Daily Archives: 13/02/2013
Φιλίπ Ντελέρμ, Έργα και ημέρες του αξιότιμου κυρίου Σ.
«Γιατί με κοιτάει έτσι αυτός εκεί; Nα κρατήσει την εγκαρδιότητά του για τον εαυτό του, δεν έχω καμιά δουλειά μαζί του!» O κύριος Σπιτσβέγκ το έχει παρατηρήσει: οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν για να τους κοιτούν οι άλλοι. Όπως, για παράδειγμα, αυτή η πιτσιρίκα που τελειώνει τον καφέ της έξω, στην πλατεία Σαιν Συλπίς. Σηκώνει το κεφάλι με μιαν ηδυπάθεια που μοιάζει να λέει: «Τι ωραίος που είναι αυτός ο πρώτος ήλιος του Μάρτη, τι ωραία να τον απολαμβάνω πίνοντας τον εσπρέσο μου!» (…)
Ο κύριος Σπιτσβέγκ πάντως καταλήγει να αποδώσει σε όλους μαζί και στον καθένα ξεχωριστά πολύ μέτριους ρόλους, μολονότι μερικές φορές, όταν είναι στις κακές του, βλέποντάς τους ανασηκώνει ελαφρά τους ώμους του. Ούτε χειροκροτεί, αλλά ούτε και κοντοστέκεται στο πέρασμά τους. Απλώς, τους ανταμείβει με τον τρόπο που επιζητούν όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες, καθώς προσποιούνται ότι τον περιφρονούν: μόνο μια ματιά, μια δεύτερη, ένα πετάρισμα των βλεφάρων, ως επιβεβαίωση. Το ποτάμι κυλάει, κι η βοή μοιάζει να παρασέρνει όλα τα ψάρια στο ίδιο ρεύμα. Αλλά είναι δύο είδη που κολυμπάνε πλάι πλάι, και το είδος σου δεν μπορείς να το διαλέξεις. Υπάρχουν οι θεατές και οι θεώμενοι, και οι δεύτεροι χρειάζονται τους πρώτους. Ο κύριος Σπιτσβέγκ, με το χειμωνιάτικο πανωφόρι του, το φθινοπωρινό του αδιάβροχο, ο κύριος Σπιτσβέγκ ανήκει, φυσικά, στην κατηγορία των θεατών. Συχνά χαίρεται γι’ αυτό — και μερικές φορές το αποδέχεται καρτερικά.
Πίνακες: Christer Karlstad, Joe Bradney
____________________________________
To κορίτσι με τις κόκκινες γαλότσες
(…) «Άνεμοι ισχυροί», το μετεωρολογικό διακριτικά και με χαμόγελο έκανε δηλώσεις καλυμμένες, όπως συμβαίνει πάντα με όλες τις αλήθειες για τις τύχες των κατοίκων, γι’ αυτό επιλέγονται παρουσιαστές που η εμφάνισή τους αποσπά την προσοχή απ’ τις ειδήσεις. H Αστρίντ τα βράδια κλείνει ραντεβού με τον Εδουάρδο Λέπκιν, τον παρουσιαστή του μετεωρολογικού δελτίου, με το σκιστό βαθύ βλέμμα των βάλτων που θερίζουν στην επαρχία το τοπίο, τα σμιχτά φρύδια των σωφρόνων, εκείνο το βελούδινο ροδάκινο στα χείλη και το λακκάκι στο πιγούνι.
Θέλει να βάλει τη γλώσσα της εκεί, πρώτα στα χείλη, για να γευτεί ευδία, ύστερα να τη γείρει σαν ερπετό στο γάλα, να ρουφήξει όσο μπορεί αντοχή μες στην αρρενωπή μήτρα που σχηματίζει το λακκάκι. Κρατάει την ανάσα και συγκεντρώνεται στην τρικυμία του γλυπτού του όσο ο Εδουάρδος κινεί το στόμα και απαγγέλλει τους ανέμους. Τα δάχτυλά της σέρνονται στο μπράτσο του γκρίζου καναπέ, όχι πολύ, ένα λίγο μόνο λίγο μόνο σαν το μικρό χάδι που επιδαψιλεύει η παραίτηση σε κεκλεισμένες ηδονές: ψιθυριστό, με λέπια από μετάξι.
