Ιδέστε πως πίνει τον καφέ o Εσταυρωμένος
Κατόπι οι κατινούλες
Bλέπουν το φλιτζάνι
Αίματα αποχαιρετούν
Πικρά χείλη προδομένα
Σφάζουν το πουλί αρνί
Βαθιά στα σπλάχνα
Σουβλίζουν τις αλήθειες
Σαλάτες αμαρτίες συνοδοί
Και να ο πόλεμος
Πετυχημένη γεύση
Η εκκλησία ευλογεί
Κι όλο το παραμύθι στα παιδιά
Κόκαλο δεν αφήνει
Ίσως!
Μετέχω άθελά μου σε μια κουβέντα με συναδέλφους για κάποια έρευνα σε δημοτικά σχολεία της Νέας Υόρκης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, οι μαθητές αδυνατούν να απαντήσουν στην ερώτηση από πού προέρχεται το μπιφτέκι στο χάμπουργκερ, που ως γνωστό αποτελεί μέρος της καθημερινής τους δίαιτας. Αν ο συνάδελφος που πρωτοστατεί στη συζήτηση έχει δίκιο και δεν υπερβάλλει εξαιτίας του γνωστού σε όλους μας αντιαμερικανισμού του, που ψάχνει ανά πάσα στιγμή αφορμή για να εκδηλωθεί, οι ίδιοι μαθητές εμφανίζονται σοκαρισμένοι, όταν μαθαίνουν πως οι στρογγυλές φέτες κρέατος που τόσο λατρεύουν να τρώνε, προέρχονται από ένα ασπρόμαυρο ζώο ονόματι αγελάδα· πλάσμα γνώριμο και συμπαθές στα παιδιά χάρη στην εικονογράφηση των βιβλίων τους. Το περιστατικό σχολιάζεται ποικιλοτρόπως. Κάποιος μιλά για αδικαιολόγητη απομάκρυνση από το φυσικό κόσμο, ο διπλανός του υπερθεματίζει και ως πραγματιστής προσθέτει πως η αυτοματοποιημένη ζωή παρά τα πλεο-νεκτήματα που παρουσιάζει δεν θα μας βγει σε καλό, ο πιο θρησκευόμενος της παρέας δεν χάνει την ευκαιρία και προσδίδει στο θέμα μας χαρακτηριστικά αδιάψευστου συμπτώματος απόλυτης παρακμής, που φυσικά δεν πρόκειται να μείνει ατιμώρητη. Ώσπου έρχεται η σειρά μου, μα δεν ξέρω τι να πω, γιατί το μυαλό μου ταξιδεύει ήδη αλλού.
Μεγάλωσα στην επαρχία. Έζησα τα παιδικά μου χρόνια σε μια μάλλον τυπική για τα δεδομένα της εποχής μο-νοκατοικία στο πίσω μέρος της οποίας υπήρχε μια αυλή γεμάτη δέντρα. Αυτό σε συνδυασμό με τις αγροτικές ασχολίες της οικογένειας και τους άρρηκτους δεσμούς με τον τόπο καταγωγής της, με καθιστούσαν ένα παιδί μεγαλωμένο μεν στο τσιμέντο, εξοικειωμένο δε και με το περιβάλλον της υπαίθρου. Θέλω να πω, δεν πάθαινα και αλλεργία αν έπιανα λίγο χώμα ή μύριζα κανένα λουλούδι, όπως ακούω ότι συχνά συμβαίνει στις μέρες μας. Και όμως ήταν πολλά όσα δεν ήξερα για τον πραγματικό κόσμο. Το αναφέρω, γιατί έχει τη σημασία του όπως θα δείτε.
Σκοπεύω να σας γυρίσω εκεί γύρω στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Τότε εξελίσσεται η ιστορία που πρόκειται να σας διηγηθώ.
