζίνας, το σαμουά σακάκι του πασαλειμμένο με λίπος, κι ένα σημείωμα που έλεγε: «Το δικό μου το αρνί μοσχοβολούσε παράπονο. Κάθε Πάσχα. “Είμαι η Λένα”, ανέμιζε, “κι αν δεν κρεμούσα την ψυχή μου στο τσιγκέλι, αντί για αρνί, λεπίδα· κι όλο το αίμα μου χαράμι, θυσία στο τίποτα, στο πουθενά θα το χαλάλιζα”. Να το σέβεστε!»

Artwork: Daria Petrilli

.

 

Tags:

Σοφία Περδίκη, Αναστάσιμη σφαγή

.

Η Μπιάνκα σαν ήτανε παιδί
και οι γύρω της πολύ μεγάλοι
τους κοίταζε πάντα σοβαρή
καθώς αρμόζει σ’ ένα παιδί

Δεν βλέπανε στο πρόσωπό της
εύκολα γκριμάτσα
είχε την ψυχή της
αρυτίδιαστη η μικρή
έπαιζε στα δάχτυλα
του ενός χεριού τ’ ακόρντα
και σας κοιτούσε θυμωμένα
έτσι και γινόσασταν φαιδροί

Πώς φυσούσε κάθε της τσουλούφι
πώς τσίριζε μαζί με το αρνί.
Το βοήθαγε πάντα να ξεφύγει
απ’ τη φριχτή σφαγή
της Ανάστασης τη μέρα.
Γελοίοι, που τα βάζατε με ποια;
Με μια tabula rasa, την Μπιάνκα;

Σας κατέγραψε όλους
με άνω-κάτω ρίμα
στα μαύρα της κατάστιχα.

Πίνακας: Yana Movchan
.

 

 

Tags: