Το πήρε ποδαράτο μέχρι το σπίτι. Ήταν αργά, η κυρία Ρόζα θα κοιμόταν. Έκαμε λάθος στο κλειδί, λογικό άλλωστε, αφού το είχε περάσει στο ίδιο μπρελόκ μ’ εκείνο του αθηναϊκού διαμερίσματός του. Ήλπισε να μην την ξυπνήσει με το θόρυβο κι έβαλε το δεύτερο κλειδί. Προχώρησε προς στο βάθος, έστριψε δεξιά και μπήκε στην κουζίνα. Ψαχούλεψε στ’ αριστερά του μέχρι που βρήκε το διακόπτη και τον πάτησε. Το δωμάτιο λούστηκε σε μουντό φως. Αισθάνθηκε σαν να βρισκόταν σε νοσοκομείο. Άνοιξε το ψυγείο, όπου ανακάλυψε δυο-τρεις μπουκάλες γάλα, μουστάρδες, μαρμελάδες και βούτυρα. Ούτε ίχνος από αλκοόλ. Ένα λευκό, παγωμένο πιάτο σκεπασμένο με χρυσόχαρτο κίνησε την προσοχή του. Το έβγαλε, το ακούμπησε στο τραπέζι κι αφαίρεσε το χρυσόχαρτο. Το φαγητό ήταν κρέας με πατάτες στο φούρνο. Οι πατάτες είχαν μετατραπεί σε μιαν αηδιαστική, άμορφη μάζα, σαν ξερατά. Όσο για το κρέας, αυτό ήταν πιθανότατα αρνί. Χαμήλωσε το πρόσωπό του και το μύρισε. Έκαμε ένα μορφασμό. Ήταν σίγουρα αρνί. Κάλυψε πρόχειρα το πιάτο με το χρυσόχαρτο, το ξανάβαλε στο ψυγείο και μπήκε στο σαλόνι. Πλησίασε το τραπεζάκι, πήρε τη φωτογραφία στα χέρια του και την εξέτασε στο φως που έμπαινε από την κουζίνα. Η μορφή τού φαινόταν ακόμη πιο γνωστή απ’ όσο την προηγούμενη φορά. Για ένα κλάσμα δευτερολέπτου νόμισε πως η πόζα είχε αλλάξει ανεπαίσθητα. Αισθάνθηκε μιαν ανεξήγητη υγράδα στα μάτια. Τέλος, άφησε τη φωτογραφία στη θέση της, έσβησε το φως της κουζίνας κι ανέβηκε στο δωμάτιό του.
Προχώρησε προς την μπαλκονόπορτα και την άνοιξε. Ψαχούλεψε στην τσέπη του μπουφάν του κι ανέσυρε τα τσιγάρα και τον αναπτήρα. Έβγαλε το μπουφάν και το πέταξε στο κρεβάτι. Βγήκε στο μπαλκόνι κι άναψε τσιγάρο. Δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν αυτό που τον ανησυχούσε ξαφνικά τόσο πολύ. Ναι, από μιαν άποψη έφταιγε σίγουρα η πείνα, που επανερχόταν τώρα που το αηδιαστικό κρύο αρνί βρισκόταν σε απόσταση ασφαλείας. Όμως, δεν ήταν μόνο αυτό. Τώρα που η ματιά του αγκάλιαζε όλη την έκταση του μικρού δρόμου, του φαινόταν ότι η θέα μεταβαλλόταν σταδιακά. Σάμπως τα κτίρια να πάλιωναν, να μίκραιναν, σαν η θέα του φεγγαριού που ξεπρόβαλλε ανάμεσα στις στέγες να είχε στοιχειώσει μιαν οθόνη κατά την προβολή παλιάς γερμανικής ταινίας. Νόμισε πως στο γραφείο τον περίμεναν βιβλία, παράξενων σχημάτων και χρωμάτων, με σελίδες από ρυζόχαρτο, ή λείες και κατάμαυρες, γεμάτες καβαλιστικά σχήματα κι όλων των ειδών τ’ ακατονόμαστα συμπλέγματα. Νόμισε πως έπρεπε να καθίσει κατεπειγόντως στο γραφείο του και να ξενυχτήσει δοκιμάζοντας τα κλειδιά μιας λησμονημένης γνώσης. Νόμισε πως ο άνεμος του έφερνε ψιθύρους. Ξαφνικά, η απρόσμενη θέα μιας γνωστής σιλουέτας που πλησίαζε αργά, σαν να προφυλαγόταν, τον αφύπνισε. Κοίταξε το ρολόι του: ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Δεν χωρούσε αμφιβολία: επρόκειτο για την κυρία Ρόζα. (…)
Νίκος Σταμπάκης, Το διπλό δωμάτιο, μυθιστόρημα, Φαρφουλάς 2013
Πίνακας: Jos van Riswick
.