Δεν ξέρω γιατί και με ποια αφορμή εκείνη τη χρονιά κάποιος φίλος, μπορεί και συγγενής, προσέφερε στον πατέρα μου ένα νεογέννητο αρνί με σκοπό να το μεγαλώσει, δηλαδή να το παχύνει προκειμένου να καταλήξει στο επερχόμενο πασχαλιάτικο τραπέζι. Βλέπετε δεν είχαν φτάσει ακόμη οι ευρωπαϊκές οδηγίες στα μέρη μας, και οι άνθρωποι έπρατταν σύμφωνα με όσα τους παραδόθηκαν. Ο πατέρας μου, μη ξέροντας τι να κάνει, κουβάλησε το αρνάκι σε ένα χάρτινο κουτί μέχρι το σπίτι και κατάφερε να πείσει την μάνα μου ότι ήταν προσωρινό. Σε μια δυο μέρες θα έβλεπε τι θα έκανε. Λύση όμως δεν βρέθηκε, εγώ και η αδερφή μου ξετρελαμένοι με το νέο απόκτημα θέλαμε οπωσδήποτε να το κρατήσουμε μαζί μας και το ζωντανό εγκαταστάθηκε μόνιμα στο εσωτερικό μιας μικρής αποθήκης που υπήρχε στην αυλή.
Εννοείται πως μέσα σε λίγες εβδομάδες έγινε κάτι παραπάνω από απαραίτητο σε όλους μας. Σύσσωμη η οικογένεια βάλθηκε να αναθρέψει εκείνο το χαριτωμένο ζωάκι όσο καλύτερα μπορούσε. Ελλείψει άλλου κατοικίδιου, η αγάπη μας γι’ αυτό αποδείχθηκε τόσο ισχυρή που ξεχάσαμε τον προορισμό του, σχεδόν μαλώναμε ποιος θα προετοιμάσει το γάλα από σκόνη, ποιος θα γεμίσει το μπιμπερό, ποιος θα το ταΐσει, ποιος θα το πρωτοπαίξει και ποιος θα το χαϊδέψει περισσότερο. Μέσα σε δυο μήνες εκείνο το φοβισμένο μαλλιαρό πλάσμα, μεταμορφώθηκε από λούτρινο κουκλάκι σε ζωηρό έφηβο που ξεπερνούσε σε αταξίες ακόμη και μένα. Ήταν δε τόσο χαριτωμένα τα σκέρτσα και η διάθεσή του για παιχνίδι που η φήμη του εξαπλώθηκε και πέρα από την αυλή μας. Κυριολεκτώ, στα μάτια αρκετών φίλων μου εκείνες τις μέρες θα πρέπει να φαινόμουν ζηλευτός.
Κάποτε έφτασε η Μεγάλη εβδομάδα. Κάτι είχε αλλάξει. Το διαισθανόμουν. Άρχισα να βλέπω έναν προβληματισμό, μια σκιά στα ματιά των γονιών μου όποτε τους ανέφερα κάποιο κατόρθωμα ή σκανταλιά του τετράποδου φίλου μου. Προσπαθούσαν όπως όπως οι άνθρωποι να μετριάσουν το δέσιμο μου μαζί του. Ώσπου ξημέρωσε Μεγάλο Σάββατο. Θυμάμαι τους μεγάλους να μουρμουρίζουν μεταξύ τους τι έπρεπε να γίνει. Εμείς τα παιδιά, μαζί και το ζώο, που φυσικά είχε κάθε λόγο να νιώθει ισότιμο μέλος της οικογένειας, περιφερόμασταν γύρω τους χωρίς να καταλαβαίνουμε το λόγο όλης αυτής της κατήφειας. Το πράγμα πάντως φαίνεται πως έφτασε στα όρια του όταν μεσημέριασε. Αν δεν λαμβάνονταν έγκαιρα μια απόφαση κινδυνεύαμε να ξεμείνουμε από οβελία, αφού και σε χασάπικο να προστρέχαμε ήταν μάλλον απίθανο να βρεθεί κάτι τελευταία στιγμή. Το να μην ψήσουμε έμοιαζε απλώς αδιανόητο, σας ανέφερα ήδη τις καταβολές της οικογένειάς μου. Οπότε, απέναντι στον υπό διαμόρφωση αστικό συναισθηματισμό μας, ορθώθηκε το ένστικτο του ανθρώπου της υπαίθρου και η μοίρα του αγαπημένου πλάσματός μας σφραγίστηκε.
