Περιγράφει κανείς με σχολαστικότητα ή επειδή αγνοεί το βάθος των πραγμάτων είτε γιατί δεν τον ενδιαφέρει, χρησιμοποιώντας τις ίδιες λέξεις κι αλλάζοντας απλώς τον τόνο της φωνής του. (…)
Κανείς δεν κατόρθωσε να επιβιώσει, όταν και το τελευταίο μυστικό της ύπαρξής του φανερώθηκε σαν τάφρος ορφανή μπροστά του.(…)
Υπάρχει κανείς που να συμμερίζεται τις απόψεις μου; Aς μην υπάρχει, αυτό δεν με κάνει να αμφιβάλλω για την ορθότητα των ισχυρισμών μου, καλύτερα που δεν υπάρχει κανείς. Από πού κι ως πού να υπάρχει; Επειδή μας συνήθισαν να σκεφτόμαστε αγεληδόν και να λοξοκοιτάμε τους παρεκκλίνοντες. Θα έπρεπε να υποψιαζόμαστε καλύτερα τον ίδιο μας τον εαυτό, που μηρυκάζει στο ίδιο λιβάδι εκ γενετής κι όλα τα χρόνια της ζωής του προσποιείται βελάζοντας ότι δήθεν σκέφτεται αφεαυτού.(…)
Είχα μικρός κι εγώ ένα καθρεφτάκι στην τσέπη μου και κοιταζόμουν για να συνηθίσω το πρόσωπό μου, που όμως μου φαινόταν κάθε φορά κι αλλιώτικο. Κι όσο βλεπόμουν μέσα του τόσο και οι παραλλαγές πλήθαιναν, ώσπου να καταλάβω μεγαλώνοντας ότι οι καθρέφτες δεν ήταν παρά εξώπορτες που άνοιγαν, ανάλογα με τις ορέξεις των κρυμμένων εαυτών μου, κι έκλειναν καταδικάζοντας σε ισόβια ένα κομμάτι απ’ τη ζωή μου. Έτσι, θα φθάσω κάποτε να μη μου περισσεύει εαυτός δικός μου και, για να μην αναγκαστώ να δανειστώ από άλλον, θα μπω κι εγώ απ’ τον ψηλό φεγγίτη μέσα στον σκοτεινό λήθαργο και θα περιπλανηθώ στα υγρά κελιά του μέχρι να αποκάμω… (…)
Κι αν πολλές φορές κατέφυγα στο σαρκασμό και στην ειρωνεία, ήταν απλώς λόγω κληρονομικής προδιαθέσεως – πάππου προς πάππον γελούσαμε με τα χάλια μας. (…)
Φωτό: Holger Droste