.
Daily Archives: 02/12/2021
Σοφία Πολίτου-Βερβέρη, Τα ορφανεμένα
.
Γελάς, λευκός αχός που φέγγει μέσα στο σκοτάδι,
και βρίσκω τόπο να σταθώ στα σκοτεινά του Άδη.
Πτώματα που ακούν φωνές και απόκριση δεν δίνουν
από τον πάτο έρχονται στα όνειρα και στήνουν
τα βράδια τους τα φωτεινά που ήταν ερωτευμένα
κι αφήνουν λίγο να τα δω που είναι ορφανεμένα.
Σοφία Βαρβέρη, Τα ορφανεμένα, από τη συλλογή Φαγώσιμα,
προσεχώς από τις εκδόσεις Έναστρον [2022]
Πίνακας: Antrew Wyeth
Βασίλης Λαλιώτης, Γαλάζια περίοδος
.
Οι άγγελοι εν τω μεταξύ ανεβάζουνε
ψυχές αθώων πιασμένες απ’ τους ώμους
μες σε γαλάζια φλόγα οξυγονοκόλλησης
και κάποτε με δάκρυα φίλων που σηκώνουν
νεκρούς αγαπημένους στον καθρέφτη τους.
Ενώ ποιητής είναι και συνεχίζει εκείνος που οι λέξεις του
αληθεύουν στο γαλάζιο της μάντρας των θυμάτων.
Βασίλης Λαλιώτης, από τη συλλογή Γαλάζια περίοδος, Ενδυμίων 2021
Πίνακας: Αndrew Wyeth
.
.
Κάθριν Μάνσφηλντ, Η υπηρέτρια
.
Έντεκα η ώρα. Χτύπημα στην πόρτα. …Ελπίζω να μη σας ενόχλησα κυρία. Δεν κοιμόσαστε, έτσι δεν είναι; Μα τώρα μόλις σέρβιρα το τσάι στην κυρά μου και περίσσεψε ένα φλυτζάνι τόσο ωραίο τσάι που σκέφτηκα , ίσως… Κάθε άλλο κυρία. Πάντα το τελευταίο που κάνω είναι να της ετοιμάσω ένα φλυτζάνι τσάι . Το πίνει στο κρεβάτι μετά την προσευχή για να ζεσταθεί. Βάζω το τσαγερό στη φωτιά κι όταν εκείνη γονατίζει του λέω: «Τώρα εσύ δε χρειάζεται να βιαστείς να πεις τη δική σου προσευχή». Μα αυτό πάντα βράζει προτού η κυρά μου φτάσει στα μισά. Βλέπετε, κυρία, γνωρίζουμε τόσο κόσμο και πρέπει να προσευχηθούμε για όλους. Η κυρά μου κρατά μια λίστα με ονόματα σ΄ ένα μικρό κόκκινο βιβλίο. Ω, Θεέ μου! Κάθε φορά που κάποιος καινούριος θα ’ρθει να μας δει, η κυρά μου μού λέει μετά: «Έλεν, δώσε μου το κόκκινο βιβλιαράκι», και εγώ τρελαίνομαι, πραγματικά. «Να, ακόμα ένας», σκέφτομαι, «που θα την κρατάει ξάγρυπνη βρέξει χιονίσει». Και δεν βάζει, ξέρετε κυρία, μαξιλάρι˙ γονατίζει πάνω στο σκληρό χαλί. Την ξέρω καλά και με εκνευρίζει πολύ που τη βλέπω έτσι. Προσπάθησα να τη ξεγελάσω˙ έβαλα χάμω το πουπουλένιο πάπλωμα. Την πρώτη όμως φορά που το έκανα – ω! μου ’ριξε ένα βλέμμα – σαν αγίας, κυρία. «Είχε ο Κύριός μας πουπουλένιο στρώμα, Έλεν;» είπε. Μα εγώ, που ήμουν νεότερη τότε, ένιωσα την ανάγκη να της πω: «Όχι, αλλά ο Κύριός μας δεν είχε την ηλικία σας και δεν ήξερε πώς είναι να έχει κανείς το λουμπάγκο σας». Χυδαίο, ε; Μα είναι τόσο καλή, ξέρετε, κυρία. Τώρα που την τακτοποίησα στο κρεβάτι και την είδα ξαπλωμένη με τα χέρια έξω απ’ το σεντόνι και το κεφάλι της στο μαξιλάρι –τόσο όμορφη– δεν μπόρεσα να μην σκεφτώ: «Τώρα μοιάζεις σαν την αγαπημένη σου μητέρα όταν την ετοίμασα νεκρή».
.
.