.
.
Θαρρώ πως ο παππούς ήταν αυτός που ανάλαβε να φέρει εις πέρας τη σφαγή. Πήρε παράμερα το ζώο και έκανε έστω και με βαριά καρδιά ότι θα έκανε οποιοσδήποτε ανήκε στον κόσμο από τον οποίο προερχόταν. Τότε δεν το καταλάβαινα, και κόντεψα να αρρωστήσω από τη στεναχώρια μου, όταν συνειδητοποίησα πως αυτό που κρέμονταν στο υπόστεγο ήταν το άψυχο σώμα του τετράποδου φίλου μου. Η διαδικασία του γδαρσίματος ολοκληρώθηκε μέσα σε φωνές, κλάματα, οδυρμό, αλλά πάντως ολοκληρώθηκε. Όταν όμως έφτασε η ώρα του σουβλίσματος έως και ο παππούς μου λιγοψύχησε. Επηρεασμένος και αυτός από το δυσάρεστο κλίμα δυσκολεύονταν να κάνει ότι είχε πράξει τόσες και τόσες φορές στη ζωή του.
Μπρος σε εκείνη την ομαδική βουβαμάρα, η μάνα μου, σε μια επίδειξη πρακτικότητας πρότεινε τη λύση του ταψιού. Θυμάμαι ακριβώς τα λόγια της: «Πάσχα σωστό με τούτο εδώ στη σούβλα δεν πρόκειται να κάνουμε», είπε και πήρε το κρέας στη κουζίνα της, μα η στεναχώρια μας δεν χάθηκε. Ως εκ τούτου ούτε σωστή Ανάσταση κάναμε, τα αβγά που τσουγκρίσαμε, τους ασπασμούς που ανταλλάξαμε στο προαύλιο της στρατιωτικής εκκλησίας της Μεταμόρφωσης, όλα με μισή καρδιά τα κάναμε.
Τα πράγματα δεν διορθώθηκαν ούτε την επομένη. Οι μυρωδιές του ψημένου αρνιού που έφταναν από τον φούρνο, μας άφηναν αδιάφορους, οι μεζέδες απέμεναν ανέγγιχτοι στα πιάτα, ο πατέρας μου ζήτημα να χάρηκε το τσίπουρο του, ακόμη και οι δοξαριές του παππού, που πάντα τέτοια μέρα μεράκλωνε και θυμόταν τα νιάτα του ως βιολιτζής, αποδείχθηκαν ανίκανες να μας ευθυμήσουν. Με λίγα λόγια τη βγάλαμε περίλυποι και σχεδόν νηστικοί. Και όσο για τον πεντανόστιμο από όσο φαντάζομαι φίλο μας, προσφέρθηκε πριν καλά καλά κρυώσει μαζί με το ταψί σε κάποιο κοντινό σπίτι που όλοι ήξεραν πως δυσκολεύονταν να τα βγάλουν πέρα.
Εννοείται πως ως οικογένεια δεν ξανατολμήσαμε να συνάψουμε φιλικές σχέσεις με υποψήφιο πασχαλινό οβελία. Και όσο για μένα έμαθα εξαιτίας εκείνης της οδυνηρής εμπειρίας να προσεγγίζω με άλλο μάτι τα ανθρώπινα.
