Ο κήπος βαθύς και γαλήνιος η αίθουσα άδεια και μικρή Σε λίγο θ’ αρχίσει το σφυροκόπημα των πλυστρών ν’ ανακατεύεται με τον αέρα Σ’ αυτήν την αιώνια νύχτα μόνο ένας άγρυπνος άντρας ακούει τους διαλείποντες θορύβους που φευγαλέα παρουσιάζονται στις κουρτίνες απ’ το σεληνόφως.
Γιατί θέλω να κοιμηθώ τον ύπνο των μήλων
Για να μάθω ένα θρήνο που θα με καθάριζε απ’ το χώμα
Γιατί θέλω να ζήσω με το σκοτεινό παιδί εκείνο
Που ήθελε να κόψει την καρδιά του στ’ ανοιχτά της θάλασσας.
Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Διπλό ποίημα της λίμνης Έντεν, μτφρ.: B. Λαλιώτης, Εκδόσεις Σμίλη, Αθήνα 1993
Όχι δεν την αγαπούσαν τη Σονέτσκα μου. Οι γυναίκες για την ομορφιά της, οι άντρες για την εξυπνάδα της, οι ηθοποιοί (άντρες και γυναίκες) για το ταλέντο της, κι όλοι αυτοί για τη μοναδικότητά της:Όλες οι γυναίκες τη βρίσκουν άσχημη.
Όμως οι άντρες όλοι είναι γι΄ αυτήν τρελοί. Το πρώτο είναι αλήθεια (που σημαίνει ότι από ποιητική άποψη πρόκειται για το ακριβώς αντίθετο), το δεύτερο όχι. Την εποχή όπου η ομορφιά της, το ταλέντο της και η ζωντάνια της γνώριζαν τη μεγαλύτερη άνθηση ούτε ένας δεν την αγάπησε, μιλούσαν για κείνη μ’ ένα μικρό γέλιο λίγο… φοβισμένο. Για τους άντρες ήταν ένα παιδί… επικίνδυνο. Μια ζωντανή ύπαρξη όχι μια γυναίκα. Δεν ήξεραν πώς να της φερθούν… αδυνατούσαν να καταλάβουν… Η εξυπνάδα της Σονέτσκα δεν κοιμόταν ποτέ. Φοβόντουσαν όλοι ακόμη, ακόμη και όταν εκείνη έκλαιγε με τα μεγάλα της δάκρυα, πως θα γελούσε μαζί τους. Όταν θυμάμαι ποια προτίμησαν από τη Σονέτσκα μου, ποιες υπάρξεις προσποιητές, επίπλαστες, ποιες απομιμήσεις από τις ψευτο- Βεατρίκες ως τις ψευτο- Κάρμεν ! (Ας μη λησμονούμε ότι βρισκόμαστε στο θέατρο, με άλλα λόγια στην καρδιά της απάτης).
Μαρίνα Τσβετάγιεβα, Η Ιστορία της Σονέτσκα, μτφρ: Ράνια Τουτουντζή, Εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 74-75.
Φορούσε γαλάζια κυλότα. Της την έβγαλα
σήκωσε το φουστάνι της, και με την τηλεόραση
να τρεμοπαίζει την πήρα στα όρθια.
Καθώς παλεύαμε σ’ όλο το δωμάτιο
(γαμάω τάφο, σκέφτηκα, ανασταίνω
και νεκρούς. Υπέροχα,
Υπέροχα!
Σαν να τρως κρύες ελιές στις 3 μ.μ.
κι η πόλη να φλέγεται ολόκληρη)
έχυσα.
Ο Θερβάντες κοιμόταν όταν έγραψε τον Δον Κιχώτη [ … ] Ο Τζόυς το ’χε ρίξει στον ύπνο όταν έγραφε το «Πλαγκτές Πέτρες» του Οδυσσέα [ … ] Ο Προυστ ροχάλιζε σ’ όλη τη διάρκεια της Φυλακισμένης, όπως και πλήθη αναγνωστών του μετά από αυτόν [ … ] O Φιτζέραλντ κοιμόταν σε όλο το Τρυφερή είναι η Νύχτα, πράγμα που μάλλον δεν εκπλήσσει, αλλά το γεγονός ότι ο Μαν πήρε τους υπνάκους του στις πλαγιές του Μαγικού Βουνού είναι καταπληκτικό — το ότι το έγραψε ακόμη πιο καταπληκτικό. Ο Κάφκα βέβαια δεν κοιμόταν ποτέ, ακόμη κι όταν δεν έγραφε ή στις αργίες [ … ] Η Έμιλυ Ντίκινσον κοιμόταν στο κρύο, στενό κρεβάτι της στο Άμερστ. Όταν ξυπνούσε έβρισκε ένα νέο ποίημα γραμμένο από τον Τζακ Φροστ στο τζάμι του παραθύρου• έξω κουδούνιζε το γυάλινο φύλλωμα [ … ]Εγώ κοιμάμαι όταν δεν μπορώ να το αποφύγω• το γράψιμο και ο ύπνος μου βελτιώνονται διαρκώς. Έχω να πω κι άλλα, αλλά δε θα σας κάνω να περιμένετε πολύ. Ποτέ μη βγαίνετε βαρκάδα με συγγραφείς — δεν έχουν ιδέα πότε βρίσκονται πάνω απ’ το νερό. [ … ] Να προσέχετε τ’ ανώνυμα γράμματα — ίσως τα έχετε γράψει εσείς σε μια βουβή ενδόρρηξη ύπνου.