Τα δάχτυλα!
Δακρύζουνε τα δάχτυλα, για ν’ αποφεύγουνε το βλέμμα του Εδουάρδου, φοβάται τα διάφανα γυαλιά, σφίγγει τα δάχτυλα, θα σπάσουν, κι όλο το μπλε που εκπέμπει η οθόνη θα εκτοξευθεί σαν πυροτέχνημα κρυστάλλων τιμωρίας. Αστρίντ, Αστρίντ, Αστρίντ ! ένα θρυμματισμένο ρόδι αιωρείται μες στο σύμπαν — ραίνει χυμούς, γλείφει πλανήτες, πλάνες, πλάνητες και πένθη! Στο σπίτι έχουν ένα νηπενθές φυτό, που όλο ξεχνάει να ποτίσει. Τα δάχτυλα ιδρώνουν.
Το έφερε ο Πολ στην προηγούμενη επέτειο. Είναι πολύ ρομαντική, δεν της αρέσουνε οι γλάστρες, θέλει μόνο να δραπετεύει σε πυρωμένα κάστρα, και παίρνει το μπάνιο της καυτό, σε αποξηραμένα πέταλα λεβάντας και ιβίσκου. Kάποτε ρίχνει και σπόρια από ρόδι στην μπανιέρα. Έχει ένα μεγάλο οβάλ μπολ πορσελάνης, δώρο της μητέρας, με μια ρωγμή στη μέση, στα χείλη γαρνιρισμένο με κασσίτερο, βάζει εκεί τα σπόρια — συχνά, όταν έχουν στο σπίτι καλεσμένους, το στολίζει με συνθέσεις από φρέσκους κρίνους και κόκκινες τουλίπες. Ή κάτι κλειστό και κάτι ανοιχτό, εάν δεν είναι η εποχή τους. Βάζει και πρασινάδα γύρω. Είναι σαν να προβλέπει συνουσίες ερμηνείας για τα πάντα.
Δαγκώνει τον αντίχειρα τώρα που ο Εδουάρδος χαμογελάει στην παγωνιά που θα έρθει στο τέλος της βδομάδας με μια βαλίτσα από κρυσταλλιασμένες φωταψίες και χοντροπάπουτσα με λάσπη και πορείες κυμαινόμενες από μείον 19 έως μείον 23. Τα δέντρα θα σαβανωθούνε αδιάφορα και όρθια και μ’ επικλήσεις σωτηρίας όπως οι σκέψεις που δε μάσησαν το χρόνο να βλαστήσουν. Πρέπει να φτιάξει σούπες, θα αγοράσει και λαρδί. Κι ένα καλό κόκκινο κρασί, από εκείνο που έφερνε ο πατέρας στις γιορτές.
Τρώει το δείχτη, ένα νύχι και ματώνει, ηδονικό ρεύμα προσμονής στα σκέλια αλυχτάει για τις ειδήσεις του Εδουάρδου. Τα μέσα έξω, τα πάνω κάτω σχοινοβατούν μοναχικά. Αυτόματα επικυρώνει επιβίωση. Μόνο η γάτα της, η Λίλιθ, το γνωρίζει, που χασμουριέται όταν τη βλέπει να τρώγεται από μόνη της. Έχει βαρεθεί το ζωντανό τον κανιβαλισμό της προδοσίας της όμορφης Κυρίας. Έχει όμορφο δέρμα η Αστρίντ, σαν να μην έχει πόρους να αναπνέει.
Είναι πολύ χαδιάρα η Λίλιθ, δεν της αρέσει να μυρίζει αίμα στα νύχια της Αστρίντ, έχει και μια ωραία δίχρωμη ουρά, ασπρόμαυρη— πολύ σοβαρή, όπως το ύφος των μπάτλερ που κατέληξαν να γίνουν υπηρέτες, επειδή ονειρεύτηκαν πολύ. Μπλέκεται στα εβένινα μαλλιά της, τη γλείφει, τη μυρίζει, γουργουρίζει, της κόβει κάνα κομμάτι στο λαιμό, αλλά όχι ! το αίμα δεν το αντέχει. Το καθαρίζει μανιωδώς ύστερα από κάθε επαφή η Λίλιθ.(…)
————————————————————————————————-