Κοιτώ ξανά τους συναδέλφους, που ακόμη περιμένουν να συνεισφέρω στη συζήτησή μας. Από ευγένεια και μόνο θα όφειλα να ανοίξω το στόμα μου και να ξεστομίσω κάτι, έστω μια κοινοτοπία. Εγώ όμως σκέφτομαι τη λίστα με τα ψώνια που μου έδωσε το πρωί πριν φύγω από το σπίτι η γυναίκα μου. Θυμάμαι πως δεν πρέπει να ξεχάσω τις κροκέτες ψαριού που λατρεύει η τετράχρονη κόρη μου και αναρωτιέμαι αν της πέρασε ποτέ από το μυαλό πως το απογευματινό της γεύμα ήταν κάποτε ένα ζωντανό πλάσμα. Μάλλον όχι. Το παιδί μεγαλώνει σε ένα διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας και έπειτα είμαι σίγουρος πως ούτε εγώ ούτε η μάνα της προσπαθήσαμε ποτέ να της ανοί-ξουμε τέτοια κουβέντα, παρότι δίνουμε μάχη κάθε βράδυ για να την πείσουμε πόσο σημαντικό είναι να μην κοιμάται αν δεν πλύνει προηγουμένως τα δόντια της. Το γεγονός πως δεν έχει αναρωτηθεί ως τώρα το λόγο ύπαρξης αυτών των οστέινων οργάνων στο στόμα της προφανώς οφείλεται αποκλειστικά στην ηλικία της. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν διαφέρει και πολύ από τους μαθητές της έρευνας, για να μην πω ότι δεν διαφέρει από κανένα παιδί της γενιάς της που ζει στη Νέα Υόρκη, το Χονγκ Κονγκ ή δεν ξέρω και εγώ σε ποια άλλη μητρόπολη.
Άρα τα βαρύγδουπα που ακούγονται από το στόμα των συναδέλφων είναι λόγια βαριεστημένων δημοσίων υπαλλήλων που περιμένουν σαν και εμένα να περάσει η ώρα για να πάνε στα σπίτια τους. Όπως και να ’χει πρέπει να βρω, σήμερα κιόλας αν γίνεται, μια καλή δικαιολογία να πάρω από το δωμάτιο της τη γυάλα με το χρυσόψαρο που της κάναμε δώρο πρόσφατα, πριν ανακαλύψει, εξίσου πρώιμα και οδυνηρά με τον πατέρα της, τη σκοτεινή πλευρά του είδους μας.
«Σ’ αυτόν το σάβντα δε θα πας».
Η φωνή του βάρεσε σαν ταμπούρλο.
Είχα γουρλώσει τα μάτια σαν να ’βλεπα σατανά. Θα πάω, είπα μέσα μου. Αυτόν το γάμο δεν τον χάνω.
Τα όχτσα τα είχαμε στο μαντρί. Νερό στις ποτίστρες έβαλα. Έμεναν τα γελάδια.
Στο νου μου η μακαρίτισσα η μάικα μου, που μου ’λεγε να μορφωθώ και να φύγω απ’ το χωριό. Μέχρι την πρώτη πήγα. Τα γράμματα δε μ’ άρεσαν. Μας μάθαιναν ελληνικά, μα μιλούσαμε κισδερβενιώτικα. Μόνο άμα τραγουδούσαμε μας καταλάβαιναν οι Τούρκοι, γιατί τούρκικα τραγουδούσαμε.
Το χωριό μας φτωχό, μα είχε και παραλήδες. Παραλής ήταν και ο ενίστε. Τη Γεσθημανή θα ’παιρνε. Την πρώτη μου αγάπη.
Ήταν τότε που τη συνάντησα να πλένει ρούχα, να πιω νερό στη βρύση πήγα, κι ακούμπησα το χέρι της. Με κοίταξε. «Εσένα θα σε πάρω», της είπα, και χαμογέλασε.
Με πρόλαβαν στα προξενιά. Από τα δέκα την αρραβώνιασαν, να τη χωρίσω δεν μπόρεσα.
Καιγόμουν κι έλιωνα.
«Σύνελθε», με φώναξε η σεστρά μου. Ξουρίστηκα, έβαλα τα καλά μου και «Τάκα τούκα νε μπιντούα, πάω στα γελάδια», είπα. Παραξενεμένη η αδερφή μου με κοίταξε.
Ενίστε ήταν ένας Πανικίδης, φίλος από μικρός, ώσπου αρραβωνιάστηκε τη Γεσθημανή. Τότε χωρίσαμε. Ο καθένας κοίταξε τις δουλειές του.
Δεύτερη μέρα γάμος γινόταν. Δεύτερη μέρα Σάββατο κι ακόμα δεν την είδε. Οκτώβρης ήτανε, λουκουμάδες μας στείλανε για πρόσκληση. Να ευχηθούμε έπρεπε. Δε βγήκε ευχή απ’ το στόμα μου, και τον πέταξα το λουκουμά, να μη με φαρμακώσει. Σε λίγο πέρασαν από μπροστά μου τα νυφικά και τ’ αρνί – δώρο του γαμπρού.
Σάββατο βράδυ κι ο γαμπρός ξουριζόταν με ζουρνάδες.
Τους άκουγα από μακριά. Δεν ξέρω πώς έφτασα εκεί.
Παίζαν το «Berber oglan» και χόρευαν καρσιλαμάδες, μα εγώ δεν άκουγα καλά και τα μάτια μου ήταν θολωμένα.
Πλησίασα το γαμπρό.
Χαμογέλασε.
Δεύτερη μέρα Σάββατο κι ακόμα δεν την είδε.
Δε θα την ξανάβλεπε. Πλησίασα και του ’κοψα τον γκίρλε.
Γλωσσάρι: τάκα τούκα νε μπιντούα=έτσι εδώ δεν γίνεται, σάβντα=γάμος, όχτσα=πρόβατα, ενίστε=γαμπρός, σεστρά=αδελφή,γκίρλε=λαιμός, berber oglan=ο γιος του κουρέα=τραγούδι ξυρίσματος του γαμπρού στο Κίσδερβεν.
Αστέρης Μαυρουδής, «Τάκα τούκα νε µπιντούα», από τη συλλογή διηγημάτων Η ατυχία, Κέδρος 2017
Τρίζει το ξυλάκι. Σαν το ποδάρι που κουράστηκε να περπατά. Σαν το χορό εκείνον που δεν τέλειωσε. Σαν το φιλί που έμεινε μισό. Δεν μπάζει το τζάκι τις σελίδες μου να το γιατρέψει. Λάδι. Καρφί. Και σανταλόξυλο. Τρεις κόσμους παρακεί γελάει το παραπαίδι μου.
~ Σύρε, μάνα, το αλεύρι να γλυκάνουμε ~
Βελάζει το αρνί που κρέμεται. Τσιγκελωτό και μπάνικο. Στρέφω το βλέμμα μου αλλού. Ούτε την προβιά λαχτάρησα ούτε και το κεφάλι. Το μάτι του μονάχα να βάλω στο λαιμό μη με πλησιάζουν. Τα νύχια έγιναν γαμψά, καραβοκύρη μου, κι απόψε κλαίει ο ουρανός. Φοβήθηκε κι αυτός τα άστρα του.
Ξέρεις τι είναι να σου γελούν κατάματα οι οργασμοί; Θέλεις να πας και να κρυφτείς. Μη σώσεις και μερέψεις. Να δώσεις μια να γίνει γάλα το τυρί. Να το χωνέψεις. Περνάει το γιορτάσι χωρίς ένα φιλί. Μισή μπογιά που ξέβαψε, κρύφτηκε στο πατάρι. Κι ένα στρωσίδι, απ’ τα προικιά, γέμισε ποντικοκούραδα. Έτσι δεν γίνεται παντοτινά;
Να δεις που θα γυρίσει σε νοτιά και θα γεράσουμε.
Βάζω τη λεμονιά να στύψει. Σφηνάκια για ξεπέταγμα κι ένας σουγιάς στο μπούτι. Αμέ! Όσα κι αν γίνουν φονικά, θα είμαι ο ληστής. Αυτός που κλέβει παπαρούνες απ’ τον κήπο. Δίνει μία στην κοπελιά, τις άλλες στα λυκόσκυλα. Κι ύστερα τρώει, απ’ το τραπέζι, το πιο πικρό ψωμί.
Έτσι περνούν οι μέρες μου χωρίς σκοινί. Αετωμένες. Χάρτινες. Σα δεκατέσσερις ζωές. Δυο γάτες οιστρογόνες, δηλαδή. Μαζί με τα μουστάκια.
Εσύ, μωρό μου, μην κιοτάς.
Βάλε καφέ, και ξέχνα με.